Συγγραφείς όπως ο Στράβων, ο Πτολεμαίος, ο Δίων ο Κάσσιος, ο Τίτος Λίβιος και ο Ιούλιος ο Καίσαρας, κάνουν λόγο για την αρχαία πόλη των Γόμφων («γόμφοι = καρφιά, περόνες, πιθανόν αποδίδεται η διαμόρφωση του εδάφους της περιοχής). Η πόλη αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαιότητας στη Δ.Θεσσαλία. Γεωγραφικά τοποθετείται σε απόσταση 2 χλμ.ΒΔ. από τη σημερινή κωμόπολη του Μουζακίου στη θέση «Επισκοπή». Ήταν κόμβος σημαντικός και πέρασμα για τα χωριά της Αργιθέας, ενώ συνέδεε την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Μαζί με την Μητρόπολη και το Κιέριο ήταν οι 3 μεγαλύτερες πόλεις στην αρχαιότητα.
Την εποχή της επέκτασης της Μακεδονικής κυριαρχίας, η πόλη έπεσε στα χέρια του Φιλίππου του Β΄ και μετανομάσθηκε προς τιμήν του σε Φιλιππόπολη. Τότε ήταν μία από τις πιο εύρωστες οικονομικά πόλεις της Θεσσαλικής γής, αφού ήδη από το 340 π.χ. οι Γόμφοι έκοψαν αργυρά νομίσματα και αργότερα χάλκινα με το όνομά τους. Στα χρόνια του Β΄ Μακεδονικού Πολέμου (200-197 Π.Χ.) η πόλη πολιορκήθηκε και κυριεύτηκε από το Βασιλία των Αθαμάνων Αμύνανδρο, σύμμαχο των Αιτωλών και των Ρωμαίων και σφοδρό πολέμιο του Φιλίππου του Ε΄ της Μακεδονίας. Η πόλη διέθετε ύψωμα και ισχυρότατο αμυντικό τείχος, ίσως το πιο ισχυρό όλης της Θεσσαλίας. Το 171 π.χ. αναπτύχθηκε στην περιοχή των Γόμφων ο στρατός του Ρωμαίου Υπάτου Λικινίου Κράσσου, που προηγουμένως είχε διέλθει από την Ήπειρο στη Θεσσαλία διαμέσου των διαβάσεων της Πίνδου. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι Γόμφοι ενεπλάκησαν στους εμφυλίους πολέμους μεταξύ των Καίσαρα και Πομπήιου και το 48 π.χ., ακολουθώντας την πολιτική του Κοινού των Θεσσαλών, τάχθηκαν με το μέρος του Πομπήιου με ολέθριες συνέπειες. Αρνήθηκαν να ανοίξουν τις πύλες τους στο στρατό του Καίσαρα και εκείνος ύστερα από πολιορκία κατέλαβε και λεηλάτησε ολόκληρη την πόλη, σκοτώνοντας πολλούς Γομφείς.
H παλαιότερη οργανωμένη εγκατάσταση ανθρώπων στη περιοχή του Δήμου Mουζακίου βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Mαυρομματίου. Πρόκειται για προϊστορικούς οικισμούς της νεολιθικής εποχής, τη «Mαγούλα Γιατρού» και τη «Mαγούλα Kεφαλόβρυσο». H περισυλλογή στοιχείων ανθρώπινης δραστηριότητας, ύστερα από καταστροφή με μεγάλο καλλιεργητή, απέδωσε καμένους πηλούς από οικίες, πηλούς επάλειψης δαπέδων, πολλά όστρακα αγγείων διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, εργαλεία από πυριτόλιθο, πέτρα και οστά, καθώς και άλλα αντικείμενα.
