Η γρίπη είναι οξεία νόσος του αναπνευστικού συστήματος. Η διάρκεια της περιόδου γρίπης έχει έναρξη από τέλη Σεπτεμβρίου και ολοκληρώνεται 11-17 Μαΐου. Η δραστηριότητα της εποχικής γρίπης συνήθως, αυξάνεται τον Ιανουάριο, ενώ κορυφώνεται τους μήνες Φεβρουάριο – Μάρτιο.
Προκαλείται από τους ιούς της γρίπης, μεταδίδεται πολύ εύκολα από το ένα άτομο στο άλλο και μπορεί να προκαλέσει από ήπια έως πολύ σοβαρή νόσηση. Οι περισσότεροι υγιείς άνθρωποι ξεπερνούν τη γρίπη χωρίς να παρουσιάσουν επιπλοκές, Αντίθετα, άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να προστατευθεί κανείς από τη γρίπη είναι ο έγκαιρος εμβολιασμός, ο οποίος συστήνεται να γίνεται τους μήνες Οκτώβριο – Νοέμβριο, κάθε χρόνο, αλλά μπορεί να συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου γρίπης. Έως σήμερα, σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, το στέλεχος της γρίπης που ως επί το πλείστον εργαστηριακά απομονώνεται είναι το (ΑΗ1Ν1) το οποίο εμπεριέχεται στο εμβόλιο που κυκλοφορεί. Σημειώνεται επίσης ότι στην πλειοψηφία τους (82%), οι ασθενείς με γρίπη που νοσηλεύθηκαν έως τώρα σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, δεν είχαν εμβολιαστεί.
Ως βασικά προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση της έξαρσης της γρίπης, συστήνονται:
α. Η αυστηρή τήρηση των μέτρων αναπνευστικής υγιεινής και υγιεινής των χεριών, όπως η κάλυψη του βήχα και του φτερνίσματος με χαρτομάντιλο ή με το εσωτερικό του αγκώνα και το σχολαστικό πλύσιμο των χεριών (ιδιαίτερα μετά από επαφή με ασθενείς).
β. Η αποφυγή συγχρωτισμού σε κλειστούς χώρους και για τους ασθενείς η πλήρης ανάρρωση τους πριν την επάνοδο στις συνήθεις δραστηριότητες τους.
γ. Ο εμβολιασμός έναντι της γρίπης των ατόμων που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου όπως οι ευπαθείς ομάδες (άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω, άτομα με χρόνια νοσήματα, παχυσαρκία ή άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες), οι επαγγελματίες υγείας και άτομα που έρχονται σε επαφή με βρέφη κάτω των 6 μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα.
δ. Η σωστή χρήση των αντι-ιικών φαρμάκων κατά της γρίπης, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες ενδείξεις σύμφωνα πάντα με την κρίση των θεραπόντων ιατρών, η οποία πρέπει να ξεκινά το ταχύτερο δυνατό, με απλή ιατρική συνταγή και χωρίς να αναμένεται η εργαστηριακή επιβεβαίωση, ιδιαίτερα στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.