Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σοφαδιτών Ν. Μαγνησίας, πραγματοποίησε το περασμένο Σάββατο, 7 Μαρτίου, την αναβίωση του εθίμου της χελιδόνας, για παιδιά ηλικίας 6 έως 12 ετών, στο Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας, στον Βόλο.
Το πρόγραμμα παρακολούθησαν γονείς και παιδιά, όπου κλιμάκιο του Συλλόγου Σοφαδιτών Ν. Μαγνησίας, αποτελούμενο από τις φιλολόγους Ελένη Παπαλοπούλου-Τσέργα (πρόεδρο του συλλόγου) και Έβη Σταφυλά, με προβολή εικόνας, αφήγηση, διάλογο μαζί τους και αναπαράσταση του εθίμου, τα βοήθησε να κατανοήσουν την καταγωγή του εθίμου από την αρχαιότητα, τη μορφή που αυτό πήρε μέσα στους αιώνες με την επίδραση του Χριστιανισμού και τη λειτουργία του στην ελληνική κοινωνία ως καλωσόρισμα της άνοιξης.
Οι μικροί μας φίλοι συζήτησαν για τα χαρακτηριστικά του Μάρτη, που είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης, τη σημασία που είχε το ξύπνημα της φύσης για τον άνθρωπο που στήριζε την επιβίωσή του στην καλλιέργεια της γης, και για το συμβολισμό που είχε το έθιμο ως «Καλωσόρισμα της Άνοιξης». Έμαθαν ότι τα χελιδονίσματα είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα της πρώτης Μαρτίου, τα «Κάλαντα της Άνοιξης», όπως ονομάστηκαν. Αφορούν στη συνήθεια των παιδιών της σχολικής ηλικίας να γυρίζουν το πρωί της ημέρας αυτής τα σπίτια κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού και να τραγουδούν τον ερχομό της άνοιξης και την επιστροφή των χελιδονιών. Η νοικοκυρά έδινε στα παιδιά σύκα, καρύδια, αβγά ή καμιά δεκαρίτσα.
Με το έθιμο αυτό συνδεόταν και το έθιμο των «μάρτηδων», που σε κάποια μέρη της Ελλάδας τους έδιναν τα αγόρια που τραγουδούσαν στη νοικοκυρά που τους φίλευε. Ήταν κλωστές κόκκινες και άσπρες και τις έδεναν τα μικρά κορίτσια στο δάκτυλο του χεριού τους ‘’για να μην τους πιάσει ο ήλιος’’. Τις έβγαζαν όταν έβλεπαν το πρώτο χελιδόνι και τις κρεμούσαν σ’ ένα δέντρο, για να το χρησιμοποιήσει το χελιδόνι στο χτίσιμο της φωλιάς του. Άλλα πέρναγαν το «μάρτη» σα βραχιόλι και το έβγαζαν, όταν έβλεπαν πελαργό. Κάποια άλλα πάλι τις φόραγαν το λαιμό τους, τις κρατούσαν ως το Πάσχα και τις περνούσαν στο λαιμό του αρνιού της σούβλας.
Για την καταγωγή του εθίμου τα παιδιά πληροφορήθηκαν ότι τα χελιδονίσματα είναι συνέχεια από τα χελιδονίσματα των αρχαίων Ελλήνων, από τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς της 1ης Μαρτίου. Οι Ρωμαίοι το 153 π. Χ. όρισαν ως πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου, κι ενώ πήγαν εκεί και τα κάλαντα, παρέμειναν και στην παλιά πρωτοχρονιά τους, την 1η Μαρτίου. Όταν ήρθε ὁ χριστιανισμός, προστέθηκαν στα χελιδονίσματα στίχοι και αναφορές με χριστιανικό περιεχόμενο, όπως για το Πάσχα. Το έθιμο πέρασε στους Βυζαντινούς χρόνους, διασώθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και συνεχίστηκε και αργότερα, ως τη δεκαετία του ΄50, περίπου, οπότε με την αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας ατόνησε. Στην εποχή μας αναβιώνει από φορείς πολιτισμού και σχολεία.
Στη συνέχεια οι μικροί μαθητές γνώρισαν χελιδονίσματα από διάφορα μέρη της Ελλάδας και, τη βοήθεια της προέδρου του Συλλόγου Σοφαδιτών Ν. Μαγνησίας, αναβίωσαν το έθιμο με σοφαδίτικα χελιδονίσματα:
Άφ’σα σύκα και σταφύλια Μάρτης μας ήρθι, καλώς μας ήρθι.
και σταυρό κι θημωνίτσα Πουλιά μ΄ που λαλείτι, κι απούθε πιρπατείτι;
γύρ’σα πίσω δεν τα βρήκα -Τη θάλασσα επέρασα, το βασιλιά χαιρέτησα
(βρήκα στάρια φυτρωμένα “Καλημέρα, βασιλιά”
και αμπέλια κλαδεμένα) “Βρε, καλώς τη χελιδόνα! Τι γυρεύεις χελιδόνα;”
Φίτσαρ, φίτσαρ, φίτσαρ. “Θέλω άσπρα, θέλω μαύρα, θέλω κίτρινα φλουράκια”
Τέλος, μετά την αναβίωση του εθίμου, στο εργαστήριο του Μουσείου, τα παιδιά κατασκεύασαν την δική τους χελιδόνα.