Τον Οκτώβριο του 2010 η Κινηματογραφική Λέσχη Καρδίτσας αποφάσισε να τον αφιερώσει στο νέο ρεύμα του Ελληνικού Κινηματογράφου που τότε ξεπηδούσε και το οποίο αυτοανακηρύχθηκε ως «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη». Στο πλαίσιο αυτού του αφιερώματος εκτός των άλλων σκηνοθετών επιλέξαμε να προβάλουμε και μέρος από το έργο της Λουκίας Ρικάκη (το ντοκιμαντέρ «Όνειρα σε άλλη γλώσσα» »).
Η πρώτη επαφή μαζί της ήταν και η πλέον ενδεικτική του χαρακτήρα και του πάθους που αυτή η νέα γυναίκα είχε για τη δουλειά της αλλά και για τον Κινηματογράφο γενικότερα. Δεν ήταν ένα τυπικό τηλεφώνημα μια πρώτη ψυχρή γνωριμία. Αλλά ένας ποταμός πληροφοριών, μια επαφή που θύμιζε ανθρώπους που γνωρίζονται χρόνια. Και η συνέχεια καταιγιστική. Το E-mail μας γέμισε με πληροφορίες για το έργο της αλλά και πληροφορίες για το έργο άλλων συναδέλφων της και φυσικά ενημέρωση για τα «αγαπημένα της παιδιά» το Φεστιβάλ Ρόδου και Κω αφιερωμένα στο Περιβάλλον και την Υγεία αντίστοιχα. Η εικόνα αυτή που σχηματίσαμε, δεν άλλαξε αλλά ενισχύθηκε και με την άφιξή της στην πόλη μας. Δευτέρα και όχι Τρίτη όπως συνήθως γιατί τότε μπορούσε, έτρεχε συνεχώς, σχεδίαζε ακατάπαυστα, επικοινωνούσε (όπως συνειδητοποιήσαμε στη συνέχεια) με χιλιάδες κόσμο.
Σε όλη τη διάρκεια της προβολής του εκπληκτικού της ντοκιμαντέρ δεν σταμάτησε να επικοινωνεί με το κινητό τηλέφωνο – υπολογιστή της με κόσμο και να ενημερώνει εκτός των άλλων και για την προβολή μας. Η συζήτηση στη συνέχεια αφοπλιστική. Οι ερωτήσεις ποταμός και οι απαντήσεις καταρράκτες σκέψεων και συναισθημάτων, καταλάβαινες ότι δεν ήταν ένα απλό έργο αλλά ένα κομμάτι της ψυχής της, ένα «παιδί» μιας γεμάτης στοργή «μητέρας». Όπως και για όλα της τα τέκνα (άνθρωποι και ομάδες του περιθωρίου που ζούσαν και βίωναν έναν ιδιαίτερο αποκλεισμό) αφιέρωνε μεγάλο μέρος της ζωής της ζώντας μαζί τους στην Κρήτη, την Κύπρο, στο Κέντρο της Αθήνας…. Και όσο μιλούσε – πως το κατάφερνε αυτό – απαντούσε παράλληλα και σε μηνύματα στο κινητό της που κατόπιν καταλάβαμε ότι ήταν σε ζωντανή σύνδεση με φίλους της από το Facebook (θυμόμαστε ότι το ίδιο βράδυ μετά την προβολή – συζήτηση, στη Μαργαρίτα της αναφέραμε το περιστατικό και γέλαγε διότι όπως η ίδια μας δήλωσε δεν σταμάταγε να επικοινωνεί με ανθρώπους σχεδόν όλο το 24ωρο).
Η προβολή σπουδαία, ο κόσμος που συμμετείχε –αν και λιγότερος του αναμενομένου – θερμός και εντυπωσιασμένος. Δυστυχώς ο καιρός (παλιόκαιρος) δεν επέτρεψε σε πολλούς/ες να έρθουν στο Παυσίλυπο. Ένα Παυσίλυπο που την εντυπωσίασε, όπως και η λειτουργία της Λέσχης μας.
Δεν θα αναφερθούμε στο έργο της, άλλωστε αυτό το έχουν κάνει τόσοι άλλοι πιο ειδικοί από εμάς και θα το κάνουν και περισσότεροι στη συνέχεια. Αυτό που θα περιγράψουμε είναι ένα περιστατικό που συνέβη την επόμενη μέρα.