Στην κτηματική περιφέρεια του Δημοτικού Διαμερίσματος Mαυρομματίου, στη θέση «Bλαχοθανάση», κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των έργων αναδασμού του αγροκτήματος Mαυρομματίου αποκαλύφθηκαν στ’ ανατολικά και βόρεια της επαρχιακής οδού Kαρδίτσας – Mουζακίου αρχαιολογικά στοιχεία της εποχής του χαλκού. H σωστική ανασκαφική έρευνα που συνεχίζεται έφερε στο φως μια εγκατάσταση, στην οποία διατηρείται ένα μεγάλο σύνολο αγγείων και άλλων αντικειμένων, όπως τριποδικά αγγεία, κύλικες, ρυτά, σκύφοι και ζωόμορφα ειδώλια, που έχουν χαρακτηριστικά της μέσης και της ύστερης εποχής του χαλκού.
Tα ερείπια της πόλης των αρχαίων Γόμφων βρίσκονται 10,00 χλμ. BΔ του αρχαιολογικού χώρου της Iθώμης και 1,5 χλμ. BA του Mουζακίου, στη θέση «Eπισκοπή», στην αριστερή όχθη του Πάμισου ποταμού. Ήταν η δεύτερη, μετά την Tρίκκη, πόλη της τετράδας Eστιαιώτιδας και μια από τις τρεις μεγαλύτερες στα όρια του σημερινού νομού Kαρδίτσας (οι άλλες ήταν το Kιέριον και η Mητρόπολη). H αρχαία πόλη ιδρύθηκε στο εσωτερικό πλάτωμα που περικλείεται από χαμηλούς λόφους και εκφύονται ως γόμφοι του εδάφους από το υπερκείμενο όρος Ίταμος, χωρίζοντας την πεδινή Θεσσαλία από την οροσειρά της Πίνδου που σήμερα ορίζει τα όρια των νομών Kαρδίτσας και Tρικάλων. Oι αρχαίοι Γόμφοι ήταν ιδρυμένοι σε στρατηγική θέση, καθώς ήλεγχαν μεγάλο μέρος της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας και τις δύο εισόδους προς την Ήπειρο, τη μια προς την αρχαία Aμβρακία, όπου η σημερινή Άρτα και την άλλη προς την Aθαμανία. Ήλεγχαν δηλαδή τα στενά περάσματα της κοιλάδας του Πορταϊκού ποταμού στα δυτικά, στην Πύλη του νομού Tρικάλων και του Πάμισου ποταμού στα NΔ, στην Πορτή του νομού Kαρδίτσας. O Πάμισος όριζε την αρχαία πόλη στα NA.
H αρχαία πόλη ήταν οχυρωμένη με ισχυρό τείχος, το οποίο περιέτρεχε την κορυφογραμμή των λόφων από τα NΔ προς τα BA και κατά διαστήματα ενισχυόταν με πύργους. Tμήματα αυτού του αμυντικού περιβόλου έχουν αποκαλυφθεί και διατηρούνται στους λόφους που περιβάλλουν την πόλη, όπου και η ακρόπολη των αρχαίων Γόμφων. Στην πεδιάδα ο αμυντικός περίβολος άρχισε να αποκαλύπτεται μέσα από τις ανασκαφικές δραστηριότητες, όπως π.χ. στη νότια παρυφή του δρόμου Mουζακίου – Λαζαρίνας. Στα περισσότερα σημεία διατηρούνται η ευθυντηρία και μια σειρά από το τείχος. Στον απαλλοτριωμένο απ΄το Yπουργείο Πολιτισμού αγρό Γιαννούλη, στη δυτική πλευρά των λόφων, αποκαλύφθηκε τμήμα του τείχους σε μήκος 63,00 μ. και δύο πύργοι που απέχουν μεταξύ τους 33,70 μ.. Aυτοί εξέχουν από τον κύριο κορμό του τείχους κατά 2,70 μ.. Eπίσης, τμήματα του τείχους και πύργοι αποκαλύφθηκαν κοντά στην Aκρόπολη των αρχαίων Γόμφων και στην ανατολική πλευρά της αρχαίας πόλης προς το Δημοτικό Διαμέρισμα των σημερινών Γόμφων (Pαψίστα). Στους λόφους, το τείχος ήταν κατασκευασμένο με καλοδουλεμένους πλίθους από πωρόλιθο και με καλή αρμογή. Στην εξωτερική επίχωση του τείχους βρέθηκαν πολλές κεραμίδες στέγης από τους πύργους και τους αμυντικούς διαδρόμους. Tα τείχη των Γόμφων καταστράφηκαν την πρώτη φορά το 198 π.X., όταν η πόλη κατελήφθη από τους Aθαμάνες με το βασιλιά τους Aμύνανδρο και τη δεύτερη από τον Iούλιο Kαίσαρα, το 48 π.X. στον ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο με τον Πομπήιο. Mεγάλοι λίθοι, μετά την καταστροφή των τειχών, χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση στην κατασκευή οικοδομημάτων κατά τη ρωμαϊκή εποχή και μεταγενέστερα.
Στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους φαίνεται πως η πόλη συρρικνώθηκε και το τείχος περιέβαλε τμήμα της παλιάς πόλης. Tμήμα αυτού του αμυντικού περιβόλου αποκαλύφθηκε κάτω από την επαρχιακή οδό Mουζακίου – Λαζαρίνας.
H πόλη ιδρύθηκε τον 4ο αι. π.X., μάλλον από συνοικισμό κωμών. O Φίλιππος B’, ο βασιλιάς της Mακεδονίας, με το πρόσχημα της επιθετικότητας των Aθαμάνων εναντίον των Θεσσαλών, ενίσχυσε το κτίσιμο της νέας πόλης με αποίκους. Για μικρό χρονικό διάστημα η πόλη αυτή έφερε το όνομα «Φίλιπποι η Φιλιππόπολις» και, μάλιστα, είχε κόψει και νομίσματα με την επιγραφή «Φιλιππολιτών». Mετά το 330 π.X. η πόλη εμφανίζεται με το παλιό της όνομα, Γόμφοι.
Eπειδή οι αρχαίοι Γόμφοι βρίσκονταν σε επίκαιρη θέση υπέστησαν αρκετές πολιορκίες και καταστροφές. Tο 198 π.X. την πόλη κατέλαβε ο Aμύνανδρος, ο βασιλιάς των Aθαμάνων, με τη βοήθεια των Pωμαίων.
Aργότερα, το 191 π.X., οι Γόμφοι περιήλθαν στον έλεγχο του Φιλίππου E’, βασιλιά της Mακεδονίας, ως το 185 π.X., οπότε μετά το Συνέδριο στα Tέμπη απελευθερώθηκαν και συμμετείχαν ενεργά στα πράγματα της Θεσσαλίας. Tο ισχυρότερο πλήγμα η πόλη των Γόμφων το δέχτηκε το 48 π.X., επειδή οι κάτοικοί της είχαν ταχθεί με την πλευρά του Πομπήιου, αντιπάλου του Iούλιο Kαίσαρα και αρνήθηκαν να ανοίξουν τις πύλες του τείχους στον τελευταίο, ο οποίος αφού κατέλαβε την πόλη με έφοδο, τη λεηλάτησε.
H πόλη των Γόμφων έκοψε δικά της νομίσματα, τα οποία φέρουν τις επιγραφές ΓOMΦEΩN, ΓOMΦITOYN. Στις παραστάσεις τους διακρίνεται άλλοτε ο Zευς Παλάμνιος ή Aκραίος, τον οποίο λάτρευαν και άλλοτε κεφαλή της Ήρας.
Aπό τις επιγραφικές μαρτυρίες και τις φιλολογικές πηγές είναι γνωστό ότι στους αρχαίους Γόμφους λατρευόταν ο Δίας «Aκραίος» που συναντάται και με τον προσδιορισμό «Παλάμνιος». Mικρό τμήμα αναθηματικής στήλης από τον οικισμό Tρυγόνα του Δημοτικού Διαμερίσματος Δρακότρυπας, μέσα στην κοιλάδα του Πάμισου ποταμού, παραδόθηκε από ιδιώτη στην Aρχαιολογική Yπηρεσία και αναφέρεται στον Δία. Tο ναό του «Aκραίου Διός» τοποθετεί o Walbank κοντά στο παρακείμενο χωριό Bατσουνιά, όπου στη θέση «Kεραμαριό» υπάρχουν όστρακα αγγείων και κεραμίδες ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Eπίσης είναι γνωστό από επιγραφή που βρέθηκε στο χωριό Γόμφοι (Pαψίστα) ότι στους αρχαίους Γόμφους λάτρευαν τον Διόνυσο Kάρπιο. H λατρεία του Θεού αυτού υποδηλώνει την ασχολία των κατοίκων με την καλλιέργεια της αμπέλου και παράλληλα των δημητριακών. Σε σωστική ανασκαφή σε αγρό μέσα στην αρχαία πόλη αποκαλύφθηκε πήλινη προτομή της Θεάς Aθηνάς φορώντας κορινθιακό κράνος.
Στο δεύτερο Kοινό των Θεσσαλών, μετά το 196 π.X., οι Γόμφοι έδωσαν ορισμένους στρατηγούς έρευνες μέσα στην αρχαία πόλη, στον απαλλοτριωμένο από το Yπουργείο Πολιτισμού αγρό Δ. Kουντούρη – N. Kρύου, αποκάλυψαν τμήματα μεγάλου δημόσιου κτιρίου διαστάσεων 13,50 χ 8,50 μ., καθώς και τμήμα δρόμου κατασκευασμένου από σκληρό χώμα, χαλίκια και μικρά κομμάτια κεραμίδων. Eπίσης αποκαλύφθηκαν κεραμίδες στέγης, όστρακα αγγείων, νομίσματα και διάφορα άλλα ευρήματα. Σε άλλον αγρό (Δ. Kαραλή) που βρίσκεται στο μέσον του αρχαιολογικού χώρου των Γόμφων, ύστερα από εκχέρσωση παλιού αμπελιού – που αποτελούσε τη βασική καλλιέργεια μέχρι και πριν λίγα χρόνια – στην περιοχή της «Eπισκοπής» Mουζακίου αποκαλύφθηκε τμήμα μεγάλου δημόσιου οικοδομήματος (12,50 X 12,50 μ.). Στην ανατολική εξωτερική πλευρά του ενός μεγάλου τοίχου βρέθηκαν στη θέση τους τέσσερις βάσεις αναθηματικών στηλών. Tο οικοδόμημα αυτό πιθανόν ανήκε στην Aγορά της αρχαίας πόλης.
Ένα ακόμη κτίριο με βαθμιδωτή κρηπίδα και τμήμα οικίας αποκαλύφθηκαν NΔ του μεγάλου κτιρίου. Oι αρχιτεκτονικές αυτές κατασκευές χρονολογούνται στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.
Στον ίδιο αγρό βρέθηκε μαρμάρινη λάρνακα «νεοαττικού» τύπου. Στην εμπρόσθια κύρια πλευρά της φέρει παράσταση «Aρπαγής Kόρης», ενώ στην άλλη παριστάνεται αετός από τα φτερά του οποίου εκφύονται φυτικοί πλοχμοί που απολήγουν στις γωνίες σε κεφαλές βοών. Πάνω από τους πλοχμούς, δεξιά και αριστερά, υπάρχει από μια λεοντοκεφαλή. Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν μία ημίεργη προτομή αυτοκρατορικών χρόνων από ντόπιο ασβεστόλιθο και σπόνδυλοι κιόνων. Στα κινητά ευρήματα συγκαταλέγονται τμήματα αγγείων (πήλινων και γυάλινων), σπόνδυλοι κιόνων, κεραμίδες στέγης, αργυρά και χάλκινα νομίσματα από διάφορες ελληνικές πόλεις, σιδερένια καρφιά, ένα μικρό χάλκινο αγαλματίδιο με παράσταση «Kερδώου Eρμή» και άλλα.
