Η αναδρομή στο παρελθόν, που μας οδήγησε στην επώδυνη περίοδο των Μνημονίων, έχει αξία, κυρίως για να διαπιστώσουμε τα λάθη και τις παραλήψεις του χθες, ώστε να μην τα επαναλάβουμε στο μέλλον. Προεκλογικά βέβαια, ένας διάλογος, που δεν συνοδεύεται από δημιουργικές προτάσσεις, είναι εξαιρετικά φτωχός, και τότε αναφορά στο παρελθόν έχει ως μοναδικό σκοπό να δημιουργήσει στον ψηφοφόρο θυμό και αγανάκτηση. Στη Νέα Δημοκρατία, αναφερθήκαμε αρκετά σε εκείνες τις ανεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, που βρίσκονται εγκλωβισμένες στη νοοτροπία του παρελθόντος και εξακολουθούν να επικεντρώνονται στον αρνητισμό, τη καταγγελία και τη διαμαρτυρία.
Όμως η διαμαρτυρία, δεν είναι δημιουργία. Η καταγγελία δεν είναι όραμα. Ο αρνητισμός δεν είναι ελπίδα. Ο Ελληνικός λαός αυτό το γνωρίζει καλά. Στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου συγκρούονται διαφορετικές αντιλήψεις και νοοτροπίες περί πολιτικής, ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων.
Στο πολιτικό πρόγραμμα της, η Νέα Δημοκρατία, επικεντρώνεται σε τομές που προάγουν την ιδιωτική πρωτοβουλία, την επιχειρηματικότητα, την ελεύθερη αγορά, την καινοτομία, την εξωστρέφεια και τον ανταγωνισμό. Στον αντίποδα, έχουμε τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς, του οποίου οι κομματικές και ιδεολογικές καταβολές πηγάζουν σε κομμουνιστικές θεωρίες, προάγουν ένα κράτος κομματικό, παντοδύναμο, με απόλυτη κηδεμονία στη παραγωγή και την επιχειρηματικότητα.
Ένα μοντέλο, πού όπως πολύ καλά γνωρίζουμε έχει αποτύχει παντού στον κόσμο. Ένα μοντέλο, που αντί για αληθινή ανάπτυξη, οδηγεί σε διόγκωση του κράτους, επανακρατικοποιήσεις πρώην ζημιογόνων εταιρειών, αντιπαραγωγικά πρότυπα και εσωστρέφεια της αγοράς. Μία συνταγή, που – κακά τα ψέματα – οδηγεί στην αναδιανομή της φτώχειας και της μιζέριας ενός λαού, που θα εξαρτάται ολοκληρωτικά από τις ορέξεις του πανίσχυρου κομματικού μηχανισμού, πνίγοντας εντελώς κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία. Μία συνταγή, που στο τέλος της διαδρομής, οδηγεί σε μία εκ νέου χρεοκοπία και εθνική ταπείνωση.
Οφείλουμε να θυμηθούμε, που βρισκόταν η χώρα πριν από λίγα μόλις χρόνια. Στο σύνολο των απασχολούμενων στη πατρίδα μας, στον ιδιωτικό τομέα, παραγωγικοί ήταν περίπου 2.800.000 Έλληνες. Στην Γενική Κυβέρνηση είχαμε αγγίξει τους 900.000 δημοσίους υπαλλήλους, είχαμε 2.750.000 συνταξιούχους και περίπου 3.500.000 μη παραγωγικούς καταναλωτές. Με απλά λόγια, στην Ελλάδα του κρατισμού και του δανεισμού, είχαμε λιγότερο από 3 Έλληνες να συντηρούν επί της ουσίας τους υπόλοιπους 7.
Είναι ποτέ δυνατόν, μία χώρα να πάει μπροστά και να ορθοποδήσει, όταν αυτοί που δεν παράγουν είναι υπερδιπλάσιοι από αυτούς που παράγουν τον εθνικό πλούτο; Αυτή είναι, εν κατακλείδι, η σύγκρουση κρατισμού και μεταρρυθμίσεων.