Μία από τις συχνότερες διαταραχές του ύπνου είναι η αποφρακτική υπνική άπνοια. Το έντονο ροχαλητό διακόπτεται και η αναπνοή σταματά για μεγάλο διάστημα (πάνω από 10 δευτερόλεπτα) για 5-7 φορές την ώρα ή περισσότερο από 30 φορές κάθε βράδυ.
Η αιτία της υπνικής άπνοιας είναι η απόφραξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, που μπορεί να έχει πολλές αιτίες.
Οι συνηθέστερες είναι:
-H παχυσαρκία
-To κάπνισμα
-Τα ιδιαίτερα κρανιοπροσωπικά χαρακτηριστικά (μικρή γνάθος)
-Η σκολίωση του ρινικού διαφράγματος.
Οι ασθενείς που παρουσιάζουν σοβαρή υπνική άπνοια, αντί να αναπαύονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, το σώμα τους περνάει ένα πολύ σοβαρό stress. Το αποτέλεσμα είναι κατά τη διάρκεια της ημέρας να εμφανίζουν υπνηλία, μειωμένη προσοχή και έτσι να είναι επιρρεπείς σε τροχαία και εργατικά ατυχήματα. Εμφανίζουν συχνά πονοκεφάλους ειδικά κατά την πρωινή αφύπνιση, ροχαλίζουν έντονα, παρουσιάζουν συχνουρία κατά τη διάρκεια του ύπνου τους, εφιδρώσεις και συχνούς εφιάλτες. Επιπρόσθετα εμφανίζουν οργανικά προβλήματα όπως αρτηριακή υπέρταση η οποία είναι βαρύτερης μορφής από την κοινή ιδιοπαθή υπέρταση και συχνά συνοδεύεται από βλάβη οργάνων στόχων καθώς και από επιπλοκές όπως οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Η άπνοια αυξάνει κατά 3 φορές την πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης μέσα σε 4-8 έτη, ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος του πάσχοντος.
Η υποξία και η κατακράτηση διοξειδίου του άνθρακα, που παρατηρούνται κατά την άπνοια, μπορούν ενδεχόμενα να οδηγήσουν σε πολυκυτταραιμία, πνευμονική υπέρταση, ανεπάρκεια της δεξιάς καρδιάς και καρδιακές αρρυθμίες. Έχει διαπιστωθεί ότι η συνεχής αύξηση των ενδοθωρακικών πιέσεων λόγω πνιγμονής και κοπιώδους αναπνευστικής προσπάθειας προκαλεί υπερτροφία των καρδιακών κοιλοτήτων και το επακόλουθο είναι οι καρδιακές αρρυθμίες.
Νέα έρευνα αποκάλυψε ότι η υπνική άπνοια μπορεί να μειώσει την ικανότητα ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η άπνοια επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία των τασεοϋποδοχέων-βιολογικών αισθητήρων που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση. Σε ασθενείς με παθολογική παχυσαρκία η υπνική άπνοια είναι μία από τις κυριότερες αιτίες πολύ σοβαρών καρδιαγγειακών συμβάντων κατά τη διάρκεια του ύπνου τους. Σε όσους πάσχουν από στεφανιαία νόσο, η νυχτερινή άπνοια αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακού και εγκεφαλικού επεισοδίου.
Άλλα συμπτώματα και καταστάσεις που σχετίζονται με αποφρακτική άπνοια είναι:
• Παχυσαρκία (Αύξηση του σωματικού βάρους κατά 120% του ιδεώδους, αύξηση του μεγέθους του λαιμού 5 εκ)
• Στένωση του ρινοφαρυγγικού ισθμού και καταστάσεις συνδεόμενες με στένωση της ανώτερης αναπνευστικής οδού.
• Πρωινοί πονοκέφαλοι.
• Σεξουαλική δυσλειτουργία.
• Ανήσυχος ύπνος.
• Άφθονη εφίδρωση.
• Πρόσφατη αύξηση σωματικού βάρους.
• Επιδείνωση ροχαλητού.
• Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.
- Σακχαρώδης διαβήτης.
Επίσης φαίνεται πως αυξάνονται οι παράγοντες θρόμβωσης, οι δείκτες φλεγμονής και άλλοι δείκτες της καρδιαγγειακής υγείας.
Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις της άπνοιας κατά τον ύπνο κυμαίνονται από πράγματα που μπορούν να γίνουν στο σπίτι, όπως απώλεια βάρους ή αλλαγή της θέσης στον ύπνο, ενώ άλλη λύση μπορεί να αποτελεί και η χειρουργική επέμβαση.
Σε ήπιες περιπτώσεις υπνικής άπνοιας του ύπνου μπορεί αντιμετωπιστεί με την αλλαγή συμπεριφοράς:
- Η απώλεια βάρους.
- Αποφυγή αλκοόλ και υπνωτικών χαπιών.
- Αλλαγή των θέσεων ύπνου για τη βελτίωση της αναπνοής.
- Η διακοπή του καπνίσματος. Το κάπνισμα μπορεί να επιδεινώσει τόσο το ροχαλητό και την άπνοια.
- Αποφυγή ύπνου στην πλάτη.
Άλλη μορφή θεραπείας αποτελεί η συνεχής θετική πίεση αεραγωγών -που ονομάζεται επίσης CPAP- και είναι μια επεξεργασία κατά την οποία μια μάσκα φοριέται πάνω από τη μύτη ή / και το στόμα κατά τον ύπνο. Η μάσκα είναι συνδεδεμένη με ένα μηχάνημα που παρέχει μια συνεχή υπό πίεση ροή του αέρα μέσα στη μύτη. Αυτή η ροή του αέρα βοηθά στη διατήρηση της διάνοιξης των αεραγωγών έτσι ώστε η αναπνοή να είναι κανονική. Η CPAP θεωρείται από πολλούς εμπειρογνώμονες ότι είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία για την υπνική άπνοια.
Γίνεται πλέον σαφές ότι η αποφρακτικη υπνική άπνοια αποτελεί έναν από τους πλέον κοινούς τροποιήσιμους παράγοντρες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή και είναι πλέον επιβεβλημένη ηευαισθητοποίηση τόσο του ιατρικού κόσμου όσο και των ασθενών.
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΜΑΝΑΚΟΣ
ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΣ