Τα αρχαιολογικά ευρήματα στο Νομό Καρδίτσας


 Ο νομός Καρδίτσας κατέχει το νοτιοδυτικό τμήμα της Θεσσαλίας.
Είναι ένας Νομός πεδινός στο μεγαλύτερο μέρος του με τις ορεινές και ημιορεινές περιοχές να βρίσκονται κυρίως στα δυτικά του νομού. Εκεί υψώνονται οι προεκτάσεις της Πίνδου και των Αγράφων, που δημιουργούν μαγευτικά ορεινά τοπία που σαγηνεύουν τον επισκέπτη. Έχοντας κομβική γεωγραφική θέση στην ευρύτερη περιοχή, ο νομός Καρδίτσας αποτέλεσε σταυροδρόμι διαφορετικών λαών και πολιτισμών. Ευρήματα μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία από το 6.000 π.Χ.  Αναφορά στην περιοχή γίνεται και από τον Όμηρο, στην Ιλιάδα, όπου τρεις πόλεις (Τιτάνειο και Αστέριο) συμμετείχαν με πλοία τους στον Τρωικό πόλεμο.

Κατάσπαρτος είναι ο τόπος από λείψανα οικισμών, τείχη και άλλα ευρήματα, τα οποία και θα παρουσιάσουμε σήμερα.

Ο θολωτός τάφος των Αγ. Θεοδώρων

Ο θολωτός τάφος βρίσκεται σε απόσταση 500 περίπου μέτρων ανατολικά του χωριού των Αγίων Θεοδώρων και μέσα στην έκταση του ΝΔ νεκροταφείου της αρχαίας πόλης του Κιερίου, μιας από τις πιο σημαντικές αρχαίες πόλεις της περιοχής και παλαιάς έδρας των Βοιωτών (Άρνη). Ο θολωτός τάφος καλύπτεται με ψηλό τύμβο που είναι ορατός από μακριά μέσα στην πεδιάδα ανατολικά της Καρδίτσας. Ο θόλος του τάφου είχε καταπέσει από την αρχαιότητα. Σήμερα ο τάφος σώζεται σε ύψος 4.10 μέτρων και έχει κάτω διάμετρο 5.50 μέτρα. Ο τάφος είναι κατασκευασμένος με μικρού μεγέθους πλακαρές ασβεστολιθικές πέτρες τοποθετημένες σε σειρές κατά το εκφορτικό σύστημα. Στη νότια πλευρά του κυκλικού θαλάμου βρίσκεται το άνοιγμα του στεγασμένου δρόμου που έχει μήκος 5.05 μ. και ύψος 1.50 μ. Η εξωτερική είσοδος του δρόμου έκλεινε με μια μεγάλη όρθια τριγωνική λίθινη πλάκα. Στο εσωτερικό της θόλο βρίσκεται μεγάλος αριθμός σιδερένιων όπλων και πήλινων αγγείων. Σύμφωνα με τη χρονολόγηση των ευρημάτων η χρήση του τάφου καλύπτει το χρονικό διάστημα από τον 10ο έως και τον 8ο αι. π.Χ.

Ο ναός του Απόλλωνα της αρχαίας Μητρόπολης

Ο ναός του Απόλλωνα βρίσκεται στη θέση «Λιανοκόκκαλα» του δ.δ. Μοσχάτου του Δήμου Πλαστήρα, σε απόσταση 2 περίπου χιλιομέτρων δυτικά της αρχαίας Μητρόπολης. Πρόκειται για έναν εκατόμπεδο περίπτερο, δωρικό, αρχαικό ναό που ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Το κτίριο έχει πέντε κίονες στις στενές του πλευρές και ένδεκα στις μακρές, ενώ το βάρος της σκεπής υποβάσταζε μια εσωτερική ξύλινη κιονοστοιχεία κατά μήκος του σηκού. Λίθινοι ήταν και οι κίονες των πτερών και οι ορθοστάτες του σηκού. Ψηλότερα οι τοίχοι του σηκού είχαν κτιστεί με ωμά πλιθιά, ενώ από ξύλο ήταν, εκτός της εσωτερικής κιονοστοιχίας, ο θριγκός πάνω από τους λίθινους εξωτερικούς κίονες και ο σκελετός της δίρριχτης στέγης, που δημιουργούσε αετώματα στις στενές πλευρές του ναού. Τα κεραμίδια ήταν πήλινα, κορινθιακού τύπου και κατέληγαν στις μακρές πλευρές σε τριγωνικά ακροκέραμα με ανάγλυφη φυτική διακόσμηση. Σίμη υπήρχε μόνο στα αετώματα. Τα μέτωπα της σίμης, των γείσων και κορυφαίων κεράμων έφεραν γραπτή διακόσμηση με γεωμετρικά μοτίβα. Από τα ακρωτήρια πάνω στη στέγη σώθηκε μόνο μια πήλινη προτομή αλόγου που αποτελούσε το κεντρικό ακρωτήριο του ανατολικού αετώματος. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής του ναού είναι η ανάγλυφη διακόσμηση του εχίνου των κιονοκράνων με φυτικά κοσμήματα, το σχέδιο των οποίων διαφοροποιείται από κιονόκρανο και κιονόκρανο.

