Παρέμβασης του Δ. Σιούφα κατά της τροποποίησης κανονισμού της βουλής


  Όπως έχω κατ’ επανάληψη επισημάνει, σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο (που αποτελεί την πλέον μακρά περίοδο Κοινοβουλευτικής σταθερότητας στην πολιτική ζωή της χώρας) ο εκσυγχρονισμός του Κανονισμού της Βουλής διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία του Κοινοβουλίου.

Πράγματι, μετά το Σύνταγμα του 1975, στα τελευταία 35 χρόνια έγιναν  σημαντικές τροποποιήσεις του Κανονισμού.

Από τον πρώτο Κανονισμό, επί Προεδρίας του Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, τον Οκτώβριο του 1975, τις τροποποιήσεις του Κανονισμού του 1987 επί Προεδρίας Γιάννη Αλευρά, τη τροποποίηση του Κανονισμού  επί Αθανασίου Τσαλδάρη (με τον οποίο καθιερώθηκε η ώρα του Πρωθυπουργού) έως τη ριζική τροποποίηση του Κανονισμού επί Προεδρίας του Απόστολου Κακλαμάνη το 1996 και το 2001, έγιναν πολλά και σημαντικά βήματα εκσυγχρονισμού.

Γνώμονας όλων των παρεμβάσεων, η αναβάθμιση του Κοινοβουλευτισμού, η ενίσχυση το ρόλου των Βουλευτών στην άσκηση του Κοινοβουλευτικού τους έργου και η διασφάλιση της διάκρισης της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία.

Τον Ιούνιο του 2008, ως Πρόεδρος της Βουλής και σε συνεργασία με το τότε Προεδρείο και όλα τα μέλη της Επιτροπής Κανονισμού, εισηγήθηκα προς το Σώμα  το νέο Κανονισμό της Βουλής, με το οποίο τροποποιήθηκαν περισσότερα από  40 άρθρα. Ακολούθησε η τροποποίηση του Κανονισμού Μέρους Β΄, τον Απρίλιο του 2009 με τον οποίο έγινε η αναδιάρθρωση των υπηρεσιών.

Υπενθυμίζω ότι για την τροποποίηση του Κανονισμού, το 2008 και το 2009 έθεσα την πρότασή μου υπ’ όψη όλων των συναδέλφων σε μακρά διαβούλευση. Ακολούθησαν  αλλεπάλληλες συνεδριάσεις της Επιτροπής Κανονισμού.

Στόχος μου ήταν ο νέος Κανονισμός της Βουλής να είναι προϊόν της μέγιστης δυνατής συναίνεσης και συνεννόησης.

Γιατί, η Δημοκρατία είναι το Πολίτευμα του μέτρου, της συνεννόησης και της μέγιστης δυνατής σύγκλισης απόψεων και θέσεων.

Μπορεί να έχουμε σ’ αυτή την αίθουσα τις πολιτικές ή και τις ιδεολογικές μας διαφορές. Όμως μας συνδέει η πίστη στον Κοινοβουλευτισμό και η έγνοια μας να πάει ο τόπος μπροστά.

Σε μια εποχή που το πολιτικό σύστημα αμφισβητείται από μεγάλο μέρος πολιτών για την ικανότητά του να παράγει νέες ιδέες και κυρίως για να δώσει λύσεις στα σύγχρονα προβλήματα, οι ευθύνες όλων μας είναι μεγάλες.

Και η ανάγκη για την περαιτέρω ενίσχυση του Κοινοβουλευτισμού αλλά και για την μεταξύ μας συνεννόηση για τα μεγάλα προβλήματα της χώρας αποτελεί  μονόδρομο.

Αυτή είναι η ιστορική ευθύνη όλων μας σήμερα. Οι πολίτες κουράστηκαν και δεν παρακολουθούν πλέον κραυγές, αλληλοκατηγορίες. Απαιτούν λύσεις. Δεν συγκινούνται από κινήσεις εντυπωσιασμού. Απαιτούν έργο και αποτελέσματα.

Θεωρώ ότι οι περισσότερες από τις διατάξεις που τροποποιούν τον υφιστάμενο Κανονισμό και τις οποίες πρότεινε ο Πρόεδρος της Βουλής και μετά τη συζήτηση στην Επιτροπή Κανονισμού όπου ενσωματώθηκαν καίριες παρεμβάσεις των συμμετεχόντων συναδέλφων έρχονται σήμερα για ψήφιση είναι σωστές.

