Συχνά, ζώντας στην μακαριότητά μας, αισθανόμαστε πως, δεν βαριέσαι, καλά πορευόμαστε. Χωρίς να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία, αρκούμαστε στο να διεκπεραιώνουμε απλά τις προσωπικές μας υποθέσεις. Πολλές φορές μάλιστα, προσαρμόζουμε τα πράγματα στα δικά μας μέτρα έτσι που να μην αφήνουμε περιθώρια άλλης εναλλακτικής πορείας ή έστω αμφισβήτησης πως θα μπορούσαμε να έχουμε διαφορετικές αντιδράσεις στα έως τώρα.
Υπάρχουν βέβαια και συνθήκες που πονάνε. Ξύνουν συνειδήσεις. Θα προτιμούσαμε να μην τις βρίσκαμε στο διάβα μας. Γιατί, ποιος θέλει να αμφισβητούνται οι επιλογές του; Ποιος θέλει να αναμετριέται με τον έσω άνθρωπο και μάλιστα να διαπιστώνει ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος;
Τρεις άνθρωποι, γιατί άνθρωποι είναι οι Άγιοι κι όχι Θεοί, είναι αυτοί που, και πολλοί άλλοι στην εκκλησιαστική μας ιστορία, μας δημιουργούν «προβλήματα». Όχι με την κατάρτισή τους, θεολογική και ακαδημαϊκή, αλλά κυρίως με την κοινωνική τους στάση. Γιατί και σήμερα έχουμε καταξιωμένους επιστήμονες, αλλά δυστυχώς, δεν έχουμε κοινωνικούς καθοδηγητές, δεν έχουμε πρότυπα.
Το έργο τους είναι εύκολο να το βρει κάποιος. Άλλωστε, έχουν γραφτεί τόσα πολλά, που δύσκολα θα μπορούσε να προστεθεί κάτι παραπάνω. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι, ότι και οι Τρεις τους δεν έχουν μιλήσει μόνο, αλλά κυρίως έχουν πράξει. Έχουμε δηλαδή πρόταση από την πλευρά τους για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε την καθημερινότητά μας.
Αλληλεγγύη
Ο Θεός υπάρχει μόνο ως αδελφός στο πρόσωπο του πλησίον. Για την εκκλησία μας, άρα και για τους Πατέρες, δεν υπάρχει ατομική άσκηση αγάπης. Η αγάπη είναι erga omnes, για να το συνδέσουμε με την επικαιρότητα. Προσφέρεται αδιάκριτα προς όλους τους ανθρώπους, για όλες τις χρήσεις, χωρίς καμία προϋπόθεση, φύλου, φυλής, χρώματος, θρησκεύματος, εθνότητας ή οτιδήποτε άλλο.
Αυτό που είναι ζητούμενο σήμερα, εκείνοι το έκαναν βίωμα. Αλληλεγγύη, όχι στον φίλο ή τον συγγενή αλλά στον συνάνθρωπο. Στον κατατρεγμένο, τον ανυπεράσπιστο, τον διωκόμενο, τον φορολογούμενο, τον αδικημένο.
Χαρακτηριστική περίπτωση αλληλεγγύης είναι η στάση του Μ. Βασιλείου προς τους εργάτες των μεταλλείων του Ταύρου Καππαδοκίας, όταν τον επισκέπτονται στο Επισκοπείο της Καισαρείας. Δανειζόμαστε την αφήγηση από την ομιλία του καθηγητή Αθ. Αγγελόπουλου στην Ι.Μ. Καστοριάς: «Αφού εντυπωσιάζονται από την απλότητα του γραφείου του, του εκθέτουν το πρόβλημα: «Εμείς δουλεύουμε για το σίδερο του Κράτους και το Κράτος κοιτάζει να μας ξεκάνει με βαρείς φόρους. Δεν μπορούμε… Δεν ζητούμε πολλά πάτερ, να λιγοστέψουν τον φόρο που βάζουνε στον σίδηρο που βγάζουμε». Συγκινημένος ο Βασίλειος έγραψε την 110 επιστολή προς τον έπαρχο Μόδιστο, από την οποία πληροφορούμαστε το γεγονός. Τον παρακαλεί και τον ικετεύει, σχεδόν γονατιστός, να βοηθήσει τους τίμιους εργάτες, που, τελικά, πέτυχαν το ζητούμενο. Το κύριο επιχείρημά του ο κίνδυνος μειώσεως και καταστροφής της παραγωγής υπό το βάρος της φορολογίας. Οπότε δε θα ζημιωθούν μόνο οι Πολίτες αλλά και η Πολιτεία, η οποία δε θα βρει ικανή φορολογήσιμη ύλη».
Εύκολα συνάγεται η στάση του Βασιλείου και για το ταυτόσημο της εποχής μας. Μια στάση που θα περιμέναμε να διακρίνει πολλούς ομοιόβαθμους και μη, εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες. Δυστυχώς, όμως…
Κριτική
Δεν «μασούσαν» τα λόγια τους. Δεν «στρογγύλευαν γωνίες», για να τα έχουν καλά με την εξουσία, κυρίως μ’ αυτή. Μέτρο τους το δίκιο.