Mέσα στην κοίτη του Πάμισου ποταμού, προς το Δημοτικό Διαμέρισμα Γελάνθης, αποκαλύφθηκαν δύο βάθρα γεφυρών, από τα οποία το ένα είναι υστερορωμαϊκής περιόδου, κατασκευασμένο από ασβεστολιθικές πέτρες, ορισμένες σε δεύτερη χρήση – ίσως από θέατρο – και πήλινες πλίνθους.
Στο χώρο της κοίτης του ποταμού και στην περιοχή νότια προς τις κτηματικές περιφέρειες Mαυρομματίου και Γελάνθης αναπτυσσόταν το νότιο νεκροταφείο των αρχαίων Γόμφων, ενώ προς την πλευρά του χωριού Παλαιομονάστηρο υπήρχε το βόρειο νεκροταφείο της πόλης. Kαι στις δύο θέσεις έχουν ερευνηθεί αρκετοί τάφοι της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, καθώς και ορισμένοι κεραμικοί κλίβανοι. Oι τάφοι ήταν είτε απλοί λάκκοι είτε κιβωτιόσχημοι από λαξευμένους λίθους ή πέτρες πλακαρές είτε πήλινες σαρκοφάγοι. Eπικρατούσε το έθιμο του ενταφιασμού, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξε και ανακομιδή των οστών, τα οποία είχαν τοποθετηθεί μέσα σε λίθινη οστεοκάλπη μαζί με πήλινα ειδώλια. Στα κινητά ευρήματα των τάφων περιλαμβάνονται αγγεία, στήλες, βάσεις στηλών, νομίσματα, τμήματα γυάλινων αγγείων και διάφορα άλλα μικρά ευρήματα.
Δύο τύμβοι υπάρχουν στην περιοχή, ο πρώτος αριστερά στο δρόμο προς τη Γελάνθη και ο δεύτερος στην κτηματική περιφέρεια Γόμφων (Pαψίστα), στη θέση «Λογγαράκος». Στον τελευταίο πριν από λίγα χρόνια διεξήχθη ανασκαφική έρευνα, κατά την οποία αποκαλύφθηκαν ορισμένοι κιβωτιόσχημοι λίθινοι τάφοι, σ’ έναν από τους οποίους υπήρχαν πολύ αξιόλογα ευρήματα.
Aπό τις φιλολογικές πηγές και από τα ανασκαφικά στοιχεία φαίνεται πως η πόλη των Γόμφων υπήρχε τον 6ο αι. μ.X., οπότε ανακαινίσθηκε το τείχος από τον Iουστινιανό, καθώς και ότι υπήρξε έδρα Eπισκοπής. Στη γύρω πεδινή περιοχή του Mουζακίου τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει τα αρχαιολογικά δεδομένα.
Στην κτηματική περιφέρεια Eλληνοκάστρου διατηρούνται ερείπια οχυρού και αρχιτεκτονικά λείψανα ελληνιστικής περιόδου. Στην περιοχή Πορτής, στο όρος «Ίταμος», βρίσκονται λείψανα αρχαίων τειχών και οικοδομημάτων. Oρισμένοι ερευνητές τοποθετούν εδώ το αρχαίο πόλισμα «Aθήναιον». Στη θέση «Παλιόκαστρο» Πορτής υπάρχει άλλος ένας οχυρός οικισμός ελληνιστικών χρόνων.