Καλλίθηρα

Στη θέση του σημερινού χωριού Καλλίθηρο, 10 χλμ νότια της Καρδίτσας, βρίσκεται ένας αταύτιστος επιγραφικά αρχαίος τειχισμένος οικισμός, που η παλαιότερη έρευνα του είχε αποδώσει το επισφαλές όνομα της αρχαίας Καλλίθηρας. Πρόκειται για έναν οικισμό που ιδρύθηκε το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Από το μεγάλο αριθμό σωστικών ανασκαφών που έχουν πραγματοποιηθεί, σήμερα είναι ορατές πέντε ανασκαφές που σώζουν τμήματα δρόμων, τειχών και αρχαίων οικιών.

Ρωμαΐκός τάφος στη θέση «Ξινόβρυση» στο Καλλίθηρο

Δύο χιλιόμετρα ΝΑ του Καλλιθήρου το 1987 βρέθηκε ένας τετράγωνος (5.10 μ. Χ 5.100 μ.) καμαροσκέπαστος ρωμαΐκός τάφος που χρονολογείται πριν από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Η είσοδος του τάφου βρίσκεται στην ανατολική του πλευρά και στο εσωτερικό του κτιρίου δε βρέθηκε ταφή, διότι η οροφή του έπεσε πριν από τη χρήση του. Τα τελευταία χρόνια γύρω από τον τάφο δημιουργήθηκε ένα άλσος σε έκταση 12 περίπου στρεμμάτων, που δίνει τη δυνατότητα λειτουργίας ενός νέοι ανοικτού επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου.

Το Κάστρο στο Καλλίθηρο Καρδίτσας

Το Καλλίθηρο βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα νότια της Καρδίτσας και αποτελεί την έδρα της Δημοτικής Αρχής του Δήμου Ιτάμου. Εδώ και δύο περίπου αιώνες είναι γνωστά τα αρχαία ερείπια που βρίσκονται στη θέση του χωριού και ανήκουν σε έναν τειχισμένο αρχαίο οικισμό των ελληνιστικών χρόνων, που η παλιότερη έρευνα έχει αποδώσει το επισφαλές όνομα της «Καλλίθηρας». Στην κορυφή του λόφου του Αγίου Αθανασίου όπου η ακρόπολη του ελληνιστικού οικισμού αποκαλύφθηκε εξωτερικά ένα κάστρο του οποίου η κατασκευή μπορεί να χρονολογηθεί στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (6ος αι. μ.Χ.). Η περίμετρος του κάστρου είναι 437 μ. και το πλάτος του τείχους 1.90 μ. Το κάστρο έχει πέντε πύργους και από μια πύλη στην ανατολική και δυτική του πλευρά. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση γωνιόλιθοι που προέρχονται από το τείχος της ελληνιστικής πόλης. Από την εσωτερική πλευρά του τείχους κατά διαστήματα σώζονται τα κατώτερα σκαλοπάτια κλιμάκων που οδηγούσαν στο μη σωζόμενο σήμερα περίπατο του τείχους. Σε ορισμένα σημεία του ανατολικού τείχους σώζονται αγωγοί απομάκρυνσης των ομβρίων υδάτων από το εσωτερικό του κάστρου, οι οποίοι διαπερνούν κάθετα το τείχος. Από το ύψος που βρίσκονται οι αγωγοί υποδηλώνεται το επίπεδο χρήσης του εσωτερικού χώρου. Παρά το ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό, είναι πολύ πιθανόν ότι το κάστρο εξυπηρετούσε στρατιωτικές ανάγκες για τον έλεγχο του περάσματος, που δημιουργεί ο ποταμός Καράμπαλης, από την πεδιάδα στον ορεινό όγκο των Αγράφων. Σήμερα εξωτερικά του κάστρου έχει διαμορφωθεί η περιοχή μας έναν περίπατο που περιτρέχει όλο το μήκος των τειχών του κάστρου.

Ο Μυκηναϊκός θολωτός τάφος Γεωργικού – Ξινονερίου

Ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος βρίσκεται στα όρια των κοινοτικών εκτάσεων των γειτονικών χωριών Γεωργικού και Ξινονερίου, 3 περίπου χιλιόμετρα ΝΑ της αρχαίας Μητρόπολης και 6,5 χιλιόμετρα ΝΔ της Καρδίτσας. Ο θολωτός τάφος (13ος – 12ος αι. π.Χ.) σώζει ακέραιο τον κυκλικό θάλαμο με τη θόλο του (διάμετρος και ύψος 8.80 μ). Στο θάλαμο οδηγεί, καλυμμένος με τεράστια υπέρθυρα, διάδρομος (στόμιο), μήκους 10.35 μ. και πλάτους 2.40 μ. Η πρόσβαση στο στόμιο γίνεται με έναν ελαφρά φαρδύτερο και ανοικτό από πάνω διάδρομο (δρόμος), μήκους 10.60 μ. και πλάτους 2.74 μ. Παρ’ όλο που ο τάφος ήταν συλημένος, στο εσωτερικό του βρέθηκαν λίγα αντικείμενα από τα οποία ξεχωρίζει ένα βασιλικό χρυσό δακτυλίδι. Στη σφενδόνη του δακτυλιδιού υπάρχει εγχάρακτη παράσταση δύο γρυπών, που επιτίθενται σε αίγαγρο.

