«Το 2010 ήταν μία χρονιά που θα μείνει στην ιστορία ως μία από τις πιο κρίσιμες και πιο δύσκολες περιόδους για την ελληνική οικονομία. Μία χρονιά που μπήκαμε για τα καλά στη δίνη μίας παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης παγκόσμιας, που όμως μας έπληξε περισσότερο από άλλες χώρες γιατί μας βρήκε αδύναμους και απροετοίμαστους.
Από το 2010 έως σήμερα, και υποψιάζομαι για πολλά χρόνια ακόμη, ακούμε συνεχώς αντιμαχόμενες απόψεις, από οικονομολόγους και πολιτικούς, ειδήμονες και μη, για την φύση της κρίσης, τα αίτιά της και τελικά για τον ορθότερο τρόπο αντιμετώπισής της. Δεν είναι τώρα η ώρα για αναλύσεις, όμως το να θεωρούμε ότι πρόκειται απλά για μια κρίση χρέους είναι μάλλον ένας απλοϊκός τρόπος θεώρησης των πραγμάτων. Η κρίση είναι χρηματοοικονομική, συστημική και βαθειά πολιτική. Η ελληνική πραγματικότητα συνοψίζεται στο ότι η οικονομία μας δεν μπορεί να ενταχθεί στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Αυτό καταμαρτυρεί το έλλειμμα 15% στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι αγορές εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία μας να προσαρμοστούμε στα δεδομένα της νομισματικής ένωσης και στην ανισορροπία των εξωτερικών μας συναλλαγών, και βρήκαν την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν. Διαμορφώθηκαν συνθήκες που χαρακτηρίζονταν αφενός από την αυξανόμενη ύφεση της ελληνικής οικονομίας, αφετέρου από τις υψηλές δανειακές ανάγκες του δημοσίου, και την παράλληλα αδυναμία χρηματοδότησής τους με αποδεκτό κόστος.
Το θέμα όμως δεν είναι ποιοι παράγοντες στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον οδήγησαν έως εδώ, και συνέβαλαν στην επιδείνωση της κρίσης, αλλά τι κάναμε και τι συνεχίζουμε να πράττουμε για να την αντιμετωπίσουμε και να ανατρέψουμε την καταστροφική της πορεία. Το θέμα, κυρίως, δεν είναι να συνεχίσουμε τυφλά να επιρρίπτουμε ευθύνες για τυχόν λάθη ή παραλείψεις των τελευταίων 2 ετών, αγαπητοί συνάδελφοι της αντιπολίτευσης, αγνοώντας το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στον καθένα από εμάς και για τα χρόνια διακυβέρνησης που προηγήθηκαν της κρίσης.
Το ζητούμενο είναι να δούμε τι συνέβη αυτήν την εξαιρετικά δύσκολη χρονιά. Το 2010 ήταν μια χρονιά-ορόσημο για τις εξελίξεις που διαμορφώνουν την ελληνική οικονομία σήμερα, αλλά και για τα υπόλοιπα χρόνια. Από τις πρώτες εβδομάδες της κρίσης μέχρι την προσφυγή μας στον μηχανισμό στήριξης και στα 110 δις ευρώ, που ήταν σωτήρια για τη χώρα, αλλά και έως τον διαρκή αγώνα που δίνουμε για να εξασφαλίσουμε τους πόρους για τη λειτουργία του κράτους, ήταν μια χρονιά καταιγιστικών εξελίξεων. Ήταν αδήριτη ανάγκη να αναθεωρήσουμε τους στόχους του προϋπολογισμού, να αυξήσουμε τα φορολογικά έσοδα και να μειώσουμε τις δαπάνες.
Αναγκαστήκαμε λοιπόν να λάβουμε οριζόντια μέτρα για να αντιμετωπίσουμε την κρίση που κληθήκαμε να διαχειριστούμε, μέσα σε ένα περιβάλλον αβέβαιο και διαρκώς μεταβαλλόμενο, που δεν είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου, αλλά ούτε και τη διαπραγματευτική δύναμη που θα μας έδινε τη δυνατότητα να λάβουμε μέτρα πιο ήπια. Μέτρα που επιβλήθηκαν και που δεν ήταν ευχάριστα για κανέναν, ήταν όμως απαραίτητα για να μην χρεοκοπήσουμε.
Μαζί με τα δυσάρεστα μέτρα, όμως, διαμορφώθηκε κι ένα πλαίσιο που ως στόχο δεν είχε απλά και μόνο τη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά την υλοποίηση και εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών που έπρεπε επιτέλους να γίνουν. Καταβλήθηκε μία τεράστια δημοσιονομική προσπάθεια, συνέπεια της οποίας ήταν η μείωση του ελλείμματος κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Προφανώς αυτό δεν αποτελεί και τη λύση στο πρόβλημα, καταδεικνύει όμως την τιτάνια προσπάθεια που έγινε και το ότι οι θυσίες που κλήθηκαν να κάνουν οι Έλληνες πολίτες είχαν αποτέλεσμα.