«Το πρόβλημα της ανισοκατανομής των αγαθών δε αποδίδεται στο θέλημα του Θεού, ούτε σε φυσικές αιτίες και τυχαία γεγονότα, αλλά σε συγκεκριμένες ενέργειες αυτών που κατέχουν την εξουσία και τον πλούτο. Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού. Λέει ο άγιος Γρηγόριος, «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού» (Περί φιλοπτωχίας PG35,892 A-B). Είναι πασιφανές ότι ο νόμος του Θεού, δηλαδή ο νόμος της αγάπης, της ισότητας, της ελευθερίας, της ειρήνης, δεν έχει τίποτα κοινό με το νόμο των ισχυρών κάθε εποχής» (απόσπασμα από το βιβλίο του Ανδρ. Αργυρόπουλου «το επαναστατικό μήνυμα των τριών Ιεραρχών»).
Το ίδιο αυστηροί και με το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Ένα έλλειμμα που πονάει ιδιαίτερα στις μέρες μας. Ακούσατε σήμερα η ιεραρχία της εκκλησίας να βάζει το θέμα της φτώχιας και του κοινωνικού αποκλεισμού; Όχι να το «αγγίζει απαλά», αλλά να το βάζει ωμά, ταξικά, διαχωριστικά. Έτσι όπως το έβαζαν «οι τρεις φωστήρες της Τρισηλίου θεότητος», όταν μιλούσαν για την φτώχια ως γένημα της αδικίας. Όπως όταν μιλούσαν για τους τοκογλύφους (δημόσιο και ιδιώτες), για όσους χάνανε τις περιουσίες τους, για την εκμετάλλευση του εργαζόμενου, για κατάχρηση εξουσίας, για… Ο Μέγας Βασίλειος, συνεχίζει ο Ανδρέας Αργυρόπουλος, θεωρούσε πως «κοινωνοί της κλοπής όμως γίνονται κι αυτοί που θεωρούνται άρχοντες της Εκκλησίας, όταν παίρνουν απ’ τους εκμεταλλευτές χρήματα…. για οποιουσδήποτε λόγους. Αντί να τους ελέγχουν και να τους νουθετούν… εύκολα τους απλώνουν το χέρι και τους μακαρίζουν… και τους αδύνατους τους μισούν για τις πράξεις αυτές ενώ τους άλλους που είναι μεγάλοι κλέφτες τους θαυμάζουν».
Διεκδίκηση
Είναι «ηλίου φαεινότερο» πως κριτική χωρίς διεκδίκηση είναι μισή αλήθεια. Και εδώ η πρότασή τους έρχεται επικαιροποιημένη για το σήμερα μέσα από την δική τους στάση. Ο Χρυσόστομος οδηγείται στην εξορία χωρίς να υποστείλει τη σημαία της κριτικής και της διεκδίκησης. Άραγε, θα επέτρεπαν οι Άγιοί μας πλειστηριασμούς λαϊκής περιουσίας; Όχι πλειστηριασμούς λαμογιών και πλουσίων που φτιάξανε περιουσίες στις πλάτες και από την εκμετάλλευση του κοσμάκη, αλλά των αδύναμων και μεροκαματιάρηδων. Αν έμπαινε μπροστά η εκκλησία, κάθε Τετάρτη που στήνονται τα «κρεματόρια», θα ήταν το ίδιο; Δυστυχώς όμως σήμερα φαίνεται να μην διαθέτουμε ανάλογους Ιεράρχες. Ποια είναι η σημερινή διεκδίκηση για το δημογραφικό, για παράδειγμα. Ποινικοποιείται η πολυτεκνία και όλα εξαντλούνται σε μερικά ψελίσματα. Μεταναστεύει η νεολαία, εξαϋλώνεται το κοινωνικό κράτος και δεν υπάρχει καμία αντίδραση. Η πατρίδα βρίσκεται υπό κατοχή και εμείς «διυλίζουμε τον κώνωπα και καταπίνουμε την κάμηλον». Δύο μεγάλες κοινωνικές ομάδες, οι εκπαιδευτικοί και οι κληρικοί, που καλούνται περισσότερο απ’ όλους τους άλλους να διδάσκουν το λόγο και τη στάση των Τριών Ιεραρχών, θα έπρεπε να ήταν μπροστάρηδες σε κοινωνικές διεκδικήσεις, νυν και αεί.
Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς μαζί τους και να ζητάμε τις πρεσβείες τους, θα πρέπει να εντάξουμε την πρακτική τους στην δική μας καθημερινή πρακτική. Γιατί όπως λέει και ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός, η σιωπή και υπεκφυγή είναι συνενοχή στην αδικία (εφ. «Χριστιανική», φύλ.1001).
Γιώργος Ηλ. Τσιτσιμπής