Αρχαιολογική Αποθήκη Κέδρου

Η Αρχαιολογική Αποθήκη Κέδρου είναι η πρώτη αποθήκη στη Θεσσαλία που γίνεται προσιτή στο κοινό. Μπορεί να δει κανείς αρχαία αντικείμενα κυρίως από την αρχαία πόλη της Όρθης που εκτείνεται στους λόγους του «Χελωνόκαστρου» και στο άλσος του Αγ. Νικολάου, στα όρια των δ.δ. Κέδρου και Λουτρού. Υπάρχουν κείμενα και φωτογραφίες που αναφέρονται στην αρχαία πόλη και στα ευρήματα των ανασκαφών, που δίνουν συνοπτική αλλά ανάγλυφη εικόνα των γνώσεων που κατακτήθηκαν μέχρι σήμερα για την αρχαία αυτή πόλη. Επίσης η Αποθήκη περιλαμβάνει αντικείμενα και από άλλες θέσεις που εμπίπτουν στα όρια του Δήμου Μενελαΐδος. Τα αρχαία αντικείμενα συνοδεύουν επεξηγηματικές πινακίδες. Τέλος, εκτίθενται και δύο posters που αναφέρονται σε ανασκαφική έρευνα που έγινε σε ένα Νεολιθικό οικισμό στη στάση Παλιουρίου πάνω στο δρόμο Κέδρου – Καρδίτσας. Η διαμόρφωση της Αρχαιολογικής Αποθήκης Κέδρου ώστε να είναι επισκέψιμη, δεν έγινε μόνο για να αποκτήσει ο Κέδρος έναν χώρο που θα φέρει κοντά τους κατοίκους της περιοχής τις δικές τους αρχαιότητες. Ο ευπρεπισμός της Αποθήκης ου Κέδρου δεν έγινε μόνο για να πληροφορήσει, δεν έγινε μόνο για να συγκινήσει εκείνους που θα διαβάσουν ότι κάποιο αρχαίο αντικείμενο βρέθηκε στο χωράφι τους ή που θα διαβάσουν το όνομά τους ή το όνομα κάποιου γνωστού τους που παρέδωσε ένα αρχαίο αντικείμενο, αλλά έγινε για να παίξει και ένα ρόλο εκπαιδευτικό. Έγινε για να δείξει τη συνέχεια της κατοίκησης της περιοχής. Έγινε για να αποτελέσει ένα χώρο άσκησης της αισθητικής. Δημιουργήθηκε ένας χώρος που θα δώσει τις αφορμές και τα ερεθίσματα για την πραγματοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων μέσα από τα οποία μπορεί να δοθεί διέξοδος στη δημιουργική ενεργητικότητα των νέων της περιοχής. Είναι ένα χώρος ζεστός που πρέπει να τον αγκαλιάσουν με δημιουργική διάθεση οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης του Ν. Καρδίτσας και να τον κάνουν έναν από τους χώρους δράσης τους.

Το Κονάκι στον Πρόδρομο Καρδίτσας

  • Κατασκευάστηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. σαν κατοικία του Τούρκου Εκρέμ Μπέη
  • Το 1912 το κτίριο περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο
  • Το 1923 παραχωρήθηκε στην Κοινότητα Προδρόμου από το Υπουργείο Γεωργίας για να λειτουργήσει ως δημοτικό σχολείο
  • Κατά τη διάρκεια του σεισμού των Σοφάδων το 1954, κατέρρευσαν οι πάνω όροφοι του κτιρίου, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται ως σχολείο μόνο το ισόγειο
  • Το 1986 κηρύχθηκε Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο
  • Το 1987 παραχωρήθηκε από την Κοινότητα Προδρόμου στο Υπουργείο Πολιτισμού και αναστηλώθηκε το 1989 από την 5η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Θεσσαλίας

Το Κονάκι Προδρόμου είναι ένα λιθόκτιστο κεραμοσκεπές κτίριο με συμμετρική οργάνωση των όψεων και κάτοψη σε σχήμα σταυρού. Είχε δύο ορόφους εκτός από την περιοχή της απόληξης του κλιμακοστασίου, όπου υπήρχε τριώροφος πύργος – παρατηρητήριο.

Αρχαιολογικοί χώροι Δήμου Μουζακίου

Η παλαιότερη οργανωμένη εγκατάσταση ανθρώπων στην περιοχή του Δήμου Μουζακίου βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Μαυρομματίου. Πρόκειται για προιστορικούς οικισμούς της νεολιθικής περιόδου γνωστούς ως «Μαγούλα Γιατρού» και «Μαγούλα Κεφαλόβρυσο».

