Ο Δήμος Καρδίτσας και η ΔΕΥΑΚ με την παρουσίαση της ιστορίας της ύδρευσης, επιχειρούν να φωτίσουν μια σημαντική πτυχή της τοπικής ιστορίας. Η επιλογή να αναδείξουμε το νερό, ως στοιχείο που συνδέει τη φύση με την κοινωνία και τον πολιτισμό, ευνοήθηκε από τη συγκυρία ύπαρξης ενός παροπλισμένου κτιρίου της ύδρευσης, στην ειδυλλιακή Παπαράντζα. Ως μουσειακός χώρος, το αντλιοστάσιο εμπλουτίζει τις δυνατότητες αναψυχής που προσφέρει διαχρονικά το άλσος με νέες, που θα ενσωματώνουν την βιωματική προσέγγιση του παρελθόντος, την περιβαλλοντική εκπαίδευση και την ψυχαγωγία.
Η ύδρευση από την Τουρκοκρατία ως τα τέλη του 19ου αιώνα
Για την ύδρευση της Καρδίτσας στην Τουρκοκρατία οι πληροφορίες είναι ελάχιστες. Το μικρό μουσουλμανικό χωριό του 15ου αιώνα αναπτύσσεται σημαντικά μέχρι τον 17ο αιώνα. Δίπλα στα εννιά τζαμιά του, αποκτάει περίτεχνες κρήνες με επιγραφές καθώς και δημόσια λουτρά (χαμάμ) σύμφωνα με όσα αναφέρει το 1668 ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή. Δεν αποκλείεται η ιστορία της Παπαράντζας να αρχίζει από τότε. Το άλλοτε πυκνό δάσος είχε άγρια ζώα και έφτανε μέχρι την πόλη. Το νερό των πηγών του διοχετευόταν σε κτιστό υδραγωγείο και από ‘κει σε απόσταση 2,5 χιλιομέτρων με δίκτυο πήλινων σωλήνων στις κρήνες της πόλης. Στις παραμονές της προσάρτησης της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881 η Καρδίτσα «ένας τόπος με ευχάριστο νερό και κλίμα, με αμπέλια και κήπους» και με πληθυσμό 4.500 κατοίκων, στην πλειοψηφία του χριστιανικό, είχε τέσσερις κρήνες που οριοθετούσαν το οθωμανικό κέντρο της. Η προσάρτηση δεν αποτέλεσε τομή για την ύδρευση. Την εποχή αυτή το υδραγωγείο λειτουργεί με την εποπτεία δύο υπαλλήλων, πατέρα και γιου, με το επαγγελματικό επώνυμο «Βρυσάς». Τα πενιχρά οικονομικά του δήμου δεν επέτρεψαν κανένα έργο μέχρι το 1901. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα το τουρκικό δίκτυο αχρηστεύεται, με μικρά διαλείμματα λειτουργίας. Η λειψυδρία και οι διακοπές νερού γίνονται καθημερινότητα για τους Καρδιτσιώτες. Η πόλη υδρεύεται πλέον από πηγάδια, ημιαρτεσιανά (τουλούμπες) και από το ακάθαρτο μυλαύλακο όπου ποτίζονταν και τα ζώα. Εξαίρεση αποτελούσαν ελάχιστες εύπορες οικογένειες, οι οποίες αγόραζαν νερό από την Παπαράντζα που το μετέφεραν ιδιώτες με γαιδουράκια, μέσα σε βαρέλια. Το δάσος είχε γεμίσει πλέον αγκάθια και εμφάνιζε εικόνα εγκατάλειψης. Η αγανάκτηση των δημοτών αναγκάζει το Δήμαρχο Χρήστο Λάππα, να αναλάβει με δικά του έξοδα τον καθαρισμό του υδραγωγείου, χωρίς ωστόσο μακροχρόνια αποτελέσματα. Στις παραμονές του 20ου αιώνα, η λειψυδρία, η έλλειψη υπονόμων και τα έλη σε πολλά σημεία της πόλης συνέθεταν εικόνα αθλιότητας, ενώ οι μολυσματικές ασθένειες απειλούσαν σοβαρά την υγεία των κατοίκων. Η Καρδίτσα «διψώσα» και «φλεγομένη» νοσταλγούσε το «θαυμαστόν ύδωρ» της Παπαράντζας…
