Με οριακή κυβερνητική πλειοψηφία το βράδυ της Κυριακής ψηφίστηκε το πολυνομοσχέδιο, που ουσιαστικά πρόκειται για αναθεωρημένο μνημόνιο, που σίγουρα χειροτερεύει ακόμη περισσότερο τη ζωή των πολιτών. Στο ίδιο έργο θεατές με το γνωστό δίλλημα «ψηφίστε για να πάρουμε τη δόση» το ελληνικό κοινοβούλιο νομοθέτησε σειρά μέτρων που βάζουν ταφόπλακα στα εργασιακά με την κατάργηση των τριετιών, με τις εταιρείες ενοικίασης εργαζομένων, με την μείωση των μισθών μέσω της κατάργησης επιδομάτων, την εξαέρωση των επικουρικών συντάξεων και εν τέλει την κατάργηση κάθε κοινωνικού κεκτημένου.
Για μια ακόμη φορά η μικρομεσαία τάξη των μισθωτών και κυρίως των ιδιωτικών υπαλλήλων που συνεχίζουν να τραβούν το «κάρο» παραγωγής πλεονασμένων είναι αυτοί που θα πληρώσουν το μάρμαρο. Είναι αυτοί που βίωσαν και βιώνουν ισοπεδωτικές καταστάσεις και συνεχίζουν να τις βιώνουν χωρίς να υπάρχει από πουθενά καμία προστασία των όποιων κεκτημένων τους, όπως η πρώτη κατοικία που κινδυνεύει με πλειστηριασμό από δάνεια που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν λόγω της περικοπής των μισθών. Ομοβροντία νέων φόρων που με την παράλληλη άμεση εξοντωτική πολιτική είσπραξή τους μόνο σοκ και δέος έχουν επιφέρει στον γονατισμένο πολίτη που νοιώθει ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα από πουθενά.
Επαίρεται ο Πρωθυπουργός και το οικονομικό επιτελείο για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και τη διανομή κοινωνικού μερίσματος σε ευπαθείς ομάδες που υπέστησαν μείωση εισοδημάτων.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι αυτό το πλεόνασμα το οποίο μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει πλεόνασμα δυστυχίας είναι απόρροια της στρατιάς των δύο εκατομμυρίων ανέργων που ολοένα και αυξάνεται, των αυτοκτονιών, της μη επιστροφής Φ.Π.Α, της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών και εν τέλει της περαιτέρω φτωχοποίησης και ανέχειας της κοινωνίας.
Την ώρα λοιπόν που χιλιάδες Έλληνες φτωχαίνουν βιώνοντας την απόλυτη εξαθλίωση η κυβέρνηση με το άρθρο 2 του πολυνομοσχεδίου έρχεται να στηρίξει για μία ακόμα φορά τις τράπεζες και να επιδοτήσει τους τραπεζίτες.
Είναι γεγονός ότι παρά τις διαβεβαιώσεις στην αρχή της κρίσης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν διατρέχει κίνδυνο γιατί είναι θωρακισμένο το δημοσιονομικό πρόβλημα τις επηρέασε και γι’ αυτό τον λόγο χρειαζόταν κρατική στήριξη. Και ενώ η ανακεφαλαιοποίηση την οποία πλήρωσε ο έλληνας φορολογούμενος έγινε για να υπάρξει ρευστότητα και σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας μόνο η πραγματική οικονομία δεν στηρίχθηκε. Βιώσιμες και παραγωγικές επιχειρήσεις έκλεισαν με ότι αυτό συνεπάγεται διότι το τραπεζικό σύστημα αδυνατούσε να τις χρηματοδοτήσει. Απεναντίας τραπεζίτες συνέχιζαν να δημιουργούν μαύρες τρύπες στις τράπεζες λόγω της στενής σχέσης με τη διαπλοκή, χρηματοδοτώντας Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, πολιτικά κόμματα και αμφιλεγόμενους επιχειρηματίες χωρίς καμία εγγύηση. Και αντί λοιπόν να ελέγξουν τα αίσχη των τραπεζιτών που χρηματοδοτούσαν τους εαυτούς τους, τις οικογένειές τους και κολλητούς με θαλασσοδάνεια κλέβοντας τους μικρομετόχους., το πολυνομοσχέδιο τους δίνει τη δυνατότητα να επαναγοράσουν τις μετοχές τους όχι στην τιμή που τις αγόρασε το κράτος μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με την ανακεφαλαιοποίηση, αλλά σε εξευτελιστικές τιμές που φτάνει και τέσσερις φορές κάτω της αξίας της.
Η κυβέρνηση θεσμοθέτησε όχι μόνο την προκλητική επιστροφή των μετοχών αλλά και την δεδομένη απώλεια χρημάτων που έχουν ήδη καταβάλει οι πολίτες μέσω της ανακεφαλαιοποίησης στους διεφθαρμένους τραπεζίτες που ποτέ δεν ήλεγξε. Εκτός λοιπόν από το ότι εγείρεται ηθικό πολιτικό και οικονομικό ζήτημα αυτοαναιρείται η ίδια διότι από τη μία έχει ξεκινήσει ανένδοτο αγώνα κατά των μονοπολείων και των ολιγοπωλείων στο όνομα του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αγοράς και από την άλλη δημιουργεί ολιγοπώλειο τεσσάρων τραπεζών.
Με το συγκεκριμένο λοιπόν πολυνομοσχέδιο έχουμε κατάφορη παραβίαση του δημόσιου συμφέροντος προς εξυπηρέτηση επιχειρηματικών και τραπεζικών συμφερόντων που παρέχουν υποστήριξη στο κυβερνητικό κατεστημένο.
Έτσι λοιπόν μετά τις «τυμπανοκρουσίες» περί επίτευξης των στόχων μία είναι η πραγματικότητα και μάλιστα σκληρή. Μπορεί να υπάρχει ευημερία των αριθμών και των δεικτών η φτώχεια όμως και η εξαθλίωση των πολιτών μόνο ως επιτυχία δεν μπορεί να προσδιοριστεί.