Ειδήσεις

Παναγιώτης Ε. Κουρτεσιώτης: Καρποχώρι «Γκέρμπεσι» Καρδίτσας – Αληθινές ιστορίες – Η βάπτιση της Πανάγιως


Το Μάρτιο του 1952 ο Φώτης παντρεύτηκε τη Μυρτώ και τον Απρίλη του 1953 γεννήθηκε το κοριτσάκι τους. Και οι δυο τους ήταν παιδιά από πολύτεκνες οικο­γένειες και μεγάλωσαν μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου αποφάσισαν να βαφτίσουν το μωρό.

Δυστυχώς, τότε αλλά και σήμερα, η νοοτροπία σε αυτά τα θέματα είναι τέτοια που  θέλει σώνει και καλά, όταν είναι γιος να παίρνει το όνομα του πατέρα του άντρα, αν είναι κορίτσι περιμένουν να ακούσουν το όνομα της μητέρας του άντρα.

Εκείνα τα χρόνια στο χωριό  μας, αλλά και στα γύρω χωριά, η βάφτιση γινόταν χωρίς την παρουσία των γονιών του παιδιού, οι οποίοι περίμεναν με ανυπομονησία την αναγγελία του ονόματος στο σπίτι. Συνήθως, μια από τις γιαγιές ή η μαμή πήγαιναν το μωρό στην εκκλησία. Η μητέρα του Φώτη, η Μαρία, επέλεξε να μην πάει στην εκκλησία. Το μωρό το πήγε η μητέρα της Μυρτώς, η Πανάγιω.

Μόλις η νονά, που ήταν σύζυγος γνωστού γυρολόγου, χάρισε το όνομα του μωρού, όλοι οι πιτσιρικάδες του χωριού έτρεξαν στους δρόμους αλλά και στα σοκάκια για να πουν στους γονείς το όνομα.

Ο Κώστας, που ήταν πονηρός και συνεργαζόταν με το Γιώργο, πήγε εκατό μέτρο πιο μακριά από την εκκλησία και στάθηκε εκεί. Του φώναξε δυνατά το όνομα ο Γιώργος και όπως ήταν φυσικό έφθασε στο σπίτι πρώτος. Ο πρώτος που θα έλεγε το όνομα θα έπαιρνε ένα καλό φιλοδώρημα σε δραχμές τής εποχής. Οι υπόλοιποι θα έπαιρναν καραμέλες, ξυλοκέρατα (χαρούπια) ή λουκούμια. Μόλις ο Κώστας έφθασε πρώτος και λαχανιασμένος, τον ρωτάει η γιαγιά Μαρία, η μάνα του Φώτη.

– Πώς το είπαν; Τι όνομα του έδωσαν;

– «Πανάγιω», λέει ο Κώστας.

– Πανάγιω; Σίγουρα δε θα άκουσες καλά!

– Όχι γιαγιά, λέει ο Κώστας, καλά άκουσα. Πανάγιω το είπαν.

– Βρε άντε χάσου από δω! Ακούς εκεί Πανάγιω! Πανάγιω λένε την προκομμένη τη συμπεθέρα μου, τη μάνα της νύφης μου.

Όταν και τα άλλα παιδιά, που έφθασαν στη συνέχεια στο σπίτι επιβεβαίωσαν ότι το μωρό του έδωσαν το όνομα Πανάγιω, η γιαγιά Μαρία έχασε την ψυχραιμία της και γυρίζοντας προς το μέρος της νύφης της φωνάζει αγριεμένα.

– Έτσι ε! Πανάγιω! Συμφώνησες και συ με τη μάνα σου και είπατε το μωρό Πανάγιω! Σπουδαίο όνομα να μη χαθεί ο σπόρος.

Με τη φασαρία και τη νευρική κρίση της γιαγιάς Μαρίας υπήρχε μια καθυστέρηση και οι πιτσιρικάδες άρχισαν να ανησυχούν μήπως τελειώσει η βάφτιση και φύγει η νονά και χάσουν το φιλοδώρημα, γιατί το γυρολόγο τον θεωρούσαν πλούσιο.