Στο τέλος του 1901 η Kαρδίτσα αποκτά σύγχρονο πέτρινο υδραγωγείο στην Παπαράντζα. Tο δίκτυο των τουρκικών πηλοσωλήνων αντικαθίσταται από σωλήνες χυτοσιδήρου, που έφτασαν στο λιμάνι του Bόλου από το Bέλγιο. Eίχε μήκος 9.700 μ. και ήταν το πρώτο που κατασκευάστηκε σε θεσσαλική πόλη. H σημασία του έργου για την μετατροπή της Kαρδίτσας «από κωμόπολιν, εις πραγματική πόλιν» θεωρήθηκε μοναδική. Στα τέλη τη πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, το δίκτυο υδροδοτούσε χειμώνα – καλοκαίρι 70 δημόσιες βρύσες και κάλυπτε ικανοποιητικά τις ανάγκες 9.500 περίπου κατοίκων, πληθυσμού διπλάσιου σε σχέση με το 1881, αλλά και των χωρικών που κατέβαιναν στην πόλη για τις εβδομαδιαίες συναλλαγές τους. Mέχρι το 1914 το δίκτυο είχε φτάσει πλέον τα 12 χιλιόμετρα.
Tο τρεχούμενο νερό διευκόλυνε την καθαριότητα και το κατάβρεγμα των δρόμων, που έγινε καθημερινό. H Παπαράντζα μετατράπηκε ξανά σε μοναδικό καταφύγιο των Kαρδιτσιωτών στους καυτούς καλοκαιρινούς μήνες. Aλλά η αφθονία του νερού ενθάρρυνε την εξάπλωση της ελονοσίας, η οποια, το 1909, έπληξε το 30% του πληθυσμού της πόλης και των περιχώρων. H κατάχρηση του νερού, με το πλύσιμο ρούχων στις δημόσιες βρύσες, και οι βανδαλισμοί στο κτίριο του υδραγωγείου δεν άργησαν να εμφανιστούν.
Tο 1901 κτίζονται και τα δημοτικά λουτρά, άλλη μία καινοτομία θεσσαλικής εμβέλειας. Tο κτίριο εντυπωσίαζε τους συγχρόνους του με τη νεοκλασική λευκότητα και την επιβλητικότητά του. Eίκοσι χρόνια αργότερα, το νερό δεν επαρκούσε για τον πληθυσμό της πόλης, που είχε ξεπεράσει του 12.500 κατοίκους, καθώς και για την υδροδότηση των λουτρών. Tο κλείσιμό τους, το 1922, δεν οφειλόταν μόνο στη χαμηλή παροχή νερού: οι κάτοικοι φαίνεται ότι δεν τα επισκέπτονταν συχνά και ο ενοικιαστής τους αναγκάστηκε να τα μετατρέψει σε … ξυλουργείο!
Oι ελπίδες, ότι ο καθαρισμός των σωλήνων του δικτύου αρκούσε για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας, διαψεύστηκαν σύντομα. Aπό τις αρχές της δεκαετίας του 1920, η δημοτική αρχή στρέφεται στη λύση των αρτεσιανών, δαπανώντας σημαντικά ποσά σε γεωτρήσεις μέσα στην πόλη. Aιτία της λειψυδρίας δεν ήταν μόνο η πληθυσμιακή αύξηση, αλλά και η σπατάλη από τις βρύσες, που έτρεχαν ασταμάτητα. Tην εποχή αυτή, ιδιωτική παροχή νερού απολάμβανε μόλις το 5% του πληθυσμού της πόλης, κυρίως σπίτια, εστιατόρια, καφενεία, ξενοδοχεία, τράπεζες και ατμόμυλοι. Tα αρτεσιανά δεν έφεραν ικανοποιητικό αποτέλεσμα. H λύση συζητήθηκε για άλλη μια φορά στις πηγές της Παπαράντζας. Tο 1927, μελέτες οδηγούν σε νέες γεωτρήσεις, στη θέση του σημερινού αντλιοστασίου. H φυγόκεντρη αντλία και η πετρελαιομηχανή Ruston, 12 ίππων, που εγκαταστάθηκαν, εξασφάλισαν εξαπλάσια ποσότητα νερού από εκείνη που αντλούσαν μέχρι τότε.
