Κατατέθηκε πριν λίγες μέρες από τον ΣΥΡΙΖΑ, πρόταση νόμου για τον καθορισμό της κατώτατης αμοιβής για τα έτη 2020 και 2021. Η πρόταση προβλέπει αύξηση του κατώτατου μισθού 7,5% για φέτος και 7,5% για το 2021, ώστε από το 2022 που επανέρχονται οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις για τον καθορισμό της κατώτατης αμοιβής, να ξεκινήσουν οι σχετικές διαπραγματεύσεις από τα 751€, όσος ήταν δηλαδή ο κατώτατος μισθός προ μνημονίου, όταν μειώθηκε σε μια νύχτα κατά 22% στα 585€. Η παραπάνω πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ ξεκινάει από τη θέση αρχής ότι δεν γίνεται να βρισκόμαστε σε περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και αυτή να μην πηγαίνει μαζί με την άνοδο των μισθών και του βιοτικού επιπέδου της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών. Αυτό συνοπτικά αποδίδεται στο σύνθημα της δίκαιης ανάπτυξης. Αντιθέτως, η πολιτική της ΝΔ είναι ίδια με αυτή που ακολουθούσε πριν το 2010 και μας οδήγησε στην κρίση, όπου στην ουσία διευρύνονται διαρκώς τα κέρδη μίας πολύ μικρής μερίδας των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων και συμπιέζονται διαρκώς οι εργαζόμενοι, τα χαμηλά και τα μεσαία στρώματα.
Ο φιλοκυβερνητικός τύπος και η ΝΔ χαρακτήρισε την πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ «παιχνίδι εντυπώσεων» γιατί – λένε – έτσι κι αλλιώς προβλέπεται από τη ΝΔ να ξεκινήσει η διαδικασία ορισμού της κατώτατης αμοιβής, η οποία μέσα από μια δαιδαλώδη και χρονοβόρα διαδικασία, θα καταλήξει να βγάλει κάποιο λευκό καπνό τον ….. Ιούνιο του 2020. Πρέπει να τονιστεί ότι, ενώ προεκλογικά η ΝΔ υποσχόταν αύξηση διπλάσια του ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ, αμέσως μετά τις εκλογές ακύρωσε τη δέσμευσή της με τη δικαιολογία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ….. προκαταβάλει την αύξηση με τη νομοθέτηση της αύξησης 11% και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι, στο τέλος του 2019, η ΝΔ περιόρισε δραστικά το κοινωνικό μέρισμα που κατευθύνεται κυρίως στους χαμηλά αμειβόμενους, βάζοντας χέρι και με αυτόν τον τρόπο στο εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων. Τέλος, χωρίς ντροπή κατήργησε τη μόνιμη 13η σύνταξη, που και η ίδια την ψήφισε στη Βουλή (έστω και αν δεν ήταν πλήρης σύνταξη).
Η ΝΔ υπηρετεί την κλασική συνταγή του ΔΝΤ, αν συμπιέσεις τους μισθούς τάχα θα τονωθεί η οικονομία. Η επίθεση αυτή κατά του εισοδήματος της μισθωτής εργασίας καταγράφηκε με τη μειωμένη κίνηση της αγοράς καταναλωτικών αγαθών στο τέλος του 2019 και προαναγγέλλεται και για το 2020. Η εξέλιξη αυτής της επίθεσης, δε στρέφεται μόνο εναντίον των μισθών, στρέφεται εναντίον της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας μας, στην ενίσχυση της οποίας σημαντικό ρόλο παίζει η τόνωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών από την οποία περιμένουν να έχουν θετικά αποτελέσματα τόσο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, όσο και τα δημόσια έσοδα.
Η κατάθεση λοιπόν της πρότασης νόμου για την κατώτατη αμοιβή από τον ΣΥΡΙΖΑ, μόνο «παιχνίδι εντυπώσεων» δεν είναι. Είναι μία τεκμηριωμένη θέση η οποία ανταποκρίνεται στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Η αύξηση των μισθών δεν έχει να κάνει μόνο με τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων αλλά και με την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης και της κατανάλωσης που βοηθάει συνολικά την οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε τον μισθό το 2019 κατά 11%, τους αμέσως επόμενους μήνες είχαμε σημαντική αύξηση της κατανάλωσης, έτσι βοηθήθηκαν θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας ενώ ταυτόχρονα η ανεργία συνέχιζε να μειώνεται με τον ίδιο ρυθμό. Μαζί με την κατάθεση ερώτησης από τον Αλ. Τσίπρα για την «ώρα του Πρωθυπουργού» με θέμα τα εργασιακά, αποτελεί μια σημαντική πολιτική πρωτοβουλία με στόχο να ανακοπεί η επίθεση της κυβέρνησης της ΝΔ στις λαϊκές τάξεις. Ελπίζουμε και τα άλλα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.