Είναι αλήθεια ότι ο προϋπολογισμός του ’10, έτσι όπως εκτελέστηκε, δεν πέτυχε όλους τους στόχους του. Εκτελέστηκε όμως μέσα σε μία πρωτόγνωρη συγκυρία, σε ένα περιβάλλον μεγάλης αβεβαιότητας, με διαρκείς ανατροπές και περιορισμένα χρονικά περιθώρια αντίδρασης, και παρ’όλες τις δυσκολίες, πετύχαμε μείωση του ελλείμματος κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Οι εξελίξεις που ξεκίνησαν το 2010 είναι καταιγιστικές και σήμερα, και δυστυχώς στην παρούσα κατάσταση δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ναι, ελήφθησαν σληρά μέτρα, όμως αποδίδουν και θα είναι και τα τελευταία που θα επιβάλλουμε στον ελληνικό λαό, που τόσο υποφέρει εδώ και δύο χρόνια. Γίνονται σκληρές διαπραγματεύσεις με την τρόικα για να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνα τα μέτρα, επιτέλους με κάποιο επίπεδο συναίνεσης που αν είχε επιτευχθεί το ’10, ίσως να μιλούσαμε για διαφορετική κατάσταση σήμερα.
Βρεθήκαμε σε συνθήκες πρωτοφανείς, και είναι σαφές ότι η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει. Δεν αρκούν μόνο τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής. Χρειάζεται και προσαρμογή στις νοοτροπίες. Η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κλήθηκε το 2010 να αναλάβει αυτήν πρωτοβουλία, βρέθηκε μπροστά σε μία κατάσταση της οποίας το μέγεθος κανείς δεν είχε υποψιαστεί, και ηγήθηκε μιας εθνικής προσπάθειας άνευ προηγουμένου. Οι χειρισμοί που έγιναν και τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν δείχνουν την θέλησή μας για αλλαγή, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους, και πρέπει έστω και τώρα να αναγνωρίσουμε όλοι πόσο τιτάνεια μάχη έδωσε ο Γιώργος Παπανδρέου αλλά και όλα τα στελέχη της κυβέρνησης για να είμαστε σήμερα εδώ, μέσα στην ευρωζώνη, μετά την συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου, και να διαπραγματευόμαστε το PSI.
Έχουν γίνει λάθη και καθυστερήσεις, και αυτά είναι που μας καταλογίζουν οι πολίτες. Καθυστέρησαν οι αποκρατικοποιήσεις, καθυστερεί η αξιοποίηση των ανεκμετάλλευτων κτηρίων του δημοσίου, η τακτοποίηση του δημόσιου τομέα, δεν πατάχθηκε όσο έπρεπε το λαθρεμπόριο στα καύσιμα και η φοροδιαφυγή. Όσα θετικά βήματα κι αν γίνονται, η αντανακλαστική αντίδραση όλων θα είναι να επισημαίνουν τα κακώς κείμενα, και όχι την τεράστια προσπάθεια που συνεχίζεται εδώ και δύο χρόνια. Υπόλογη όμως δεν είναι μόνο η κυβέρνηση, θα πρέπει ο καθένας μας να αναλάβει τις ευθύνες του. Χορηγήθηκαν 50 δις. στα πιστωτικά ιδρύματα για την ενίσχυση της ρευστότητας. Αν είχαν κινηθεί οι τράπεζες με ταχύτητα, δεν θα βλέπαμε σήμερα τόσα λουκέτα σε καταστήματα και επιχειρήσεις, ούτε θα είχε εκτιναχθεί στα ύψη η ανεργία, με πιθανότητα κοινωνικής έκρηξης. Ούτε τα ΜΜΕ είναι άμοιρα ευθυνών. Για να γίνουν οι διαρθρωτικές αλλαγές που παλεύουμε να εφαρμόσουμε, χρειάζεται κοινωνική συναίνεση, χρειάζεται να καταλάβει ο πολίτης ότι, όσο επώδυνες κι αν είναι κάποιες από τις θυσίες που του ζητάμε να κάνει, θα έχουν αντίκρισμα και θα αποδώσουν καρπούς μακροπρόθεσμα. Αντίδραση για την αντίδραση δεν ωφελεί κανέναν, και η στάση πολλών μέσων ήταν αυτή ακριβώς, να ανάβουν φυτιλιές και να υπονομεύουν κάθε προσπάθεια δημιουργώντας κλίμα φόβου και ανασφάλειας. Όμως η Ελλάδα αλλάζει, παρά τις αντιδράσεις των «βολεμένων» και των συντεχνιών. Αν θέλουμε να επιβιώσουμε και να ξεπεράσουμε τον σκόπελο της χρεοκοπίας, πρέπει όλοι να ταχθούμε υπέρ των αλλαγών, όσο επώδυνες και αν είναι, διότι μόνο έτσι θα υπάρξει ελπίδα προοπτικής για τη χώρα.»