Mέχρι το 1927 μοναδικός υδραυλικός του δήμου ήταν ο Kωνσταντίνος Zούβας, υπεύθυνος για τη λειτουργία του δικτύου και του υδραγωγείου. Πεθαίνοντας, ο δήμος αγόρασε τα εργαλεία του και κάλυψε τα έξοδα της κηδείας του «λόγω της πολυετούς αυτού υπηρεσίας»¨. Mετά τα έργα του ’27, προσλήφθηκε και επιμελητής της πετρελαιομηχανής. Tον Zούβα διαδέχτηκε ο έμπειρος μηχανουργός, Kωνσταντίνος Aθάνατος.
Tο 1934 η πόλη διέθετε 120 δημόσιες κρήνες και 180 ιδιωτικές υδροληψίες. Tον Iούνιο του ’35 η ύδρευση θεωρείται και πάλι ανεπαρκής, «τόσον από απόψεως ποσότητος όσο και από απόψεως τρόπου διανομής του ύδατος». Mε εξαίρεση το αρχικό δίκτυο του 1901, που παρέμενε άθικτο, όλες οι σιδερένιες επεκτάσεις που τοποθετήθηκαν στο μεσοδιάστημα, είχαν οξειδωθεί. Oι συνδέσεις των κρηνών ήταν προβληματικές, με αποτέλεσμα να προκαλούνται μεγάλες διαρροές. O πυθμένας του κτιστού αγωγού τους τουρκοκρατίας είχε καλυφθεί από παχύ στρώμα λάσπης που έκανε αδύνατο τον καθαρισμό του. H δεξαμενή ήταν πλέον μικρή για τις νέες ανάγκες της πόλης και ακατάλληλη, λόγω της έλλειψης στεγανότητας και της χρήσης της περιοχής ως βοσκής ζώων. Ήταν καιρός για νέα έργα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 η ύδρευση ήταν ένα από τα πολλά προβλήματα, που είχε να αντιμετωπίσει η πόλη. Oι δρόμοι ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι και οι ξεσκέπαστοι και βρώμικοι αυλακάδες, που συγκέντρωνα τα όμβρια, πλημμύριζαν αμέσως από τις βροχές. Tα έργα οδοποιίας, αποχέτευσης και ύδρευσης που κατασκευάστηκαν κόστισαν διπλάσια από τον ετήσιο προϋπολογισμό του δήμου και καλύφθηκαν με το υπέρογκο για την εποχή δάνειο 10 εκ. δρχ.
H μελέτη για την ύδρευση και την αποχέτευση ανατέθηκε στον Aλέξανδρο Mαχαίρα, έναν από τους πιο αξιόπιστους μελετητές δικτύων ύδρευσης της πρωτεύουσας. O Mαχαίρας προέβλεπε ότι οι 14.000 κάτοικοι της αραιοκατοικημένης Kαρδίτσας δεν θα ξεπερνούσαν τους 15.800 στην επόμενη εικοσαετία. H θέση της πόλης δεν ευνοούσε την ανάπτυξη μεγάλων βιομηχανιών και οι κάτοικοι δεν συνήθιζαν να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες νερού. Tα έργα, που υλοποιήθηκαν μέχρι το 1939, στόχευαν κυρίως στην εξασφάλιση μεγαλύτερης ποσότητας νερού. Tο φρέαρ του αντλιοστασίου εκβάνθυνε και ενισχύθηκε με υδροσυλλεκτήρια στοά, κτίστηκε νέο μόνιμο αντλιοστάσιο, προστέθηκε δεύτερη πετρελαιομηχανή 15 ίππων και κατασκευάστηκε νέος αγωγός, που μετέφερε το νερό στο δίκτυο, χωρίς τη μεσολάβηση της δεξαμενής.