Ο Φώτης κατάλαβε την ανησυχία τους και είπε στη μάνα του, τη Μαρία, να μοιράσει στα παιδιά που περίμεναν με αγωνία τις καραμέλες και τα λουκούμια.

– Τα παιδιά μάς ακούν μάνα, κατάλαβες;

– Να μας ακούν θέλω κι εγώ και μην παίρνεις κι εσύ το μέρος της γυναίκας σου και της πεθεράς σου. Άκουσες;

Μοιράστηκαν οι καραμέλες και τα λουκούμια στα παιδιά και ένα – ένα άρχισαν να φεύγουν τρέχοντας προς την εκκλησία. Όταν έφτασαν, η βάφτιση είχε τελειώσει και η νονά βγήκε με τις καραμέλες να τις μοιράσει στα παιδιά. Ακολουθούσε ο άντρας της ο γυρολόγος.

– Ελάτε εδώ παιδιά, λέει η νονά, να πάμε λίγο πιο πέρα που είναι καθαρό το μέρος.

Άρχισε με τη χούφτα της να παίρνει τις καραμέλες απ’ τη σακούλα και να τις ρίχνει διάσπαρτες προς τα πάνω. Οι πιτσιρικάδες σε έξαλλη κατάσταση φωνάζοντας και ουρλιάζοντας ορμούσαν κάτω στο χώμα να αρπάξουν όσες περισσότερες μπορούσαν. Παρατηρώντας έβλεπες τα χέρια των παιδιών να μπερδεύονται μεταξύ τους και κυνηγώντας τις καραμέλες στο χώμα να σηκώνεται σύννεφο ο κουρνιαχτός.

Όταν τέλειωσαν με τις καραμέλες, περίμεναν χρήματα, αλλά ο γυρολόγος δεν είχε τέτοια πρόθεση.

– Λεφτά, φωνάζουν οι πιτσιρικάδες, δε θα μας δώσετε;

–  Δεν έχει λεφτά, απαντά ο γυρολόγος.

– Φτωχός είσαι κι εσύ, ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν τα παιδιά, αλλά απάντηση δεν πήραν.

Στο μεταξύ, όταν η νονά με το βαφτισμένο μωρό και οι καλεσμένοι έφθασαν στο σπίτι, κατά το έθιμο, η μητέρα πριν παραλάβει το παιδί από τη νονά έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά της. Η Μαρία, η μάνα του Φώτη, ήταν αμίλητη και εξοργισμένη. Ακολούθησαν τα κεράσματα, στρώθηκε η τάβλα, έφαγαν τις λιχουδιές και τις πίτες και κάποια στιγμή η νονά και οι καλεσμένοι έφυγαν. Πριν φύγει η συμπεθέρα, η Πανάγιω, την πλησιάζει η Μαρία και της λέει:

– Είχες δεν είχες το ’δωσες το όνομα το δικό σου στο κορίτσι. Εσύ είπες στη νονά να πει αυτό το όνομα;

– Όχι συμπεθέρα δεν της είπα εγώ. Τώρα γιατί το ’κανε αυτή αυτό και μας έβαλε σε γκρίνια δεν το ξέρω. Θα μάθεις και μάλιστα πολύ γρήγορα.

Η γκρίνια έγινε ανυπόφορη και ο γιος της Μαρίας, ο Φώτης, πήρε τη γυναίκα του και το παιδί τους και πήγαν να μείνουν προσωρινά σ’ ένα υπόστεγο που είχαν τα πεθερικά του. Η μάνα της Μυρτώς που δεν είχε καμιά ανάμειξη για το όνομα δεχόταν καθημερινά επιθέσεις από τις γυναίκες του χωριού, διότι πίστευαν ότι αυτή είπε στη νονά να δώσει αυτό το όνομα στο μωρό.

Για να απαλύνει λίγο τα οξυμμένα πνεύματα η Πανάγιω, φωνάζει την κόρη της και της λέει:

– Δε θέλω να φωνάζουμε Πανάγιω το κορίτσι. Θα το φωνάζουμε Γιούλα! Ίσως μ’ αυτό, όταν το  μάθει, η προκομμένη η πεθερά σου να ηρεμήσει. Νισάφι πια.

