Η υπόθεση της Siemens, ανέδειξε μία πτυχή παθογένειας του κοινοβουλευτικού μας συστήματος και άνοιξε την συζήτηση γύρω από το ζήτημα της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων. Η κρατική επιδότηση στα κόμματα, αναλογικά με την κοινοβουλευτική τους δύναμη, αποδεικνύεται ανεπαρκής για να καλύψει τα έξοδα λειτουργίας των κομμάτων και τις αυξημένες ανάγκες των εκλογικών τους δαπανών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα κόμματα να αναζητούν άλλες πηγές για να συμπληρώσουν τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεών τους. Το πολιτικό χρήμα είναι λοιπόν συνιστώσα της πολιτικής ζωής του τόπου. Είναι αναγκαίο για τη λειτουργία των κομμάτων. Τα τηλεοπτικά σποτ, οι διαφημίσεις σε εφημερίδες, τα προεκλογικά φυλλάδια και οι μετακινήσεις ψηφοφόρων είναι κομμάτια μιας πολυέξοδης διαδικασίας. Άρα το πρόβλημα δεν τίθεται σε ηθική βάση, αλλά σε απόλυτα πραγματιστική. Το ερώτημα λοιπόν είναι απλό: θα κλείσουμε τα μάτια ή θα προσπαθήσουμε να βάλουμε κανόνες στη ροή του πολιτικού χρήματος;
Η απάντηση όμως δεν είναι εύκολη. Από την μια, πρέπει να καταπολεμηθεί η επιρροή «αδιαφανών κέντρων χρηματοδότησης» και από την άλλη, πρέπει να προστατευτεί η πολιτική διαδικασία από υπερβολικές ρυθμίσεις. Οι αποκαλύψεις της τελευταίας περιόδου για το πολιτικό χρήμα έδειξαν, πως το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των εκλογικών εκστρατειών κινείται προς την λάθος κατεύθυνση. Δεν αποτρέπει την συναλλαγή, αντίθετα ωθεί προς την διακίνηση «μαύρου» χρήματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οδηγούμαστε στην σταδιακή απαξίωση του κύρους και της τιμής του πολιτικού κόσμου και της πολιτικής διαδικασίας γενικότερα. Να υφίσταται μια διαρκής υπόνοια διαπλοκής και ύποπτης συναλλαγής μεταξύ πολιτικών και ισχυρών οικονομικών παραγόντων, που θέτει την πολιτική σε κατάσταση ομηρίας. Η υπόνοια αυτή μάλιστα εντείνεται από το γεγονός, ότι οι υφιστάμενες διαδικασίες ελέγχου είναι ελάχιστα αποτελεσματικές έως τελείως αναξιόπιστες, παρέχοντας σε βουλευτές και κόμματα μια ιδιόρρυθμη ασυλία.
Επείγει, επομένως, η διαμόρφωση και η συνεπής εφαρμογή ενός αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου των πολιτικών δαπανών και χρηματοδοτήσεων, ενδεχομένως μέσω μιας ειδικής και ανεξάρτητης δημόσιας αρχής, το ρόλο και τις αρμοδιότητες της οποίας προβλέπει εν μέρει η διάταξη του άρθρου 29 του Συντάγματος, το οποίο θα πρέπει σε γενικές γραμμές: Πρώτον να παρέχει αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και δημοσιότητας στις εκλογικές δαπάνες. Κυρίως μέσω της υποχρεωτικής τήρησης και δημοσιοποίησης βιβλίων και εκθέσεων ισολογισμού, που θα εμφανίζουν λεπτομερώς έσοδα και δαπάνες και θα συντάσσονται από ειδικούς και αξιόπιστους ελεγκτές. Δεύτερον να προσδιορίζει με τρόπο σαφή, ανώτατα όρια εισφορών και κυρίως δαπανών για τα κόμματα και τους βουλευτές ή ακόμα και την πλήρη απελευθέρωση τους υπό συγκεκριμένους όρους και αυστηρές προϋποθέσεις διαφανειας. Και τρίτον να εγγυάται την επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε περιπτώσεις υπερβάσεων των ορίων των εκλογικών δαπανών. Κυρώσεις που μπορεί να συνεπάγονται τόσο έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα όσο και τη περικοπή της κρατικής επιχορήγησης στα κόμματα.
Η συζήτηση και ο προβληματισμός για τα οικονομικά των κομμάτων άρχισε. Ο μόνος δρόμος για τα πολιτικά κόμματα είναι με νηφαλιότητα και επίγνωση των ευθυνών τους απέναντι στην Ελληνική κοινωνία να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να συνεργαστούν για την επιβολή σταθερών και αυστηρών κανόνων. Να γυρίσουν σελίδα για την Χώρα στα θέματα της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, της καταπολέμησης της διαφθοράς. Να αποδεχθούν την πρόταση του Πρωθυπουργού για σύσταση διακομματικής επιτροπής, που θα εξετάσει το ζήτημα και θα υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις. Να αποφασίσουν μακριά από μικροκομματικές σκοπιμότητες, πως το συμφέρον της χώρας να αλλάξει η εικόνα του πολίτικου κόσμου με παρεμβάσεις ουσίας στα θέματα διαφάνειας.