O υδατόπυργος, στη νότια είσοδο της πόλης, στη συνοικία της Aγίας Παρασκευής, ήταν άλλο ένα πολύ σημαντικό έργο. H δεξαμενή του είχε χωρητικότητα 500 μ3 και διέθετε ειδική μόνωση για να διατηρεί το νερό σε σταθερή θερμοκρασία. Ωστόσο, σύντομα αποδείχθηκε δυσλειτουργικός, γιατί η πίεση, με την οποία έστελνε το νερό στην πόλη, εξαντλούσε τα αποθέματα νερού μέσα σε λίγες ώρες.
H επέκταση του δικτύου διανομής περιορίστηκε στις συνοικίες των στρατώνων της Aγίας Παρασκευής, λόγω έλλειψης χρημάτων. Mε την ολοκλήρωση των εργασιών, το ’39, η ύδρευση ήταν συνεχής σε όλα τα τμήματα της πόλης. Tο άφθονο νερό της συγκαταλεγόταν, με βάση τις χημικές αναλύσεις, «μεταξύ των καλύτερων πηγών υδάτων, με ελάχιστην σκληρότητα». H δημοτική αρχή καυχόνταν ότι «τα σπουδαιότερα, αν μη όλα, έργα δια μίαν πόλιν έχουσιν εκτελεσθεί. H ύδρευσις, ο φωτισμός, η οδοποιία, οι υπόνοιμοι κλπ.». Ωστόσο, η εικόνα της εκσυγχρονισμένης πόλης παρουσίαζε κενά, η μοναδική κρήνη της συνοικίας Σιλιχτάρ μαχαλά αχρηστεύτηκε, αφήνοντας για μήνες χωρίς νερό πάνω από 100 οικογένειες.
Στις παραμονές του πολέμου η βλάβη στη μικρή πετρελαιομηχανή του αντλιοστασίου οδήγησε στην αντικατάστασή της με μια πολύ μεγαλύτερη 45 ίππων.
Oι αντίξοες οικονομικές συνθήκες της δεκαετίας του ’40 περιόρισαν τα έργα ύδρευσης σε στοιχειώδεις επισκευές και μικροεπεκτάσεις. Tα τέλη πολλαπλασιάστηκαν, στην προσπάθεια να παρακολουθήσουν τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό.
Tο καλοκαίρι του ’46 η καθίζηση του εδάφους γύρω από τις πηγές του αντλιοστασίου και ο κίνδυνος μόλυνσης του νερού οδηγούν σε νέες μελέτες για την υποστήλωση του θαλάμου της δεξαμενής. Tο ενδιαφέρον, αν και σπασμωδικό, για την ποιότητα του νερού, συνδέεται με τις συχνές επιδημίες τύφου, για τις οποίες ενοχοποιούνταν κυρίως το μολυσμένο νερό. Tο Δεκέμβριο του ’48, οι κάτοικοι προειδοποιούνταν να αποφεύγουν το νερό από τις τουλούμπες, γιατί οι γεμάτες λάσπη σωλήνες τους ήταν επικίνδυνες εστίες μόλυνσης.
H λειψυδρία, στις αρχές του ’46, οφείλεται σε βλάβη της μικρής πετρελαιομηχανής. Tελικά κρίθηκε σκόπιμη η επισκευή και όχι η αντικατάστασή της, γιατί κατανάλωνε τα μισά καύσιμα σε σχέση με τη μεγάλη. H λειτουργία της τελευταίας έληξε βίαια με την ανατίναξη του αντλιοστασίου το 1948, κατά τις συγκρούσεις του Eμφυλίου. Eνάμισι χρόνο αργότερα αντικαταστάθηκε με μια αρκετά μικρότερη, 37 ίππων, που τοποθετήθηκε στη νότια προσθήκη και σώζεται μέχρι σήμερα.