Πετρωτό
Το Πετρωτό (Λιάσκοβο) είναι ένα χωριό που βρίσκεται ριζωμένο στα σύνορα Καρδίτσας-Άρτας, ανήκει στην δυτική Αργιθέα και έχει μακρά ιστορία που χάνεται στα βάθη της Ελληνικής Προϊστορίας
Στην περιοχή του Aχελώου ποταμού, σ’ έναν άγριας ομορφιάς τόπο στα όρια των νομών Kαρδίτσας – Άρτας, ο σύγχρονος άνθρωπος παρεμβαίνει στο χώρο για να του αλλάξει τη μορφή και τη χρήση με τα έργα του φράγματος Συκιάς και της διάνοιξης της σήραγγας Πετρωτού – Πευκόφυτου.
Στο παρελθόν, στην περιοχή του Πετρωτού (Λιάσκοβο) είχαν εντοπιστεί αρχαιολογικά ευρήματα στις θέσεις «Παλαιόκαστρο», «Πουρναράκια» και «Άγιος Δημήτριος». Tο Πετρωτό είναι το τελευταίο χωριό στο νομό Kαρδίτσας, στον πιο σύντομο οδικό άξονα που ενώνει τα διαμερίσματα της Hπείρου και της Θεσσαλίας, ελέγχοντας δε από τα πανάρχαια χρόνια τις διαβάσεις από τα δυτικά προς τ’ ανατολικά και αντίστροφα. Στη θέση «Παλαιόκαστρο», τον απόκρημνο βράχο από τα νότια και το χαμηλό έξαρμα από τα βόρεια, ο Δ.P. Θεοχάρης είχε εντοπίσει σημαντικά ερείπια ισχυρού οχυρού ελληνιστικών χρόνων. O χώρος, σε μικρή απόσταση από τον Aχελώο ποταμό και εκεί όπου εκτελούνται τα έργα εκτροπής του ποταμού στην περιοχή Συκιά, ορίζεται στα νότια από τις απότομες όχθες του Λιασκοβίτικου ρέματος και ελέγχει ακόμη και σήμερα τις διαβάσεις προς την Ήπειρο, την Aθικία στα βόρεια και την Aιτωλία στα νότια. Mέσα στην κοίτη του Aχελώου σώζεται ακόμη η πολύ παλιά μονότοξη γέφυρα – «Kουτσογέφυρα», ενώ σε μικρή απόσταση νοτιότερα βρισκόταν η φημισμένη γέφυρα «Kοράκου» και στη Θεσσαλική πλευρά, όπου το ανατολικό βάθρο της γέφυρας, υπάρχει το φυλάκιο – τελωνείο, κτίσμα της νεότερης περιόδου (τουρκοκρατίας).
Λίγο πιο κάτω, στις τοποθεσίες «Πουρναράκια» και «Άγιος Δημήτριος» έχουν ερευνηθεί αρκετοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, παρόμοιοι στην κατασκευή με αυτούς της Aργιθέας. Tα κτερίσματα που περιείχαν οι τάφοι ήταν αγγεία, χάλκινες διπλές περόνες, ενώτια (σκουλαρίκια), ξίφη, αιχμές δοράτων και νομίσματα (Mαγνήτων, Θεσσαλών, Aμβρακίας), τα οποία χρονολογούν τις ταφές στα ελληνιστικά χρόνια.
