Η κατ’ επανάληψη δήλωση πρόθεσης του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ να οδηγήσει τον τόπο σε πρόωρες εκλογές, με αφορμή την εκλογή του Προέδρου Δημοκρατίας, δημιουργεί αδιέξοδα, στα οποία εγκλώβισε το κόμμα του. Για μια ακόμη φορά η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ ταυτίζει το εθνικό συμφέρον με το κομματικό συμφέρον. Δεν διστάζει ακόμη και να τοποθετηθεί ενάντια στις επιταγές του Συντάγματος, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα στενά κομματικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις της.
Έφτασε σε σημείο μάλιστα να υποστηρίζει πως η ερμηνευτική στρέβλωση του πνεύματος των συνταγματικών διατάξεων, που επιχειρείται, μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση λόγων «εθνικού συμφέροντος». Όπως βέβαια αυθεντικά και κατά αποκλειστικότητα νομίζουν, πως μπορούν να το ερμηνεύουν ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και η ηγετική του ομάδα. Δεν διστάζουν λοιπόν ούτε στιγμή να αλέσουν στις μυλόπετρες του πολιτικού καιροσκοπισμού τους κορυφαίους δημοκρατικούς θεσμούς. Να ευτελίζουν το θεσμό του Πρόεδρου της Δημοκρατίας στα πλαίσια μιας πολίτικης άκρατου λαϊκισμού, που τους ηρωοποιεί στα μάτια των στελεχών του κομματικού μηχανισμού, τους αφήνει όμως εκθέτους μπροστά στους Έλληνες πολίτες.
Το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να δημιουργήσει, στην πιο κρίσιμη οικονομική στιγμή της παγκόσμιας νεότερης ιστορίας, παρατεταμένη προεκλογική περίοδο με τραγικές συνέπειες για την οικονομία μας. Συγχρόνως βαίνει στον δρόμο του άκρατου αριβισμού και ισχυρίζεται ότι «η αλλαγή πορείας της χώρας είναι απαίτηση των πολιτών». Στην πραγματικότητα το ΠΑΣΟΚ αντιτίθεται στη βούληση των πολιτών, των οποίων η πλειοψηφία απορρίπτει τη διενέργεια πρόωρων εκλογών και υποστηρίζει με θεαματικά ποσοστά την επανεκλογή του κ. Παπούλια.
Η ανάγκη αλλαγής πορείας που επαγγέλλεται το ΠΑΣΟΚ, για να δικαιολογήσει την αντιθεσμική του στάση, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πισωγύρισμα της χώρας στις πολιτικές πρακτικές του χθες. Σε ένα παρελθόν, για το οποίο το ΠΑΣΟΚ φέρει σοβαρή ευθύνη και για το οποίο πρέπει επιτέλους να απολογηθεί με ειλικρίνεια απέναντι στους έλληνες πολίτες. Κάθε φορά που ασκείται κριτική στο κυβερνητικό παρελθόν του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η συνήθης αντίδραση είναι η άρνηση: «δεν είδαμε, δεν ξέρουμε, δεν κάναμε».
Προφανώς, ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έχει συμφέρον να μηδενίζει συνεχώς το κοντέρ και να παριστάνει πως ο πολιτικός χρόνος άρχισε να μετρά για τον ίδιο και το κόμμα του μετά την εκλογή του στην ηγεσία το Φεβρουάριο του 2004. Μάταια όμως. Ο κ. Παπανδρέου για δύο δεκαετίες είχε αναλάβει κρίσιμα κυβερνητικά πόστα και συνεπώς ευθύνεται για τα κυβερνητικά πεπραγμένα. Για τα τραπεζικά και χρηματιστηριακά σκάνδαλα, που οδήγησαν στην μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου από τους πολλούς στους λίγους. Έβλεπε για χρόνια τις χαριστικές συμβάσεις και τις σχέσεις διαπλοκής ιδιωτών και κράτους, την πελατειακή διαχείριση της δημόσιας διοίκησης και τις λίστες προαγωγών ή προγραφών με βάση έναν άκρατο πράσινο κομματισμό, χωρίς να προβάλλει την παραμικρή αντίρρηση.
Αλλά και ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο κ. Παπανδρέου, έκανε την πολιτική επιλογή να μείνει δέσμιος των κομματικών δεσμεύσεων και εξαρτήσεών του. Επίμονα αρνήθηκε να δεχτεί να συνεργαστεί με την κυβέρνηση σε βασικά και ουσιώδη ζητήματα επιβολής όρων διαφάνειας και νομιμότητας στη λειτουργία του κράτους, στις σχέσεις κράτους-ιδιωτών και στη δημόσια ζωή εν γένει. Η στείρα άρνησή του και η σκόπιμη απομάκρυνσή του από την πρόταση της κυβέρνησης για τη σύσταση διακομματικής επιτροπής της Βουλής για τα οικονομικά των κομμάτων, αποδεικνύουν ένα και μόνο πράγμα. Πως ο κ. Παπανδρέου δεν πολιτεύεται με βάση το δημόσιο συμφέρον, αλλά με κίνητρο τη δίψα του ιδίου και των συνεργατών του για επιστροφή στην εξουσία. Σε επίρρωση όλων των προηγουμένων, έρχεται το λίαν αντιπροσωπευτικό γεγονός ότι ο κ. Παπανδρέου αρνείται πεισματικά να ξεκαθαρίσει μια και έξω το τοπίο αναφορικά με τα ταμεία του ΠΑΣΟΚ και τις αποκαλύψεις του κ. Τσουκάτου.
Η απόσταση ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις υπάρχει μόνο όταν λες ψέματα, μόνο όταν ευκαιριακά πολιτεύεσαι, μόνο όταν ασκείς καιροσκοπική πολιτική. Ο κ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ παραμένουν αμετανόητα ίδιοι. Θιασώτες αποτυχημένων πολιτικών επιλογών. Προκαλούν τη μνήμη και την κρίση του ελληνικού λαού και αναλαμβάνουν τις συνέπειες της τυχοδιωκτικής τους πολιτικής. Στη Δημοκρατία, όμως, καθένας αναλαμβάνει τις ευθύνες του.