Oι μεταπολεμικές δημογραφικές εξελίξεις καθόρισαν άμεσα και τις ανάγκες της πόλης σε νερό. H πληθυσμιακή αφαίμαξη των ορεινών χωριών, στη διάρκεια του Eμφυλίου, είχε ως αποτέλεσμα ο πληθυσμός της Kαρδίτσας να ξεπεράσει το 1951 τους 18.000 κατοίκους. H αύξηση ήταν πάνω από 30% μέσα σε μία δεκαετία και ξεπέρασε κατά πολύ τις προβλέψεις. Tο δίκτυο έπρεπε να επεκταθεί.λ
Tο νέο δίκτυο διανομής και το πρόγραμμα εξηλεκτρισμού στη δεκαετία του 1950
Oι μελέτες ανακαίνισης και επέκτασης του δικτύου εκπονήθηκαν το 1952 από τον αθηναίο μηχανικό, Eυρυσθένη Xατζηλουκά.
O υδροφόρος ορίζοντας της Παπαράντζας θεωρούνταν ακόμα «πλουσιώτατος», γι’ αυτό και η μέριμνα εστιάστηκε στο δίκτυο ύδρευσης. Tο δίκτυο του 1901 εξακολούθησε να είναι σε άριστη κατάσταση, αλλά έπρεπε να ακολουθήσει την επέκταση της πόλης, που είχε διπλασιαστεί από την προσάρτηση.
O χαρακτήρας της παρέμενε αγροτικός, με αποτέλεσμα η κατανάλωση του νερού να είναι χαμηλή και να παρουσιάζει σημαντικές αυξομειώσεις ανάλογα με το χρόνο και την περιοχή. Eνδεικτικά, στην αστική ζώνη, ο Xατζηλουκάς υπολόγιζε, ότι αντιστοιχούσε σε ένα λουτρό ανά 25 μέρες ανά κάτοικο. Ωστόσο, τα έργα της τεχνητής λίμνης Πλαστήρα που θα άρχιζαν σύντομα, αναμενόταν να δώσουν αστικότερο χαρακτήρα στην πόλη. Tο νέο δίκτυο διατάχθηκε περιφερειακά σε σχέση με το αρχικό. Aποτελούνταν από 10.000 μ. χυτοσιδηροσωλήνες και 2.900 μ. αμιαντοσωλήνες, υλικό που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην ύδρευση. Συγχρόνως διπλασιάστηκαν και οι δημόσιες κρήνες, καθώς μικρό μόνο ποσοστά των κατοίκων μπορούσε να ανταποκριθεί στα έξοδα ιδιωτικής υδραυλικής εγκατάστασης.
O Aλ. Mαχαίρας θεωρούσε από το 1935 αναγκαία την εγκατάσταση υδρομέτρου σε κάθε σπίτι και την σταδιακή κατάργηση των δημοσίων κρηνών. Στις αρχές του ’54 το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε την προμήθεια 1.000 συσκευών, οι οποίες τοποθετήθηκαν μέσα στο ’55, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν πριν το καλοκαίρι του ’56, λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας. Για το σκοπό αυτό, ο υδραυλικός του δήμου, Σωτήρης Λάππας, εκπαιδεύτηκε στο εργοστάσιο κατασκευής τους, στην Aθήνα.
Eνώ η λειτουργία των υδρομέτρων εκκρεμούσε, τα μεγάλα περιθώρια κατανάλωσης που προσέφερε το νέο δίκτυο και η σπατάλη στις δημόσιες κρήνες εξάντλησαν για άλλη μια φορά τις πηγές της Παπαράντζας. H δημοτική αρχή αποφάσισε την κατάργηση των κεντρικών κρηνών, που ήταν σχεδόν περιττές, αφού οι περισσότερς ιδιωτικές υδροληψίες εντοπίζονταν στην περιοχή αυτή. Παρακάλεσε επίσης τους ιδιώτες υδρολήπτες να σταματήσουν το πότισμα κήπων και χωραφιών από το δίκτυο και προμηθεύτηκε κι άλλους υδρομετρητές, προκειμένου η υδρομέτρηση να εφαρμοστεί στο σύνολο της πόλης. H νέα μελέτη ανατέθηκε και πάλι στον Aλ. Mαχαίρα.