Αρχαίοι Γόμφοι

Ενάμιση χιλιόμετρο ΒΑ του Δήμου Μουζακίου, στη θέση «Επισκοπή» βρίσκονται οι αρχαίοι Γόμφοι. Η αρχαία πόλη ιδρύθηκε στο «θεατροειδή» χώρο ενός μακρόστενου υψώματος που σήμερα ορίζει τα όρια των Νομών Καρδίτσας και Τρικάλων. Οι αρχαίοι Γόμφοι έλεγχαν τις δύο εισόδους προς την αρχαία Αμβρακία (σημερινή Άρτα) και την Αθαμανία. Ο Πάμισος ποταμός όριζε την αρχαία πόλη στα ΝΑ. Τα τείχη των Γόμφων δεν διακρίνονται στην πεδιάδα, ενώ διατηρούνται στους λόφους που περιβάλλουν την πόλη. Η πόλη ιδρύθηκε τον 4ο π.Χ. αιώνα μάλλον από συνοικισμό κωμών. Ο Φίλιππος Β’, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, με το πρόσχημα της επιθετικότητας των Αθαμάνων εναντίον των Θεσσαλών, ενίσχυσε το κτίσιμο της νέας πόλης με αποίκους και για μικρό χρονικό διάστημα έφερε το όνομα αυτού «Φίλιπποι ή Φιλιππόπολις» και έκοψε νομίσματα με την επιγραφή «Φιλιπποπολιτών». Μετά το 330 π.Χ. η πόλη εμφανίζεται με το παλιό της όνομα Γόμφοι. Το 198 π.Χ. την πόλη κατέλαβε ο Αμύνανδρος, ο βασιλιάς των Αθαμάνων, με τη βοήθεια των Ρωμαίων, στη συνέχεια το 191-185 π.Χ. ο Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας και πολύ αργότερα το 48 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας στον εμφύλιο πόλεμο με τον Πομπήιο. Οι Γόμφοι έκοψαν δικά τους νομίσματα, τα οποία φέρουν τις επιγραφές ΓΟΜΦΕΩΝ – ΓΟΜΦΙΤΟΥΝ και στις παραστάσεις διακρίνεται ο Ζευς – Παλάμνιος ή Ακραίος, τον οποίο λάτρευαν. Είναι επίσης γνωστό ότι στους αρχαίους Γόμφους λάτρευαν και τον Διόνυσο Κάρπιο που υποδηλώνει την καλλιέργεια της αμπέλου. Στο Β’ Κοινό των Θεσσαλών μετά το 196 μ.Χ. οι Γόμφοι έδωσαν ορισμένους στρατηγούς, όπως τον Φρύνο, τον γιο του Πόλλιχο, τον Αγαθάνορα κ.α. Από τις φιλολογικές πηγές και από τα ανασκαφικά στοιχεία φαίνεται πως η πόλη των Γόμφων υπήρχε τον 6ο μ.Χ. αι. οπότε ανακαινίσθηκε το τείχος από τον Ιουστινιανό, καθώς και ότι υπήρξε έδρα Επισκοπής. Στη γύρω πεδινή περιοχή του Μουζακίου τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει τα αρχαιολογικά δεδομένα. Τμήματα του τείχους και πύργοι της αρχαίας πόλης έχουν αποκαλυφθεί στα ΝΔ και ΒΑ υψώματα του αρχαιολογικού χώρου. Το τείχος ακολουθεί την κορυφογραμμή των λόφων. Μέσα στην αρχαία πόλη, ύστερα από σωστικές ανασκαφές σε αγρούς, έχουν αποκαλυφθεί αρχιτεκτονικά λείψανα μεγάλων δημοσίων κτιρίων. Ένα από αυτά πιθανόν να ανήκει στην αγορά της αρχαίας πόλης. Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν μια ημίεργη προτομή αυτοκρατορικών χρόνων, σπόνδυλοι κιόνων και μαρμάρινη λάρνακα -«νεοττικού» τύπου με παράσταση στην εμπρόσθια πλευρά «αρπαγή Κόρης». Μέσα στην κοίτη του Πάμισου ποταμού και στις κτηματικές περιφέρειες Μουζακίου, Μαυρομματίου, Γελάνθης, Γόμφων και Παλαιομονάστηρου έχουν αποκαλυφθεί βάθρα γεφυρών, κεραμικοί κλίβανοι και τάφοι ελληνιστικής και ρωμαικής περιόδου. Στην κτηματική περιφέρεια Ελληνοκάστρου διατηρούνται ερείπια οχυρού και αρχιτεκτονικά λείψανα ελληνιστικής περιόδου. Στην περιοχή Πορτής στο όρος «Ίταμος» βρίσκονται λείψανα αρχαίων τειχών και οικοδομημάτων. Ορισμένοι ερευνητές τοποθετούν εδώ το αρχαίο «Αθήναιον». Στη θέση «Παλιόκαστρο» Πορτής υπάρχει άλλος ένας οχυρός οικισμός ελληνιστικών χρόνων. Ο Δήμος Μουζακίου με τους όμορους Δήμους Ιθώμης, Γόμφων και Αργιθέας έχουν συστήσει διαδημοτικό φορέα για την ανάδειξη και αξιοποίηση των αρχαίων ορεινών κάστρων της περιοχής.

