Κάθε κρίση -είτε υγειονομική, είτε οικονομική, είτε περιβαλλοντική, είτε ασφάλειας- οφείλει να αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού ως προς τις γενεσιουργές της αιτίες, αλλά και αφορμή εξαγωγής συμπερασμάτων προκειμένου να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο επανεμφάνισής της με αποτελεσματικότερο τρόπο.
Εν προκειμένω, η πανδημία του κορωνοϊού ανέδειξε, με έντονο και σαφή τρόπο, σε ολόκληρο τον κόσμο -και φυσικά και στη Ελλάδα- ελλείψεις, δυσλειτουργίες και προβλήματα που κανονικά θα έπρεπε να θεωρούνται λυμένα.
Στην Ελλάδα ειδικά, έγινε από νωρίς φανερό ότι το σύστημα υγείας ήταν υποδεέστερο των περιστάσεων, για να μη πω ‘γυμνό’. Ειδικά, σε τεχνικά μέσα, μονάδες εντατικής θεραπείας και εξειδικευμένων γιατρών και νοσηλευτών σε αυτές.
Οι προφανείς αυτές ελλείψεις ανάγκασαν την ελληνική κυβέρνηση -και ορθώς- να πάρει μέτρα άμεσα και αυστηρά προκειμένου να ‘αγοράσει χρόνο’ για την κάλυψη του χαμένου εδάφους.
Αυτό συνίστατο από τη μία στην προμήθεια μηχανικού εξοπλισμού και αναδιοργάνωση των χώρων νοσηλείας, και από την άλλη στην πλήρωση κενών οργανικών θέσεων στο ανθρώπινο δυναμικό των νοσοκομείων μας μέσα από τις προλήψεις γιατρών και νοσηλευτών.
Αν η κυβέρνηση δεν είχε πάρει αυτά τα μέτρα που πήρε είναι βέβαιο ότι το σύστημα θα είχε καταρρεύσει.
Το συμπέρασμα λοιπόν, που αβίαστα βγαίνει είναι το εξής: η κρίση του κορωνοϊού αποτέλεσε αφορμή για αναδιοργάνωση.
Εδώ πρέπει να προσέξουν πάρα πολύ. Η αναδιοργάνωση δεν αποτελεί αφορμή για εφησυχασμό.
Η επόμενη μέρα πρέπει να βρει το σύστημα υγείας με ακονισμένα αντανακλαστικά προστασίας της ανθρώπινης ζωής.
Και μπορεί οι μάσκες, οι αναπνευστήρες, και το λοιπό μηχανικό υλικό -που συγκεντρώθηκε χάρη και σε γενναιόδωρες δωρεές και τη μεγάλη προσπάθεια του κράτους- να αποτελεί ένα εχέγγυο ετοιμότητας για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων, ωστόσο η πραγματική επένδυση για την επόμενη μέρα οφείλει να είναι σε έμψυχο δυναμικό υψηλού επιπέδου και τη συνεχή και ενδελεχή εκπαίδευσή του.
Σε άμεση κάλυψη όλων των κενών και όλων των ειδικοτήτων στο σύστημα υγείας.
Ακόμα μια παρατήρηση που μπορεί κανείς εύκολα να κάνει είναι ότι η πανδημία δημιούργησε την ανάγκη συναίνεσης, συνεννόησης και συντονισμού των κρατών για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού.
Η αρχική έλλειψη κοινής στάσης και αντίληψης του μεγέθους της απειλής οδήγησε σε εξαιρετικά υψηλό κόστος και σε ανθρώπινες ζωές.
Μόνο όταν υπήρξε συναντίληψη και συνεννόηση -τόσο σε επιστημονικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο- μπορέσαμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα και να περιορίσουμε τις συνέπειες του ιού.
Το συμπέρασμα λοιπόν που μπορεί να βγάλει κανείς είναι ότι αυτή η συναντίληψη, η συναινετική διάθεση και ο συντονισμός, πρέπει να είναι παρόντα μετ’ επιτάσεως και την επόμενη μέρα που θα κληθούμε όλοι να αντιμετωπίσουμε από κοινού την πληθώρα των οικονομικών συνεπειών αλλά και να συναποφασίσουμε τον τρόπο αποτελεσματικότερης επανεκκίνησης της οικονομίας.
Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι στην κρίση αυτή μας έδειξε πόσο ανάγκη έχουμε από κάποιες κατηγορίες επαγγελμάτων, τις οποίες μέχρι τώρα τις υποτιμούσαμε.
Μιλάω ασφαλώς για τους οδοκαθαριστές, τους ντελιβεράδες, τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ.
Είναι προφανές ότι η μεγάλη μάχη δόθηκε στα νοσοκομεία με τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τους υπαλλήλους του ΕΚΑΒ, που είναι και οι προφανείς ήρωες αυτού του πολέμου.
Χωρίς όμως αυτή την καθημερινή προσφορά όλων εκείνων που μέχρι σήμερα ήταν αόρατοι στους περισσότερους από εμάς, δεν θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσουμε τις νέες ανάγκες που δημιούργησαν οι συνθήκες καραντίνας.
Είναι συνεπώς υποχρέωση όλων μας η επόμενη ημέρα να μας βρει δίπλα τους.
Να τους αναγνωρίσουμε το αυτονόητο: ότι πέρα από την ευγνωμοσύνη μας, η συνεισφορά τους -σε δύσκολες συνθήκες- οφείλει να αποτελέσει αντικείμενο κάλυψης μέσω εκτάκτου επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας για τον συνολικό χρόνο της καραντίνας.
Το τέταρτο συμπέρασμα είναι ότι σε όλη αυτή τη διαδικασία αντιμετώπισης της πανδημίας, το βάρος ‘έπεσε’ στους ειδικούς.
Και ξαφνικά διαπιστώσαμε ότι για μείζονα θέματα που αφορούν άμεσα την ίδια μας τη ζωή υπάρχει πληθώρα Ελλήνων επιστημόνων -λοιμωξιολόγοι, επιδημιολόγοι, εντατικολόγοι, ερευνητές- με διεθνή αναγνώριση και ακτινοβολία.
Όλοι αυτοί, σε παγκόσμιο επίπεδο κράτησαν την ελπίδα ζωντανή και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς και εμπιστοσύνης για την αντιμετώπιση του ιού, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα.
Είναι βέβαιο ότι αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τους γιατρούς.
Υπάρχουν και εξαιρετικοί Έλληνες οικονομολόγοι, μηχανικοί, ειδικοί στις νέες τεχνολογίες, αλλά και άλλες ειδικότητες επιστημονικής κατάρτισης, που ζουν και προσφέρουν τις υπηρεσίες του στο εξωτερικό.
Θεωρώ ότι θα ήταν μια χαμένη ευκαιρία για τη χώρα μας να μην τους αναζητήσει κανείς προκειμένου να είναι και εκείνοι έτοιμοι να συμπράξουν για την αντιμετώπιση των ζητημάτων της επόμενης ημέρας αλλά και για να μας βοηθήσουν να ανακαλύψουμε το κενά που πρέπει να καλυφθούν και προς ποια κατεύθυνση πρέπει να πάμε ως χώρα σε αυτόν τον πλέον άγνωστο και δύσκολο δρόμο του αύριο.
Δεν υπάρχουν περιθώρια λάθους για κανέναν.