Ο Βουλευτής και τ. Υφυπουργός Παιδείας, κ. Σπύρος Ταλιαδούρος, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη “Σύσταση Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις”, στις 10/3/2011, μεταξύ άλλων, επεσήμανε ότι «το σχέδιο νόμου είναι αποσπασματικό, πρόχειρο, χωρίς διάλογο και διεξοδική έρευνα.»
Ειδικότερα, ο κ. Σπύρος Ταλιαδούρος στην ομιλία του επεσήμανε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Είναι γεγονός ότι το ζήτημα της άμεσης, έγκυρης και δίκαιης παρέμβασης της πολιτείας κάθε φορά που κάποιος πολίτης πέφτει θύμα κακομεταχείρισης, αλλά και της ταυτόχρονης διασφάλισης δικαιοσύνης για τους καταγγελλόμενους είναι ένα ζήτημα που και απασχολεί την κοινωνία μας και την χώρα μας εκθέτει από τις δυσμενείς εκθέσεις που συντάσσονται από διεθνείς οργανισμούς ενώ το ευρωπαϊκό δικαστήριο για τα δικαιώματα του ανθρώπου έχει εκδώσει και καταδικαστικές για την χώρα μας αποφάσεις.
Το τόσο σοβαρό όμως αυτό ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποσπασματικά. Απαιτείται μια συνολική παρέμβαση βασισμένη σε ουσιαστική και διεξοδική έρευνα για τα λάθη και τις δυσλειτουργίες του συστήματος, μετά από διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, και πάντα σε συμφωνία με τις προτάσεις των διεθνών οργανισμών που ασχολούνται με την καταπολέμηση της βίας και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η όλη όμως προσπάθεια κινδυνεύει να δημιουργήσει μεγαλύτερη αναταραχή σε σχέση με τα προβλήματα που προσπαθεί να επιλύσει. Συγκεκριμένα, θα ήθελα να κάνω τις παρακάτω παρατηρήσεις:
α) Δημιουργείται με το άρθρο 1 του νομοσχεδίου το Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, μια υπηρεσία με πολύ σοβαρό και υπεύθυνο έργο, χωρίς όμως τις κατάλληλες αρμοδιότητες και το προσωπικό, και χωρίς να έχει προηγηθεί ο απαραίτητος ουσιαστικός διάλογους με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.
β) Το γραφείο που συστήνεται δεν θα προβαίνει το ίδιο στην διερεύνηση και την ουσία της καταγγελίας, αλλά μετά από μια κατ’ αρχήν κρίση για το παραδεκτό ή μη της καταγγελίας, θα προωθεί την καταγγελία για περαιτέρω διερεύνηση στις αρμόδιες αρχές. Ουσιαστικά, το νομοσχέδιο θεσμοθετεί μια υπηρεσία που θα έχει σκοπό απλά και μόνο να συλλέγει καταγγελίες και να τις προωθεί στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για κρίση επί της καταγγελίας, χωρίς καμιά ουσιαστική αρμοδιότητα. Ο τυπικός και διεκπεραιωτικός της ρόλος, δεν ανταποκρίνεται στην ουσία του αιτήματος για την ανάγκη ίδρυσης ανεξάρτητου μηχανισμού αντιμετώπισης των καταγγελιών αυθαιρεσιών.
γ) Θα πρέπει να διευκρινιστούν με σαφήνεια οι σχέσεις του νέου γραφείου με τα ήδη υπάρχοντα όργανα πειθαρχικού ελέγχου, ώστε να μην υπάρχουν επικαλύψεις και δυσλειτουργίες.
δ) Ακόμη, σχετικά με την κατάργηση της Αγροφυλακής που προβλέπεται στο άρθρο 21 και την ενσωμάτωσή της στη Δασική Υπηρεσία, θα ήθελα να τονίσω ότι η επαναλειτουργία του θεσμού αυτού αποτελούσε απαίτηση του κόσμου της υπαίθρου. Ο θεσμός αυτό θα έπρεπε να ενισχυθεί και όχι να καταργηθεί και να ενσωματωθεί στη Δασική Υπηρεσία. Επίσης, το άρθρο όμως αυτό δεν αναφέρεται καθόλου στην τύχη των Προϊσταμένων των Τμημάτων της Αγροφυλακής, ήτοι των Διοικητών της στους οποίους περιλαμβάνονται και Αγρονόμοι-Διοικητές και Νομικοί-Δημόσιοι Κατήγοροι. Οι ανωτέρω, για λόγους εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας, θα πρέπει να τοποθετηθούν προϊστάμενοι των τμημάτων τους, του ήδη υπάρχοντος προσωπικού, εκτελούντες όπως μέχρι τώρα, χρέη δημόσιου κατήγορου, με το ίδιο αγροτικό αντικείμενο που βάσει του νέου νόμου διατηρείται. Η τυχόν ανατροπή των θέσεώς τους και η τυχόν τοποθέτησή τους στη νέα υπηρεσία με προϊσταμένους τους υπαλλήλους Π.Ε. της Δασικής Υπηρεσίας Γεωπόνους, Δασολόγους κ.α., δεν θα λειτουργήσει προς όφελος της ομαλής λειτουργίας της υπηρεσίας. Επίσης, για λόγους εύρυθμης λειτουργίας, τη θέση των προϊσταμένων Τμημάτων Αγρονόμων-Δημοσίων κατηγόρων Διοικητών αυτής, θα πρέπει να κατέχουν πτυχιούχοι Νομικής ή σε κάθε περίπτωση πτυχιούχοι Πανεπιστημίων (ΠΕ).»