Οι γειτόνισσες Σοφία και Αρετή, όταν είδαν το γυρολόγο, τον άντρα της νονάς, να περνάει με την πραμάτεια του απ’ το δρόμο τον σταμάτησαν τάχα να ψωνίσουν, αλλά περισσότερο καίγονταν να μάθουν τι ακριβώς συνέβη και η γυναίκα του έδωσε το όνομα στο μωρό Πανάγιω.

Αφού αγόρασαν καρούλια, κόμτσες και βελόνια, τον ρωτάει η Σοφία.

– Είναι αλήθεια ότι η Πανάγιω είπε στη γυναίκα σου να δώσει το όνομά της στο μωρό;

– Όχι Σοφία αυτό δεν είναι αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι η γυναίκα μου, όταν ήρθε η στιγμή να χαρίσει το όνομα, τά ’χασε, ξέχασε το όνομα της Μαρίας και χάρισε στο μωρό το όνομα της Πανάγιως. Όπως βλέπετε, εδώ δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα από τη γυναίκα μου χωρίς να το θέλει και γι’ αυτό η κουμπάρα, η Μαρία, πρέπει να δείξει κατανόηση. Γιατί, όταν δε λύνουμε κάτι που μας ενοχλεί, αυτό διαιωνίζεται!

Η κατάσταση στις σχέσεις του Φώτη με τη μάνα του τη Μαρία αντί να βελτιωθεί προς το καλύτερο χειροτέρευε. Για να μην τους βρει ο χειμώνας, το Φώτη και την οικογένειά του, στο υπόστεγο, με τη συγκατάθεση του πεθερού του έκτισε ένα δωμάτιο και μια σάλα (χωλ) σε μια γωνιά του οικοπέδου του. Στο πίσω μέρος του δωματίου έκτισαν το μαγειρειό με την ελπίδα να μπορέσουν στο μέλλον να κτίσουν ένα σπίτι της προκοπής.

Η Φρόσω, που ήταν αδελφή του πατέρα του Φώτη, θεία του δηλαδή, ήταν παντρεμένη σε άλλο χωριό. Είχε μάθει τα συμβάντα και είχε στεναχωρηθεί πολύ. Το Φώτη αυτή τον μεγάλωσε στα χέρια της. Αποφάσισε να πάει στο πατρικό της και να μιλήσει με τη νύφη της, τη Μαρία. Άνοιξε δειλά – δειλά την κουβέντα με τη Μαρία και τόνισε ότι αυτά δεν είναι πράγματα σωστά και ούτε τα θέλει ο Θεός!

– Αλήθεια Μαρία πας τακτικά στην εκκλησιά;

– Πάω κάθε Κυριακή και γιορτή. Φτιάχνω τακτικά πρόσφορα, εξομολογούμαι δυο και τρεις φορές το χρόνο, μεταλαβαίνω το χρόνο πολλές φορές, είμαι μια πολύ καλή Χριστιανή.

– Τον εξομολόγο, ρωτάει η Φρόσω, του είπες για την έχθρα που έχετε με το γιο σου και τη νύφη σου;

– Του είπα και μου έκοψε τη μεταλαβιά για ένα χρόνο. Όμως, ήταν σωστό αυτό; Τον ρώτησα, αν αυτά συνέβαιναν σε σένα τι θα έκανες; Θα δεχόσουν να σε εμπαίζουν; Τι λέει ο Θεός γι’ αυτό; Και μου απάντησε:

– Προσευχήσου στο Θεό και μπορεί να σου δώσει απάντηση στο ερώτημά σου ή να σου πει περίμενε. Ο Θεός είναι αγάπη, η έχθρα και το μίσος είναι έργα του διαβόλου. Όποιος δεν τηρεί τις εντολές του Θεού θα πάει στη κόλαση.

– Εγώ δεν ξέρω, λέει η Φρόσω, τι γίνεται στον απάνω κόσμο με την κόλαση και τον παράδεισο, ξέρω όμως ότι αυτό που συμβαίνει με σένα και τα παιδιά σου είναι Κόλαση!!

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο Στο 8ο Φεστιβάλ Ελληνικού Μελιού συμμετείχε η Περιφέρεια Θεσσαλίας
Επόμενο άρθρο Διανομή φρούτων στο Μουζάκι