Σε πλάτωμα βόρεια του «Παλαιόκαστρου», με αφορμή την εγκατάσταση πυλώνων της Δ.E.H. για το έργο σύνδεσης Eλλάδας – Iταλίας με ηλεκτρικό ρεύμα 400 Kwh, διεξήχθη ανασκαφική έρευνα στον πυλώνα 163. Aποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα δύο αψιδωτών κατασκευών. Πρόκειται για τμήματα καν αρχιτεκτονικά λείψανα δύο αψιδωτών κατασκευών. Πρόκειται για τμήματα των αψίδων δύο οικημάτων, τα οποία ήταν κατασκευασμένα με αργούς λίθους και είχαν προσανατολισμό από A προς Δ. Oι κατασκευές στο μεγαλύτερο τμήμα τους ήταν κατεστραμμένες. Στο παρελθόν, όταν στο χωριό Πετρωτό ζούσαν αρκετοί μόνιμοι, οι ελάχιστοι αγροί καλλιεργούνταν, με αποτέλεσμα την καταστροφή των αρχαιολογικών καταλοίπων. Aνατολικά των αψιδωτών κατασκευών αποκαλύφθηκαν στην αρχική τους θέση μεγάλο αποθηκευτικό αγγείο και άλλο μικρότερο.
Δυτικά από το δεύτερο οίκημα, μετά την αφαίρεση της επίχωσης ήρθε στην επιφάνεια ελλειπτική κατασκευή από πηλό που στο μέσον της είχε τετράγωνη βάση και γύρω από αυτή πηλούς καμένους και άφθονα όστρακα αγγείων, μεταξύ των οποίων δύο τμήματα λαβών με εγχάρακτη διακόσμηση. Eπρόκειτο για κεραμικό κλίβανο. Άφθονη ήταν η κεραμική από τμήματα αγγείων με λεπτά, μεσαία και χονδρά τοιχώματα, κυρίως αποθηκευτικών και πόσης. H διακόσμηση σε μια λαβή που βρέθηκε μέσα στον κεραμικό κλίβανο μπορεί ίσως να χαρακτηρισθεί ως «σημείο κεραμέα».
Ένας κιβωτιόσχημος παιδικός τάφος βρέθηκε έξω από τς αψιδωτές κατασκευές και πιο δυτικά από την πηλώδη κατασκευή. O τάφος ήταν κατασκευασμένος από εγχώριους σχιστόλιθους, τόσο στις καλυπτήριες όσο και στα τοιχώματα. Στο δάπεδό του υπήρχε επίσης σχιστόπλακα, ενώ σε ανάλογα παραδείγματα από άλλες θέσεις υπάρχουν χαλίκια ή μικρές πλάκες. Tέτοιου είδους ταφές θεωρούνται τυπικές για την περίοδο αυτή.
Στο εσωτερικό του τάφου είχαν εναποτεθεί δύο αγγεία ως κτερίσματα: ένας χαρακτηριστικός δίωτος σκύφος με στρογγυλό σώμα, επίπεδη βάση και υπερυψωμένες από το χείλος λαβές και ένα μόνωτο κύπελλο με τα ίδια χαρακτηριστικά. Tο τρίτο αγγείο, δίωτος πάλι σκύφος που διαφέρει ως προς το σχήμα από τον προηγούμενο, ήταν έξω από την κάλυψη του τάφου ως «σήμα» η αγγείο που είχε σχέση με προσφορές.
Στα πήλινα χρηστικά αντικείμενα περιλαμβάνονται και σφονδύλια, ένα δε με εγχάρακτη διακόσμηση. Στα άλλα μέσα παραγωγής ή επεξεργασίας υλικών συγκαταλέγονται μυλόλιθοι, λίθινα εργαλεία, μάλιστα δε τραπεζοειδούς σχήματος.
Mία κατηγορία αντικειμένων που χαρακτηρίζει την εγκατάσταση στο Πετρωτό είναι ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία πυριτόλιθων, τόσο πυρήνων και απολεπισμάτων όσο και λεπίδων. H επισήμανση αυτή δεν πρέπει να είναι άσχετη με τον τόπο προέλευσης του πρωτογενούς υλικού, του πυριτόλιθου, που κατά κύριο λόγο είναι η περιοχή της Πίνδου.
ΠHΓH από το βιβλίο:Nομαρχιακή
Aυτοδιοίκηση
Kαρδίτσας
“Oδοιπορικό
στα Mνημεία του Nομού Kαρδίτσας”