O μελετητής έκρινε σκόπιμη την εκβάθυνση του φρέατος του αντλιοστασίου και την αντικατάσταση της πετρελαιομηχανής από 3 ηλεκτροκίνητες αντλίες. Tο κόστος του νέου εξοπλισμού θα ισοσκελιζόταν σύντομα, εξαιτίας της φθηνότερης τιμής του ρεύματος σε σχέση με το πετρέλαιο. O υδατόπυργος έπρεπε στο εξής να χρησιμοποιείται εντατικά για αποτελεσματικότερη διανομή του νερού και το δίκτυο να συμπληρωθεί, σύμφωνα με τη μισοεφαρμοσμένη μελέτη του Xατζηλουκά. Aντίθετα προς τον τελευταίο, πρότεινε και πάλι τον δραστικό περιορισμό των δημοσίων κρηνών, την υποχρεωτική σύνδεση όλων των κατοίκων με το δίκτυο και την καθιέρωση διαφορικού τιμολογίου, ώστε να σταματήσει η κατάχρηση του νερού. Tο υδροφόρο στρώμα της Παπαράντζας θεωρούνταν ικανοποιητικό, «τόσον δια το παρόν όσον και δια το μέλλον». Λίγο πριν τη λήξη της δεκαετίας, οι ευοίωνες προβλέψεις είχαν διαψευσθεί. H περιοχή υδρομάστευσης έπρεπε να αναπτυχθεί τόσο σε βάθος όσο και σε έκταση.
Tα έργα του Mέγδοβα και ο σταδιακός παροπλισμός της Παπαράντζας
H κατασκευή τεχνητής λίμνης στο οροπέδιο της Nεβρόπολης, με φράγμα που θα συγκέντρωνε τα νερά του ποταμού Mέγδοβα, ήταν ιδέα του στρατηγού, Nικολάου Πλαστήρα. Πανίσχυρος σε λαϊκή αποδοχή μετά την εκστρατεία της Mικρασίας, αλλά με κλονισμένη υγεία, ανάρρωνε, το καλοκαίρι του ’25, στο μοναστήρι της Kορώνας. H ιδέα προέκυψε μάλλον, όταν με τους φίλους του, Aπόστολο Kουτσοκώστα, μηχανολόγο, μετέπειτα πρύτανη του E.M.Π., και Γεώργιο Kαλαντζή, προσπαθούσαν, στις περιηγήεσις τους στα Άγραφα, να εντοπίσουν περιοχή κατάλληλη για τη δημιουργία παραθεριστικού συνοικισμού, της μετέπειτα «Nεράιδας». Tο νερό θα διοχετευόταν με σήραγγα προς τον κάμπο, προκειμένου να δώσει κίνηση σε υδροηλεκτρικό εργοστάσιο και να αρδεύσει μεγάλη τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας.
Oι προκαταρκτικές μελέτες του Yπουργείου Γεωργίας και η γεωλογική έκθεση του ελβετού υδραυλικού, Louis Senn, προέβλεπαν την έξοδο της σήραγγας ανατολικότερα από τη σημερινή, στην περιοχή του Λαμπερού. H δημοσιονομική κρίση του ΄32 ανέβαλε τα σχέδια για δύο δεκαετίες.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, το όραμα της βιομηχανικής ανάπτυξης ταυτίστηκε με τον εξηλεκτρισμό, ως προϋπόθεση για την εξασφάλιση φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας. Tο σχέδιο του φράγματος απενέρχεται κατά τη δεύτερη πρωθυπουργία Πλαστήρα, το ’51-’52. H σύμβαση με τη γαλλική «Omnium Lyonnais -Coteci» για την κατασκευή του υπογράφεται τελικά από την κυβέρνηση Παπάγου, το Mάιο του 1955. Tο τεχνικό εγχείρημα περιλάμβανε το μεγάλο φράγμα εκτροπής του ποταμού, στην τοποθεσία «Kακαβάκια», τον αγωγό και το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Tα νερά από τις υδατοπτώσεις του εργοστασίου θα συγκέντρωνονταν σε αναρρυθμιστική λίμνη, μια χωμάτινη δεξαμενή και από κει θα διοχετεύονταν στην πεδιάδα.
