Για την Ενίσχυση Ιδιωτικών Επενδύσεων για την Οικονομική Ανάπτυξη, την Επιχειρηματικότητα και την Περιφερειακή Συνοχή μίλησε η Μαρία Θεοχάρη στην Ολομέλεια της Βουλής, στο πλαίσιο της συζήτησης του εν λόγω νομοσχεδίου.
«Όλοι συμφωνούμε ότι το μοναδικό αντίδοτο εξόδου της χώρας από την κρίση είναι η ανάπτυξη. Για να επιτευχθεί η ανάπτυξη, χρειάζεται να κινητοποιήσουμε όλες τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, να χρησιμοποιήσουμε όλα τα αναπτυξιακά εργαλεία, όπως το ΕΣΠΑ, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, τα ΣΔΙΤ και φυσικά τον αναπτυξιακό νόμο, ο οποίος θα βάλει σε κίνηση την επενδυτική διαδικασία και θα ενταχθεί στη γενικότερη προσπάθεια της Κυβέρνησης για ένα συνολικό σχεδιασμό, που θα ανατρέψει τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκε η χώρα.
Για να βάλουμε τη χώρα σε τροχιά επανεκκίνησης της οικονομίας πρέπει να δώσουμε ώθηση στις επενδύσεις, μέσω των οποίων θα μειώσουμε την ανεργία δημιουργώντας θέσεις εργασίας, να διοχετεύσουμε ρευστότητα στην αγορά για να βγουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις από το τέλμα και να πάψουν να κοιτάζουν κατάματα τον κίνδυνο της χρεοκοπίας και του λουκέτου. Αυτό είναι το εθνικό μας στοίχημα και το να το κερδίσουμε αποτελεί για μας μονόδρομο.
Σ’ αυτή τη συντονισμένη προσπάθεια εντάσσεται μία σειρά μέτρων για να αναθερμάνουμε την ελληνική οικονομία. Οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και την αυτοδιοίκηση, ο νόμος για τις μεγάλες επενδύσεις που ψηφίσαμε πρόσφατα, η επιτάχυνση των διαδικασιών του ΕΣΠΑ, το εθνικό σχέδιο για τη στήριξη της εξωστρέφειας των εξαγωγών, όλα είναι σαφή μέτρα και όχι για αποσπασματικές λύσεις που θα μπαλώσουν προσωρινά κάποια προβλήματα, και μαζί με το νέο επενδυτικό νόμο αλληλοσυμπληρώνονται για να επιφέρουν τα βέλτιστα αποτελέσματα για την πορεία της οικονομίας μας.
Οι αναπτυξιακοί νόμοι που θεσπίστηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια είχαν θετικά αποτελέσματα, ήταν όμως περιορισμένα, γιατί οι πόροι που διατέθηκαν ήταν μικρό μέρος του ΠΔΕ και του ΑΕΠ της χώρας. Συγχρόνως, οι διοικητικές δομές δεν βοηθούσαν στην υλοποίηση των επενδύσεων, αφού οι χρονοβόρες διαδικασίες και η γραφειοκρατία οδηγούσαν σε καθυστερήσεις και συσσώρευση εκκρεμών ζητημάτων, με το κράτος να είναι ασυνεπές στις υποχρεώσεις του απέναντι στον επενδυτή.
Ο επενδυτικός νόμος που έχουμε στα χέρια μας αλλάζει το τοπίο, προωθεί βιώσιμες επενδύσεις, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα, η ανταγωνιστικότητα και η περιφερειακή συνοχή. Θα αποτελέσει το κύριο μέσο προώθησης ιδιωτικών επενδύσεων για την αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ και των ΣΔΙΤ, για να κάνουμε ανταγωνιστικά και εξωστρεφή τα ελληνικά προϊόντα και τις υπηρεσίες. Έρχεται να δώσει λύσεις στη μεγάλη γάγγραινα της γραφειοκρατίας για να μπορέσουν να προωθηθούν πραγματικά οι ιδιωτικές επενδύσεις. Βάζει τέλος στις ασύμφορες και παράλογες επιδοτήσεις, στο φαινόμενο «επιδότηση για την επιδότηση» και θέτει βασικά κριτήρια οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Με το παρόν νομοσχέδιο εισάγεται ένα νέο καθεστώς ενισχύσεων προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, που περιλαμβάνει και ακολουθεί συγκροτημένο σχεδιασμό περιφερειακής ανάπτυξης και διαφάνεια στις διοικητικές διαδικασίες. Προβλέπει φορολογικές απαλλαγές, επενδύει στην έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία. Επενδύει στη νεανική επιχειρηματικότητα. Παρέχει τη δυνατότητα αξιοποίησης των μορφών χρηματοδότησης του ΕΤΕΑΝ, δίνει ώθηση στην ανάπτυξη του τομέα της ενέργειας και, κυρίως, βάζει τα θεμέλια για την περιφερειακή συνοχή.