Τύμβος Συκεώνος

 Ο Τύμβος Συκεώνος, διαμέτρου 50,30 μ. και ύψους 15,20 μ. βρισκόταν ανατολικά του χωριού και νότια της θέσης «Κάστρο». Ανασκάφηκε το 1983 και το 1988 με αφορμή αρχαιοκαπηλικές δραστηριότητες και εργασίες διαπλάτυνσης του οδικού άξονα Καρδίτσας – Λάρισας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής του δρόμου καταστράφηκε ένας κιβωτιόσχημος τάφος. Με τις ανασκαφικές έρευνες αποκαλύφθηκαν τρεις τάφοι, ενώ ένας ακόμη συλήθηκε από αρχαιοκάπηλους. Όλοι οι τάφοι ήταν λάρνακες κατασκευασμένες από πρασινωπό ψαμμόλιθο. Αποτελούνταν από μονόλιθο κιβώτιο, εσωτερική σαμαρωτή καλυπτήρια πλάκα και εξωτερικές καλυπτήριες, τις οποίες περιέτρεχαν μακρόστενοι πλίνθοι ψαμμόλιθοι, τα «προσκεφάλαια». Ένας από τους τάφους περιείχε τον ενταφιασμό γυναίκας σε ύπτια θέση, Στη νεκρή είχαν προσφερθεί ως κτερίσματα διάφορα αντικείμενα, αρκετά από τα οποία βρέθηκαν στην περιοχή των ποδιών στο βόρειο τμήμα του τάφου. Στα κτερίσματα περιλαμβάνονταν δύο μικροσκοπικές πυξίδες, μια μεγαλύτερη, μια σταμνοειδής πυξίδα, ένα πτυκτό κάτοπτρο, ένα χάλκινο αγγείο σε σχήμα γυναικείας κεφαλής, δώδεκα χρυσές ψήφοι περιδεραίου, αστράγαλοι και άλλα οστά ζώων. Μέσα στη σταμνοειδή πυξίδα υπήρχαν μία χάλκινη τριχολαβίδα και τρία χάλκινα νομίσματα, ήτοι ένα Χαλκίδος, ένα Αθηνών και ένα Μακεδονίας, όλα των αρχών του 3ου αι. π.Χ. Ο στιλβωμένος δίσκος του κατόπτρου προστατεύεται από κάλυμμα, στην εσωτερική επιφάνεια του οποίου υπάρχει εγχάρακτη παράσταση Νύμφης καθισμένης σε βράχο μπροστά στην είσοδο σπηλαίου. Το χάλκινο αγγείο, που είναι κενό εσωτερικά, χρησίμευε για την τοποθέτηση αλοιφής καλλωπισμού, φέρει καρδιόσχημο άνοιγμα στο πάνω μέρος του κεφαλιού και λαβή ανάρτησης. Από το καπάκι του ανοίγματος εξαρτάται με αλυσίδα μικρό κουταλάκι. Από τον συλημένο τάφο προέρχεται ένα αργυρό δαχτυλίδι, στην ελλειψοειδή σφενδόνη του οποίου υπάρχει παράσταση σκύλου που τρέχει προς τα δεξιά. Άλλος τάφος με προσανατολισμό ΒΔ προς ΝΑ περιείχε τον ενταφιασμό ενός άνδρα σε ύπτια θέση. Στην περιοχή των κάτω άκρων βρέθηκαν τμήματα από «καττύματα» (υποδήματα) και από ύφασμα. Τμήματα από άλλο ζεύγος «καττυμάτων» βρέθηκε στο μέσον της ΒΑ πλευράς. Η δημιουργία του τύμβου ορίζεται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.. Ο τύμβος σχετίζεται με τον αρχαιολογικό χώρο στη θέση Κάστρο. Μετά την ανασκαφική έρευνα ο ιδιοκτήτης του αγρού παραχώρησε τμήμα της έκτασης στο Υπουργείο Πολιτισμού. Η ΙΓ’ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων η οποία έλεγχε τότε το χώρο, προχώρησε στη συντήρηση των τάφων και τη στέγασή τους, τη διαμόρφωση του χώρου και τον καλλωπισμό του. Έτσι δημιουργήθηκε ένα μικρός ανοικτός επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος.

