Για την αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού και την καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση, μίλησε στη Βουλή η Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κα. Μαρία Θεοχάρη:
«Ένα από τα επιτακτικά αιτήματα του Έλληνα πολίτη, που μας εξέλεξε να κυβερνήσουμε τη χώρα, ήταν αυτό της κοινωνικής μεταρρύθμισης, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας.
Κατεστημένες αντιλήψεις και νοοτροπίες βέβαια, δεν αλλάζουν από τη μία μέρα στην άλλη. Ούτε, φυσικά, αρκεί μία σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις. Είναι προφανές, όμως, ότι οι αλλαγές αυτές που επιζητούμε όλοι μας αρχίζουν από τους νέους, από την παιδεία, από το σχολείο. Και είναι ευνόητο ότι για να αλλάξει το σύστημα, για να τεθεί σε λειτουργία το πρόγραμμα που ονομάζουμε «Νέο Σχολείο», για να εφαρμοστεί η αρχή «Πρώτα ο Μαθητής», πρέπει να αρχίσουμε από το δάσκαλο, τον καθηγητή. Να αρχίσουμε από τις πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης και να εστιάσουμε τις προσπάθειές μας έτσι ώστε ο εκπαιδευτικός να βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της προσπάθειας. Να συνειδητοποιήσουμε τη βαρύτητα της ευθύνης που του αναλογεί και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Να επαναπροσδιορίσουμε το ρόλο του και τη σχέση του με τον μαθητή, ενισχύοντάς τον με τα απαραίτητα εφόδια για να ασκεί το λειτούργημά του.
Αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του νομοσχεδίου που συζητάμε σήμερα. Να διαμορφώσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, ώστε η πρόσληψη του εκπαιδευτικού να γίνεται με αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια. Να γεμίσουν οι τάξεις δασκάλους και καθηγητές με άρτια επιστημονική κατάρτιση, ταλέντο, αλλά και βαθειές παιδαγωγικές γνώσεις, για να ανταποκριθούν στον δύσκολο ρόλο τους.
Το νομοσχέδιο εισάγει καινοτομίες στην εκπαίδευση και τον τρόπο επιλογής των εκπαιδευτικών. Από εδώ και στο εξής και με αφετηρία το σχολικό έτος 2012-2013, όλοι οι διορισμοί θα γίνονται μόνο μέσω των εξετάσεων του ΑΣΕΠ, που θα διεξάγονται ανά διετία. Από τους πίνακες των επιτυχόντων και με κριτήριο τη σειρά κατάταξής τους θα γίνονται και όλες οι προσλήψεις που θα αφορούν στην αναπλήρωση κενών. Βάζουμε τέλος στα αδιαφανή κριτήρια, κλείνοντας οριστικά τους πίνακες προϋπηρεσίας. Παράλληλα μειώνουμε το ποσοστό μοριοδότησης της συνέντευξης, για να αποφύγουμε την ανατροπή των επιστημονικών και διοικητικών χαρακτηριστικών των υποψηφίων.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο στην εκπαίδευση θα αποτελεί το Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής Κατάρτισης, το οποίο αποκτάται μετά από παρακολούθηση ειδικού προγράμματος σπουδών στις Επιστήμες της Αγωγής ή μέσω της απόκτησης μεταπτυχιακού τίτλου ειδίκευσης στην παιδαγωγική ή τις επιστήμες της αγωγής και εκπαίδευσης.
Παράλληλα εισάγονται οι θεσμοί του «δόκιμου εκπαιδευτικού» επί δύο χρόνια μετά το διορισμό του και του «μέντορά» του. Καθιερώνεται πιστοποιητικό διοικητικής ή καθοδηγητικής επάρκειας για την επιλογή στελεχών διοίκησης της εκπαίδευσης, το οποίο αποκτάται μετά από επιμόρφωση και εξετάσεις.
Η διαδικασία προσδιορισμού κενών οργανικών θέσεων αλλάζει και γίνεται ενιαία και ηλεκτρονική. Παράλληλα θεσπίζεται ελάχιστος χρόνος παραμονής των δασκάλων και καθηγητών στον πρώτο τόπο διορισμού τους. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να παραμείνει εκεί για 3 έτη, ενώ ταυτόχρονα ορίζεται ότι καμία μετάθεση ή απόσπαση δεν θα πραγματοποιείται αν το κενό που δημιουργεί δεν αναπληρώνεται, δίνοντας έτσι τέλος στα φαινόμενα των άδειων αιθουσών στα σχολεία «ανεπιθύμητων» περιοχών. Οι μετακινήσεις αυτές θα καταγράφονται ηλεκτρονικά και η όλη διαδικασία θα είναι απόλυτα διαφανής και προσβάσιμη μέσω του διαδικτύου.
Τέλος, θεσπίζουμε για πρώτη φορά συγκροτημένη διαδικασία αξιολόγησης του σχολείου σε παιδαγωγικό και διοικητικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την υλικοτεχνική υποδομή και την αξιοποίηση των πόρων, όσο και την εφαρμογή του διδακτικού προγράμματος, αλλά και το συνολικό κοινωνικό, πολιτιστικό και περιβαλλοντικό έργο του σχολείου.
Φυσικά οι αλλαγές που θα επέλθουν στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν σταματούν εδώ. Επόμενο βήμα θα είναι η αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με νέο σύστημα πρόσβασης και σύνδεση της απόδοσης των μαθητών στο Νέο Λύκειο με τις πανεπιστημιακές σχολές.
Το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί βαθειά τομή, και κάθε προσπάθεια τέτοιου είδους εύλογο είναι να συναντά αντιδράσεις. Όμως, αν θέλουμε να βελτιώσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αν θέλουμε να φέρουμε το σχολείο στον 21ο αιώνα, οι αλλαγές που θα συμβάλλουν σε αυτήν την προσπάθεια δεν είναι απλά θεμιτές, αλλά επιβεβλημένες. Με το παρόν νομοσχέδιο διασφαλίζουμε την ισότιμη πρόσβαση των εκπαιδευτικών στη διαδικασία επιλογής, και τους δίνουμε κίνητρα για επιπλέον κατάρτιση, κάνοντάς τους πιο αποτελεσματικούς και ανταγωνιστικούς. Κάνοντάς τους, τελικά, καλύτερους δασκάλους και καθηγητές. Το χρωστάμε σ’εκείνους, το χρωστάμε στα παιδιά μας, το χρωστάμε στο μέλλον της χώρας».