Θέλω να σταθώ σ’ αυτό το σημείο γιατί αυτός ακριβώς είναι ο τομέας στον οποίο απέτυχαν όλοι οι αναπτυξιακοί νόμοι στο παρελθόν. Πριν από τριάντα χρόνια η Αθήνα παρήγαγε το 36% του ΑΕΠ και μαζί με τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο και τη Βοιωτία το 41%. Σήμερα παράγουν μαζί το 61% του Α.Ε.Π., ενώ μόνο η Αθήνα παράγει το 50%. Είναι προφανές ότι αυτή η ανισομερής ανάπτυξη ανάμεσα στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις πιο αδύνατες περιφέρειες ήταν το αδύνατο σημείο όλων των προηγούμενων νόμων. Βέβαια, όταν μιλάμε για περιφερειακή ανισότητα αναφερόμαστε και στις ενδοπεριφερειακές ανισότητες – και η Θεσσαλία είναι μία περιφέρεια με ανισότητες, με τη Δυτική Θεσσαλία να υπολείπεται κατά πολύ της ανάπτυξης της Ανατολικής.
Μια και μιλάμε για την περιφέρεια, θα πρέπει να επενδύσουμε στον πρωτογενή τομέα, που είναι ο αιμοδότης της βιομηχανίας τροφίμων και που αποτελεί το βασικό μοχλό της μεταποίησης. Μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτή την ανισομέρεια στην ανάπτυξη, μπορούμε να στηρίξουμε επιχειρήσεις που θα παράγουν ποιοτικά προϊόντα με προστιθέμενη αξία.
Επομένως, ναι, ο επενδυτικός νόμος βρίσκεται σίγουρα στο σωστό δρόμο, όμως νομίζω ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, προκειμένου να αποφύγουμε τις περιφερειακές ανισότητες και να εξισορροπηθεί σιγά-σιγά το πεδίο ανάπτυξης. Ίσως θα είναι χρήσιμο να γίνει ο προγραμματισμός όχι μόνο κατά περιφέρεια, αλλά και κατά νομό, αναλόγως των αναγκών. Ο τόπος μου, ο Νομός Καρδίτσας, ανήκει σε μια ομάδα νομών που έχουν Α.Ε.Π. κάτω του 60% της χώρας. Αυτούς τους νομούς πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τους ενισχύσουμε. Να δώσουμε επιτέλους κίνητρα στους επενδυτές να κατευθύνονται στους νομούς αυτούς με Α.Ε.Π. κάτω του 60%.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αν θέλουμε την επανεκκίνηση της οικονομίας, αν θέλουμε να την ξανατοποθετήσουμε σε αναπτυξιακή τροχιά, πρέπει να προωθήσουμε επενδύσεις που θα συμβάλλουν πραγματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Το να ψηφίζουμε ένα νομοσχέδιο δεν αρκεί από μόνο του. Όμως στόχος του επενδυτικού νόμου είναι να αποτελέσει τον καταλύτη της αναπτυξιακής διαδικασίας, μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνουμε μέσω όλων των άλλων εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να βγούμε από το τέλμα της ύφεσης και να κάνουμε και πάλι την οικονομία μας βιώσιμη, ανταγωνιστική και εξωστρεφή.
Γι’ αυτό οφείλουμε όλοι να υπερψηφίσουμε το νομοσχέδιο. Ας βρούμε κοινό τόπο συνεννόησης, για το καλό του τόπου. Άλλωστε μιλάμε για την ανάπτυξη και την προοπτική της.»