Προϊστορικός Οικισμός Συκεώνας

Στα βορειοανατολικά όρια της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας, 2.5 χλμ ΝΔ του χωριού Συκεώνα, δίπλα από τη σημερινή κοίτη του Ενιπέα ποταμού, στη θέση «Ζευγαρολίβαδο» βρίσκεται ο προϊστορικός οικισμός, γνωστός ως «Μαγούλα Συκεώνας». Η θέση ελέγχει τη διάβαση από την πεδιάδα της Καρδίτσας στην ανατολική θεσσαλική πεδιάδα δια μέσου της νότιας χαμηλής λοφοσειράς του όρους Τίτανος, απ’ όπου διέρχεται και η σημερινή αμαξιτή οδός Καρδίτσας – Λάρισας. Στα ριζά των χαμηλών λόφων ΒΑ του προϊστορικού οικισμού υπάρχουν αρκετοί ακόμη αρχαιολογικοί χώροι, όπως μια θέση με ψηφιδωτά δάπεδα, ο ανασκαφείς τύμβος της Συκεώνας, η θέση «Κάστρο» κ.α. Από τον ευρύτερο χώρο της Μαγούλας περισυνελέγησαν στο παρελθόν διάφορα αρχαιολογικά στοιχεία, όπως κεραμική μέσης και νεότερης νεολιθικής εποχής, πρώιμης και μέσης χαλκοκρατίας και μια ενεπίγραφη πλίνθος με αρχαϊκή επιγραφή. Μια πρώτη ανασκαφική έρευνα πάνω στον προϊστορικό οικισμό έγινε το 1988 με αφορμή τη νέα χάραξη και κατασκευή της οδού Καρδίτσας – Λάριας. Τα έτη 1996 και μετά ακολούθησαν ανασκαφικές έρευνες, καθώς ο προϊστορικός οικισμός εντάχθηκε ως υποέργο στο ΠΕΠ Θεσσαλίας 1996-2000, στο έργο «Ανάδειξη – Συντήρηση – Αξιοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Ν. Καρδίτσας». Το υποέργο στοχεύει στην προσπάθεια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για τη δημιουργία της πρώτης επισκέψιμης προϊστορικής θέσης στην περιοχή αυτή. Η κοινότητα Συκεώνος -αρωγός στην προσπάθεια αυτή- παραχώρησε στο Υπουργείο Πολιτισμού έκταση 20 στρεμμάτων. Οι εργασίες αφορούν στον καθαρισμό, την περίφραξη, τη συμπληρωματική ανασκαφική έρευνα και την τοπογραφική αποτύπωση του προϊστορικού οικισμού. Κατά τη διάρκεια των ερευνητικών εργασιών αποκαλύφθηκαν διάφορες κατασκευές από πηλό, τμήματα δαπέδων, πασσαλότρυπες και τμήματα καμένων και ωμών πηλών. Περισσότερα είναι τα στοιχεία που αφορούν στην κεραμική παραγωγή και τη λιθοτεχνία των κατοίκων της προϊστορικής κοινότητας της Μαγούλας. Άφθονα είναι τα όστρακα μονόχρωμων αγγείων, κυρίως καθημερινής χρήσης, ανοιχτών και κλειστών σχημάτων, αρκετά όστρακα αγγείων με γραπτή διακόσμηση όλων σχεδόν των φάσεων της νεότερης και μέσης νεολιθικής, ενώ πολύ λιγότερα είναι τα εγχάρακτα. Στον εργαλειακό εξοπλισμό περιλαμβάνονται λίθινες αξίνες και σμίλες, τμήματα τριπτήρων και πλάθανα, λεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό και διάφορα οστέινα και πήλινα εργαλεία. Ενδιαφέρουσα κατηγορία ευρημάτων είναι τα πήλινα ειδώλια καθώς και τα κοσμήματα από όστρεα Spondylus Gaederopus. Τα πιο πολλά ειδώλια αποδίδονται σχηματοποιημένα. Κρίνοντας από το βάθος των επιχώσεων, η ζωή στον προϊστορικό οικισμό της Μαγούλας Συκεώνος φαίνεται ότι διήρκεσε εκατοντάδες χρόνια. Η κατοίκηση του χώρου προσδιορίζεται σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις στην αρχαιότερη νεολιθική περίοδο -κάτι που απομένει να διαπιστωθεί και ανασκαφικά- φθάνει ως τη νεότερη, καθώς και την εποχή της χαλκοκρατίας.