Ειδικότερα, ο κ. Σπύρος Ταλιαδούρος στην ομιλία του επεσήμανε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Είναι γεγονός ότι το ζήτημα της άμεσης, έγκυρης και δίκαιης παρέμβασης της πολιτείας κάθε φορά που κάποιος πολίτης πέφτει θύμα κακομεταχείρισης, αλλά και της ταυτόχρονης διασφάλισης δικαιοσύνης για τους καταγγελλόμενους είναι ένα ζήτημα που και απασχολεί την κοινωνία μας και την χώρα μας εκθέτει από τις δυσμενείς εκθέσεις που συντάσσονται από διεθνείς οργανισμούς ενώ το ευρωπαϊκό δικαστήριο για τα δικαιώματα του ανθρώπου έχει εκδώσει και καταδικαστικές για την χώρα μας αποφάσεις.
Το τόσο σοβαρό όμως αυτό ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποσπασματικά. Απαιτείται μια συνολική παρέμβαση βασισμένη σε ουσιαστική και διεξοδική έρευνα για τα λάθη και τις δυσλειτουργίες του συστήματος, μετά από διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, και πάντα σε συμφωνία με τις προτάσεις των διεθνών οργανισμών που ασχολούνται με την καταπολέμηση της βίας και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η όλη όμως προσπάθεια κινδυνεύει να δημιουργήσει μεγαλύτερη αναταραχή σε σχέση με τα προβλήματα που προσπαθεί να επιλύσει. Συγκεκριμένα, θα ήθελα να κάνω τις παρακάτω παρατηρήσεις:
α) Δημιουργείται με το άρθρο 1 του νομοσχεδίου το Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, μια υπηρεσία με πολύ σοβαρό και υπεύθυνο έργο, χωρίς όμως τις κατάλληλες αρμοδιότητες και το προσωπικό, και χωρίς να έχει προηγηθεί ο απαραίτητος ουσιαστικός διάλογους με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.
β) Το γραφείο που συστήνεται δεν θα προβαίνει το ίδιο στην διερεύνηση και την ουσία της καταγγελίας, αλλά μετά από μια κατ’ αρχήν κρίση για το παραδεκτό ή μη της καταγγελίας, θα προωθεί την καταγγελία για περαιτέρω διερεύνηση στις αρμόδιες αρχές. Ουσιαστικά, το νομοσχέδιο θεσμοθετεί μια υπηρεσία που θα έχει σκοπό απλά και μόνο να συλλέγει καταγγελίες και να τις προωθεί στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για κρίση επί της καταγγελίας, χωρίς καμιά ουσιαστική αρμοδιότητα. Ο τυπικός και διεκπεραιωτικός της ρόλος, δεν ανταποκρίνεται στην ουσία του αιτήματος για την ανάγκη ίδρυσης ανεξάρτητου μηχανισμού αντιμετώπισης των καταγγελιών αυθαιρεσιών.
γ) Θα πρέπει να διευκρινιστούν με σαφήνεια οι σχέσεις του νέου γραφείου με τα ήδη υπάρχοντα όργανα πειθαρχικού ελέγχου, ώστε να μην υπάρχουν επικαλύψεις και δυσλειτουργίες.
δ) Ακόμη, σχετικά με την κατάργηση της Αγροφυλακής που προβλέπεται στο άρθρο 21 και την ενσωμάτωσή της στη Δασική Υπηρεσία, θα ήθελα να τονίσω ότι η επαναλειτουργία του θεσμού αυτού αποτελούσε απαίτηση του κόσμου της υπαίθρου. Ο θεσμός αυτό θα έπρεπε να ενισχυθεί και όχι να καταργηθεί και να ενσωματωθεί στη Δασική Υπηρεσία. Επίσης, το άρθρο όμως αυτό δεν αναφέρεται καθόλου στην τύχη των Προϊσταμένων των Τμημάτων της Αγροφυλακής, ήτοι των Διοικητών της στους οποίους περιλαμβάνονται και Αγρονόμοι-Διοικητές και Νομικοί-Δημόσιοι Κατήγοροι. Οι ανωτέρω, για λόγους εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας, θα πρέπει να τοποθετηθούν προϊστάμενοι των τμημάτων τους, του ήδη υπάρχοντος προσωπικού, εκτελούντες όπως μέχρι τώρα, χρέη δημόσιου κατήγορου, με το ίδιο αγροτικό αντικείμενο που βάσει του νέου νόμου διατηρείται. Η τυχόν ανατροπή των θέσεώς τους και η τυχόν τοποθέτησή τους στη νέα υπηρεσία με προϊσταμένους τους υπαλλήλους Π.Ε. της Δασικής Υπηρεσίας Γεωπόνους, Δασολόγους κ.α., δεν θα λειτουργήσει προς όφελος της ομαλής λειτουργίας της υπηρεσίας. Επίσης, για λόγους εύρυθμης λειτουργίας, τη θέση των προϊσταμένων Τμημάτων Αγρονόμων-Δημοσίων κατηγόρων Διοικητών αυτής, θα πρέπει να κατέχουν πτυχιούχοι Νομικής ή σε κάθε περίπτωση πτυχιούχοι Πανεπιστημίων (ΠΕ).»