Θέλω να σταθώ στο ότι ο Πρόεδρος της Βουλής με την πρωτοβουλία του αυτή, συνέχισε την πάγια πρακτική των προκατόχων του. Να χτίζει ο ένας επάνω στο θετικό έργο του άλλου. Είναι μάθημα που στέλνει το Κοινοβούλιο, διαχρονικά, στην εκτελεστική εξουσία.  

Δεν θα τοποθετηθώ αναλυτικά για τις τροποποιήσεις που συζητάμε σήμερα. Το έκανε ο αγαπητός συνάδελφος (και με μακρά Κοινοβουλευτική εμπειρία), ο Τάσος Νεράντζης.

Θα περιοριστώ να κάνω χρήση του χρόνου αναλύοντας 4 διατάξεις που κατέθεσα εν όψει τη σημερινής συζήτησης, αλλά και τις διατάξεις για τις οποίες είχαμε επιφυλάξεις.

Πιο συγκεκριμένα πρότεινα:

Πρώτον :  Η εκλογή του Προέδρου της Βουλής (αρχής γενομένης από τη νέα Κοινοβουλευτική περίοδο να εκλέγεται με φανερή ονομαστική ψηφοφορία. Και το ίδιο να ισχύει και για τα λοιπά μέλη του Προεδρείου. Να γίνεται δηλαδή κάτι ανάλογα με άλλα κορυφαία Κοινοβουλευτικά ζητήματα, όπως είναι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ή η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη Κυβέρνηση). 

Δεν υπάρχει κανένας λόγος, οι Βουλευτές να εκλέγουν με μυστική ψηφοφορία τον Πρόεδρο και τα μέλη του Προεδρείου της Βουλής.

Οι Βουλευτές, έχουν το θάρρος της γνώμης και μπορούν να τοποθετούνται δημόσια και ανοιχτά για τα κορυφαία κοινοβουλευτικά ζητήματα.

Δεύτερον :  Πρέπει να ενσωματώσουμε και στο Κανονισμό της Βουλής, την παράγραφο του άρθρο 79 του Συντάγματος που εισήχθηκε με την τροποποίηση του 2008. Σύμφωνα με αυτό η Βουλή μπορεί να υποβάλλει τροποποιήσεις επί μέρους κονδυλίων  του Προϋπολογισμού κατά τη συζήτηση του προσχεδίου, οι οποίες εισάγονται στην Ολομέλεια και τίθενται σε ψηφοφορία, εφόσον οι τροποποιήσεις δεν έχουν επιπτώσεις στο σύνολο των δαπανών και των εσόδων του Κράτους. Πρόκειται για μια, ιδιαίτερης σημασίας διάταξη, με την οποία η δυνατότητα στο Κοινοβούλιο να παρεμβαίνει ουσιαστικά στη διαμόρφωση του προϋπολογισμού με ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Συμβάλλει  όμως στην περαιτέρω αναβάθμιση του ρόλου των βουλευτών και ενισχύει τη δυνατότητα συμμετοχής τους στη διαμόρφωση των επιμέρους κονδυλίων του Τακτικού  Προϋπολογισμού.

Τρίτον :   Όλοι γνωρίζουμε (και αυτό ισχύει διαχρονικά)  ότι αποτελεί πάγια τακτική να κατατίθενται νομοσχέδια, η εφαρμογή των οποίων παραπέμπει σε έκδοση σειράς υπουργικών αποφάσεων, κοινών υπουργικών αποφάσεων ή Προεδρικών Διαταγμάτων.

Σε πολλές περιπτώσεις η έκδοση της δευτερογενούς νομοθεσίας είτε καθυστερεί (ακόμη και 2 – 3 χρόνια) είτε και παραπέμπεται στις καλένδες. Παράλληλα, το Κοινοβούλιο που έχει τη νομοθετική αρμοδιότητα, αγνοεί για το βάθος και την πλήρη εφαρμογή μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας.

Προηγούμενο άρθρο Τα «πολύ» δικά μας παιδιά
Επόμενο άρθρο Οι επαγγελματίες αγρότες στα φωτοβολταϊκά