Αρχαιολογικός χώρος Κτιμένης

Στην περιοχή των Δολόπων, που κατοικούσαν στο νότιο τμήμα της Πίνδου, υπάρχει μια σειρά από κάστρα. Ένα από αυτά είναι το «Παλαιόκαστρο» στην Άνω Κτιμένη (Άνω Δρανίστα) στο δασωμένο και μεγαλοπρεπές όρος Ίταμος. Στο παρελθόν έφθανε κανείς από την Μακρυράχη (από το κάστρο της Καΐτσας) προς τη Δρανίστα μέσα από δασική οδό, όπου ο Απ. Αρβανιτόπουλος το 1911 παρατήρησε ίχνη αρχαίας οδού. Τα τείχη του κάστρου, κατασκευασμένα κατά το πολυγωνικό σύστημα τοιχοποιίας, διατηρούνταν σε καλή κατάσταση. Στην ακρόπολη του κάστρου το τείχος διατηρείται ακόμη και σήμερα και είναι κτισμένο από μεγάλους λίθους, επεξεργασμένους και τοποθετημένους με επιμέλεια. Ενδιάμεσα υπάρχει γέμισμα από μικρές πέτρες. Σήμερα είναι ορατοί δύο πύργοι, ο ένας πολυγωνικός στη βόρεια πλευρά και εξέχει από το τείχος 1,55 μ. Το διατηρημένο τμήμα του τείχους έχει πλάτος 3,40 μ. και περίμετρο 240 μ. περίπου. Κάτω από το τείχος της ακρόπολης είχαν παρατηρηθεί τμήματα τριών περιβόλων της αρχαίας πόλης. Από τον Απ. Αρβανιτόπουλο ανασκάφηκε εσωτερικά του πρώτου τμήματος του τείχους θολωτός τάφος, στον οποίο οδηγούσε δρόμος συνολικού μήκους 8,60 μ. Ήταν κατασκευασμένος με μικρούς πλακοειδείς λίθους και στεγαζόταν με μεγάλες πλάκες. Η θόλος του τάφου είχε καταπέσει ίσως στα αρχαία χρόνια, σωζόταν δε κατά την ανασκαφή σε ύψος 3,5 μ. και η κατώτερη διάμετρος του τάφου ήταν 4,70 μ. Μέσα στον τάφο βρέθηκαν 31 νεκροί που, κατά τον ανασκαφέα, είχαν καεί επί τόπου. Στα πλούσια κτερίσματα του τάφου περιλαμβάνονται διάφορα αγγεία, σφραγιδόλιθοι με έγγλυφες παραστάσεις, διακοσμημένες οστέινες θήκες, χρυσά κοσμήματα. Με βάση τα κτερίσματα ο τάφος χρονολογείται στη μεταβατική περίοδο από την Ύστερη Μυκηναϊκή στη Γεωμετρική Εποχή. Οι Δόλοπες ήταν αρχαίος ελληνικός λαός, περίοικοι των Θεσσαλών και αναφέρονται στα ομηρικά έπη (Ιλιάδα, Ι 484). Στους ιστορικούς χρόνους είχαν υποταχθεί στους Θεσσαλούς ενώ μετά το 346 π.Χ. έχασα προς όφελος του Φιλίππου Β΄ τη μία από τις δύο αμφικτιονικές ψήφους τους. Αργότερα προσχώρησαν στην Αιτωλική Συμπολιτεία με έναν ιερομνήμονα. Το 174 π.Χ. περιήλθαν στην κυριαρχία του Μακεδόνα Βασιλιά Περσέα, ενώ το 167 π.Χ. στην κυριαρχία των Ρωμαίων. Ορισμένοι περιηγητές και ιστορικοί τοποθετούν στην Άνω Κτιμένη (Άνω Δρανίστα) την αρχαία Κτιμένη ή Κτιμένες λόγω των τοπογραφικών στοιχείων, το οποίο δεν έχει επιβεβαιωθεί επιγραφικά. Στον επίπεδο χώρο της αρχαίας ακρόπολης στην Άνω Κτιμένη έχει κτιστεί το Δημαρχείο του τότε Δήμου Ταμασίου. Στο χώρο αυτό τα αρχαιολογικά στοιχεία, κυρίως κεραμική, δείχνουν ότι η πόλη άκμασε κατά τον 4ο αι. και 3ο αι. π.Χ. ενώ η καταστροφή της επήλθε κατά το 198 π.Χ.

