Ο Βουλευτής και τ. Υφυπουργός Παιδείας, κ. Σπύρος Ταλιαδούρος, στην τοποθέτησή του στη Συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, της Βουλής, κατά την οποία η Υπουργός Παιδείας, κα Άννα Διαμαντοπούλου, ενημέρωσε για το «Νέο Σχολείο», επεσήμανε ότι η ακολουθούμενη πολιτική κατάργησης και συγχώνευσης σχολείων, στον τομέα της παιδείας, αποτελεί βαρύτατο πλήγμα στην εκπαίδευση των μαθητών της ελληνικής περιφέρειας και τελειωτικό κτύπημα στο Εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ταυτόχρονα ανέδειξε και τα πρακτικά προβλήματα που δημιουργούνται στην παροχή της εκπαίδευσης στο Νομό Καρδίτσας, μετά την απόφαση της κατάργησης και συγχώνευσης σχολικών μονάδων στο νομό.
Ειδικότερα, η τοποθέτηση του κ. Σπύρου Ταλιαδούρου έχει ως εξής:
«Η Κυβέρνηση προωθεί καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολείων που δεν αποσκοπούν στην καλύτερη εκπαίδευση- όπως είναι το κεντρικό σύνθημα του Υπουργείου σήμερα-, αλλά στοχεύουν αποκλειστικά στην εξοικονόμηση πόρων μέσω της μείωσης των εκπαιδευτικών και των λειτουργικών δαπανών. Λαμβάνονται αποφάσεις χωρίς πρόταση του περιφερειακού συμβουλίου και της οικονομικής του επιτροπής, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία. Χωρίς να υπάρχει η κτιριακή υποδομή σε όλα τα σχολεία που συνενώνονται. Χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη υποδομή στους καλλικρατικούς Δήμους για τη μεταφορά των μαθητών (λεωφορεία, συνοδοί, οδηγοί) και χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί οι απαιτούμενοι πόροι. Κατά συνέπεια το κόστος της μεταφοράς θα μετακυλισθεί στις οικογένειες των μαθητών.
Ειδικότερα για την μεταφορά των μαθητών πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι τίθεται σε κίνδυνο και η ασφαλής μετακίνηση και η σωματική ακεραιότητά τους, καθώς θα διανύουν καθημερινά περισσότερα χιλιόμετρα, αυξάνοντας τους κινδύνους λόγω της μετακίνησης. Επίσης, η μετακίνηση για τους μαθητές από χωριό σε χωριό είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα και σε περιπτώσεις που η απόσταση είναι σχετικά κοντινή, καθώς δεν υπάρχουν κατάλληλες συγκοινωνίες.
Με την πολιτική αυτή αποδεικνύεται ότι το δήθεν όραμα της Κυβέρνησης για ένα νέο ποιοτικό σχολείο, όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά το σχολείο υποβαθμίζεται και μετατρέπεται σε ένα “φθηνό σχολείο”. Η Κυβέρνηση φαίνεται να ξεχνάει ότι η ποιοτική εκπαίδευση αποτελεί την ατμομηχανή της ανάπτυξης.
Η αντιαναπτυξιακή πολιτική της Κυβέρνησης πλήττει με τον χειρότερο τρόπο την εκπαίδευση στην χώρα μας, καθώς στο όνομα της εξοικονόμησης πόρων, περικόπτονται αδιακρίτως χρηματοδοτήσεις, επιδόματα, διοικητικές δομές και διορισμοί, χωρίς σχέδιο και διαβούλευση.
Οι καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων που επιχειρεί η Κυβέρνηση θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σχολικών μονάδων μαμούθ, τον σχηματισμό πληθωρικών τμημάτων και τελικά την υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα το κλείσιμο σχολικών μονάδων αποτελεί την αρχή για την εγκατάλειψη και την ερημοποίηση της υπαίθρου. Καταργούνται δημοτικά σχολεία σε χωριά που έχουν 20, 30 και 35 μαθητές. Καταργούνται λυκειακές τάξεις που έχουν άριστες υποδομές και μεταφέρονται σε άλλα σχολεία που δεν έχουν τις επαρκείς υποδομές. Συγχωνεύονται, στην Καρδίτσα για παράδειγμα, δύο σχολεία, το Γυμνάσιο και το Λύκειο Λεονταρίου και Κέδρου και θα αναγκάζονται να μεταφέρονται 107 μαθητές, για να εξοικονομηθούν δαπάνες μισθοδοσίας 2 Διευθυντών.