Στο τέλος της βραδιάς της είπαμε τι θα ήθελε να κάνει μέχρι το μεσημέρι που θα αναχωρούσε προτείνοντάς της διάφορες «τουριστικού» τύπου διαδρομές εντός και εκτός πόλης. Δεν ήθελε τίποτα απ’ όλα αυτά, μόνο κάτι που το ζήτησε ως χάρη… «να επισκεφτώ τον τσιγγάνικο οικισμό που μου είπατε ότι έχει η πόλη της Καρδίτσας μας είπε». Πιστή στο έργο της, πιστή στις αρχές και τα ενδιαφέροντά της αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι όλη της η κινηματογραφική δουλειά δεν είναι μια απλή διαμεσολάβηση ή μια σχέση επαγγελματία – υποκειμένου, αλλά μια βαθειά προσωπική (άρα εσωτερική, άρα ιδεολογική) σχέση.
Ας μας επιτραπεί η αφήγηση του γεγονότος να γίνει σε πρώτο πρόσωπο από εδώ και πέρα: Σε όλη τη διαδρομή δεν ρώτησε τίποτα προσωπικό, δεν συζήτησε τίποτα σε σχέση με την χθεσινή προβολή, αλλά μόνο ζητούσε στοιχεία για τη ζωή και τον οικισμό των Τσιγγάνων. Σκέφτηκα ότι κάτι είχε στο μυαλό της- ίσως κάποιο από τα ανεκτίμητα ντοκιμαντέρ της, αλλά δεν τη ρώτησα από τακτ. Το μόνο που της είπα είναι Λουκία θα πάμε στο οικισμό αλλά θα σε παρακαλούσα να μην τραβήξεις καμία φωτογραφία, διότι δεν μου αρέσει οι «επισκέπτες» να βλέπουν αυτή την ομάδα των πολιτών ως Μπόλυγουντ (φτωχοί πλην τίμιοι γεμάτοι έρωτα, ζωή και τραγούδι) . Και το σεβάστηκε ευλαβικά. Μίλησε με όλους, χαιρέτησε τα παιδιά, τους μεγάλους και κυρίως τις γυναίκες του οικισμού, επισκεφτήκαμε το Ιατροκοινωνικό Κέντρο. Στο τέλος βγαίνοντας από τον οικισμό μου είπε ότι ήταν η καλύτερη περιήγηση που έκανε και θα της μείνει αξέχαστη. Και εκεί πιο κάτω δεν «άντεξε» άλλο την φωτογραφική απαγόρευση, μου λέει με ένα φοβερό ενθουσιασμό: τώρα που φύγαμε από τον οικισμό μπορώ να τραβήξω φωτογραφίες;. Φυσικά της είπα χωρίς να κατανοώ τι ακριβώς θα τραβούσε στα χωράφια. Το έμαθα μετά από ένα τηλεφώνημα, ναι από ένα τηλεφώνημα διότι περίμενα στο αυτοκίνητο ενώ εκείνη φωτογράφιζε. Μια φίλη μου – από άλλη πόλη – με παίρνει τηλέφωνο και με ρωτάει «Είσαι με την Ρικάκη;» και απορριμμένος απαντάω «ναι, αλλά εσύ πως το έμαθες;», και η απάντηση αφοπλιστική «είμαι στο Facebook, φίλη της Ρικάκη και ανέβασε μια καταπληκτική φωτογραφία από ένα εικόνισμα υπερπαραγωγή (όπως το χαρακτήρισε) από τον τσιγγάνικο οικισμό και σκέφτηκα ότι θα είστε μαζί λόγω της δουλειάς σου». Έμεινα άναυδος, έχω περάσει τόσες φορές από αυτό το σημείο, ομολογώ ότι το εικόνισμα – υπερπαραγωγή δεν το πρόσεξα ποτέ μου (άλλα τα μάτια του λαγού και άλλα της κουκουβάγιας), και βέβαια συνειδητοποίησα ότι η ίδια το είχε εντοπίσει από την αρχή όταν πηγαίναμε προς τον οικισμό και ήθελε οπωσδήποτε να το καταγράψει.
Αυτή ήταν η Λουκία Ρικάκη για εμάς. Ένας άνθρωπος αληθινός, με πάθος και αρχές που έβγαζε και στο κινηματογραφικό της έργο, που μπορεί να σου άρεσε ή όχι καλλιτεχνικά αλλά δεν σου έκλεινε πονηρά το μάτι, δεν ήθελε να σε μπερδέψει, δεν πήγαινε από την εύκολη οδό προτιμούσε τα δύσκολα μονοπάτια.
Να είσαι καλά Λουκία όπου και αν βρίσκεσαι, ο παλιόκαιρος δεν στέρησε από εμάς την επαφή με την πηγαία «λιακάδα της ψυχής σου». Ραντεβού στην σκοτεινή αίθουσα των γεμάτων ανθρωπιά ηρώων σου. Σε χρειαζόμαστε ιδιαίτερα τώρα σε αυτή την δύσκολη εποχή που λείπει το χαμόγελο, το πάθος, η όρεξη, η ελπίδα…
ΠΑΥΛΟΣ ΜΠΕΜΠΕΣ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