Ακρόπολη Κιερίου

Στο μέσο της δυτικής πεδιάδας της Θεσσαλίας, η οποία ταυτίζεται με την αρχαία «τετράδα Θεσσαλιώτιδα» εξέχει περίοπτος ασβεστολιθικός λόφος, στη κορυφή του οποίου υπάρχουν αρχαιολογικά λείψανα που ταυτίζονται με την Ακρόπολη του αρχαίου Κιερίου, τη σημαντικότερη πόλη της περιοχής στην αρχαιότητα. Στα προϊστορικά χρόνια -Μέση και Ύστερη Εποχή Χαλκού- τοποθετείται στο χώρο η Άρνη, πρωτεύουσα των Αιολέων. Ανασκαφικές έρευνες στο νότιο και δυτικό τμήμα του χωριού Πύργος Κιερίου, που βρίσκεται σε απόσταση 3 χλμ ΒΔ των Σοφάδων, 13 χλμ Α της Καρδίτσας και ορίζεται από τους ποταμούς Σοφαδίτικο στα Α και Οργόζινο στα Δ, έχουν αποδώσει ενδιαφέροντα στοιχεία για την ομηρική Άρνη και το ιστορικό Κιέριον. Το όνομα της πόλης των ιστορικών χρόνων έχει επιβεβαιωθεί από νομίσματα και επιγραφές. Στα ΠΕΠ Θεσσαλίας 1996-2000 και στο Έργο «Ανάδειξη – Συντήρηση – Αξιοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Ν. Καρδίτσας» η ΙΓ’ ΕΠΚΑ ενέταξε το υποέργο της Ακρόπολης της αρχαίας πόλης Κιέριον. Στο πλαίσιο του έργου προβλέπονται ο καθαρισμός και μικρής έκτασης ανασκαφική έρευνα του τείχους της Ακρόπολης, η τοπογραφική αποτύπωση, η δημιουργία περιπάτου στο χώρο της Ακρόπολης, η διεξαγωγή πολιτιστικών εκδηλώσεων και η τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων. Στο διάστημα 1996-2000 έγινε καθαρισμός της εσωτερικής και εξωτερικής παρειάς του τείχους στη ΒΑ, Α, Ν και ΝΔ πλευρά του λόφου. Κατά μήκος και παράλληλα προς την εσωτερική παρειά του τείχους υπάρχουν αρχιτεκτονικά λείψανα οικημάτων. Στα κινητά ευρήματα περιλαμβάνονται κεραμική ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, τμήματα κεραμίδων στέγης -ένα από τα οποία φέρει την επιγραφή ΚΙΕΡΙΕΩ(Ν)- τμήματα πιθαριών, χάλκινα νομίσματα ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, σιδερένιοι ήλοι, αιχμές βελών, εργαλεία και μαχαιρίδια, καθώς και μικρά τμήματα γυάλινων αγγείων. Σε τμήμα της κατεστραμμένης θεμελίωσης του τείχους αποκαλύφθηκαν κεραμσκεπείς τάφοι ρωμαϊκής περιόδου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένα μικρά ευρήματα ύστερης εποχής χαλκού. Καθώς η αρχαία πόλη «Κιέριον» βρισκόταν στο κέντρο του δυτικού τμήματος της λεκάνης της Θεσσαλίας, έλεγχε τις διαβάσεις προς κάθε κατεύθυνση δια μέσου της πεδιάδας, καθιστώντας την πόλη ισχυρή. Οι δραστηριότητες των κατοίκων προσδιορίζονταν στην καλλιέργεια της γης, την αμπελουργία, την κτηνοτροφία. Η διάρκεια ζωής του Κιερίου φθάνει ως τα όψιμα ρωμαϊκά χρόνια ή το αργότερο ως τα πρώιμα χριστιανικά.

Κάστρο Φαναρίου

Υψώνεται πάνω σε βραχώδη λόφο, στο δυτικότερο άκρο της θεσσαλικής πεδιάδας. Είναι κτίσμα των ταραγμένων χρόνων του 13ου αι., όταν η Δυτική Θεσσαλία βρισκόταν συχνά στο πεδίο του ανταγωνισμού μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου, του βυζαντινού αυτοκράτορα και των τοπικών γαιοκτημόνων. Η στρατηγική του σημασία έγκειται αφ’ ενός στη γειτνίαση με μια από τις σημαντικότερες διαβάσεις της Πίνδου, με την οποία γινόταν η επικοινωνία Τρικάλων – Άρτας και αφ’ ετέρου στη δυνατότητα ελέγχου μεγάλου μέρους της θεσσαλικής πεδιάδας. Παράλληλα, προστάτευε τη βυζαντινή πόλη του Φαναρίου, που ήταν κτισμένη στα δυτικά του, στη θέση του σημερινού οικισμού. Πρόκειται για μικρό οχυρό, εκτάσεως 2,6 στρεμμάτων με ακανόνιστο πολυγωνικό τείχος πλάτους 2,0 μ. το οποίο ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους και σώζεται στο ακέραιο, με εξωτερικό ύψος 9-13 μ. Φέρει μια τοξωτή πύλη στα νότια, μια μικρότερη στα βόρεια και ενισχύεται κατά διαστήματα από έξι πύργους που είναι ενσωματωμένοι σ’ αυτό και προεξέχουν προς τα έξω. Οι πύργοι βρέθηκαν μπαζωμένοι σε μεταγενέστερη περίοδο, ενώ η αρχική τους χρήση δεν έχει διαλευκανθεί. Το κάστρο επισκευάσθηκε πολλές φορές από τους Τούρκους, που στέγασαν έξω από αυτό σημαντική στρατιωτική μονάδα και χρησιμοποιήθηκε ως οχυρό αδιάλειπτα μέχρι τη δεκαετία του ’50. Στο εσωτερικό του σώζεται καμαροσκέπαστρο λιθόκτιστο κτίριο πυριτιδαποθήκης με μικρό προστώο, μεγάλη ορθογωνικού περιγράμματος υπέργεια δεξαμενή συλλογής βρόχινου νερού και ερείπια τζαμιού, το οποίο διαδέχθηκε παλαιότερο κτίριο με μικρό λουτρό. Κάτω από αυτό εντοπίσθηκε μια ακόμη (υπόγεια) δεξαμενή νερού με θολωτή κάλυψη. Κοντά στη νότια πύλη ανασκάφηκε μεγάλο ορθογώνιο κτίριο με δύο χώρους, προοριζόμενο πιθανόν για τις ανάγκες της φρουράς. Όλα τα κτίρια χρονολογούνται από την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής (1387-1897).

Προηγούμενο άρθρο Αναβαθμίζεται η περιοχή του θερινού κινηματογράφου
Επόμενο άρθρο Eγγραφές για τα ΚΔΑΠ του Δήμου Καρδίτσας