Τα πραγματικά προβλήματα είναι άλλα. Είναι οι μειωμένες λειτουργικές δαπάνες των σχολείων που δεν έχουν να πληρώσουν τα έξοδά τους π.χ. πετρέλαιο κ.α., είναι οι ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή, είναι τα υπεράριθμα τμήματα, τα οποία σήμερα η Κυβέρνηση με τις αποφάσεις της τα ευνοεί επιπλέον, είναι η μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού. Με την πολιτική της Κυβέρνησης στον χώρο της παιδείας, διατίθενται πλέον λιγότερα χρήματα στην εκπαίδευση που δεν καλύπτουν της ανάγκες μαθητών και εκπαιδευτικών. Γίνονται δραστικές περικοπές στην εκπαίδευση που απευθύνεται σε παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Τα τμήματα υποδοχής που τόσο έχουν ανάγκη οι αλλοδαποί μαθητές δεν λειτουργούν ενώ θα συρρικνωθούν δραματικά τα τμήματα ένταξης που αφορούν παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Δυστυχώς το “νέο σχολείο” που προωθεί η Κυβέρνηση, με τον κατακερματισμό της γνώσης, τον τεμαχισμό σε δεκάδες γνωστικά αντικείμενα και με υπερβολικές ώρες υποχρεωτική διδασκαλίας για τα παιδιά του Δημοτικού, όχι μόνο δεν καλύπτει της ανάγκες των μαθητών αλλά αντιθέτως υποβαθμίζει την γνώση και το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Με τις αποφάσεις της αυτές η Κυβέρνηση το μόνο που θα καταφέρει είναι να τορπιλίσει το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας.
Ειδικότερα, σχετικά με τον αριθμό των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στο Νομό Καρδίτσας, θα ήθελα να διευκρινίσω στην Υπουργό Παιδείας, κα Διαμαντοπούλου, η οποία έθιξε το σχετικό ζήτημα στη Συνεδρίαση της Βουλής στις 21/3/2011, τα εξής:
-Καταρχάς, η κα Υπουργός ανέφερε στην τοποθέτησή της ότι στην Καρδίτσα υπάρχουν 48 σχολεία για 6.760 μαθητές ενώ στα Τρίκαλα υπάρχουν 49 σχολεία για 8.000 μαθητές. Πρέπει να ληφθούν όμως υπ’ όψιν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε Νομού, όπως η γεωμορφολογία του, η διασπορά των χωριών, η κατανομή του πληθυσμού και η κατανομή του μαθητικού δυναμικού.
Συγκεκριμένα, στο Νομό Τρικάλων, οι περισσότεροι κάτοικοι είναι συγκεντρωμένοι στις μεγάλες πόλεις των Τρικάλων και της Καλαμπάκας και επομένως τα σχολεία των πόλεων αυτών συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό μαθητών. Ο Νομός Τρικάλων έχει μεγάλο ορεινό όγκο στα χωριά του οποίου όμως δεν υπάρχουν πολλοί κάτοικοι και για τον λόγο αυτό δεν υπάρχουν πολλά σχολεία στα χωριά αυτά.
Αντιθέτως, ο Νομός Καρδίτσας είναι σε ποσοστό 50% πεδινός. Επομένως υπάρχουν περίπου 90 χωριά και πεδινές κωμοπόλεις, τα οποία έχουν σημαντικό αριθμό κατοίκων και έχουν ανάγκη από σχολικές μονάδες για να εξυπηρετήσουν τους μαθητές που κατοικούν σε αυτά. Για τον λόγο αυτό το 90% των σχολείων στο Νομό Καρδίτσας βρίσκονται στον κάμπο. Δεν μπορεί συνεπώς να κλείνουν δημοτικά σχολεία που βρίσκονται σε πεδινά χωριά με 15-20 μαθητές και σε αρκετές περιπτώσεις με 35, όπως το σχολείο του Προδρόμου. Η απόφαση αυτή σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε καλύτερη εκπαίδευση αλλά αντιθέτως υποβαθμίζει την ποιότητά της και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στους μαθητές και τους γονείς τους.
Επομένως, η γεωμορφολογία του Νομού Καρδίτσας και η κατανομή του μαθητικού δυναμικού σε περισσότερες κωμοπόλεις και χωριά, απ’ ό,τι στο Νομό Τρικάλων, που όπως προανέφερα οι μαθητές συγκεντρώνονται στις μεγάλες πόλεις των Τρικάλων και της Καλαμπάκας, δικαιολογούν τον αριθμό των σχολικών μονάδων.
– Αναφορικά με τον αριθμό των υπηρετούντων εκπαιδευτικών σε σχέση με τον αριθμό του μαθητικού δυναμικού, θα ήθελα να σημειώσω ότι οι οργανικές θέσεις των εκπαιδευτικών (δασκάλων) στα σχολεία αυξήθηκαν την περίοδο 2000 – 2004 με την καθιέρωση του ολοήμερου σχολείου.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι οι καταργήσεις και συγχωνεύσεις των σχολικών μονάδων θα πρέπει να γίνονται προσεκτικά, μετά από ουσιαστική μελέτη και διεξοδική έρευνα, χωρίς προχειρότητα και αιφνίδιες αποφάσεις που αναστατώνουν τις τοπικές κοινωνίες, τους μαθητές και τις οικογένειές τους. Και σε κάθε περίπτωση, μοναδικό μέλημα της Κυβέρνησης δεν θα πρέπει να είναι αποκλειστικά η εξοικονόμηση πόρων με κάθε τίμημα.»