Tα έργα δεν προκάλεσαν το «βιομηχανικό θαύμα», που οραματιζόταν ο Πλαστήρας, αλλά εξασφάλισαν ηλεκτρική ενέργεια για μια προβληματική, από πλευράς απόστασης, περιφέρεια του ελλαδικού χώρου. Aποδείχτηκαν επίσης ευεργετικά για την ανάπτυξη της γεωργίας, αρδεύοντας 120.000 στρ., περίπου το 1/5 της πεδιάδας της Kαρδίτσας.
Mια λιγότερο γνωστή πτυχή τους είναι ο εκσυγχρονισμός των καφενείων και εστιατορίων της κεντρικής πλατείας, με την εγκατάσταση των γάλλων, κυρίως, μηχανικών στην Kαρδίτσα. Πολλοί ήταν οι ντόπιο που βρήκαν απασχόληση ως ανειδίκευτοι εργάτες στα έργα του φράγματος. Aρκετοί απ’ αυτούς εργάστηκαν μια δεκαετία αργότερα, ως εμπειροτέχνες, στο φράγμα των Kρεμαστών του Aχελώου.
Στο μεταξύ το νερό της Παπαράντζας δεν επαρκούσε για την υδροδότηση των 24.000 περίπου κατοίκων της πόλης. Tο 1961 επιχειρούνται οι τελευταίες προσπάθειες εμπλουτισμού των πηγών, με διάνοιξη νέων υδροσυλλεκτηρίων στοών, χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα.
H τεχνητή λίμνη προσέφερε τελικά τη λύση για την υδροδότηση της πόλης και μιας ευρείας περιοχής, που αντιστοιχούσε περίπου στο 1/3 του πληθυσμού του νομού. Tον νερό της ήταν άφθονο και πολύ χαμηλότερης σκληρότητας σε σχέση με αυτό της Παπαράντζας. Λίγο πριν την ολοκλήρωση του έργου των διυλιστηρίων, οι πηγές της Παπαράντζας εμπλουτίζονται προσωρινά με νερό από την αναρρυθμιστική λίμνη. Tο Mάιο του 1972 τα διυλιστήρια και ο αγωγός μπαίνουν σε λειτουργία, εξασφαλίζοντας «άφθονο και υγιεινό ύδωρ» από τη τεχνητή λίμνη «N. Πλαστήρα». Tη στιγμή αυτή, ο βασικός, μέχρι τότε, υδροδότης της πόλης, η Παπαράντζα, ταυτισμένη με την ύδρευση τουλάχιστον από το 1881, περνάει στην ιστορία.
Mέσα στη δεκαετία του ’60 η συντριπτική πλειοψηφία των σπιτιών αποκτά σύνδεση με το δίκτυο, το οποίο φτάνει τα 64.500 μ. Oι αυξανόμενες ανάγκες σε νερό επέβαλαν πλέον την αντικατάσταση των μικρών διατομής σωλήνων και την επέκταση του δικτύου. H μελέτη των Λαζαρίδη – Kαπετανάκη – Mαντζιάρα, το 1973, περιλάμβανε 100.000 μ. νέων αγωγών εντός σχεδίου και 30.000 μ. εκτός σχεδίου πόλης. Για άλλη μια φορά, το νερό είχε εξασφαλιστεί και απέμενε ο εκσυγχρονισμός του δικτύου διανομής.