Στις εκδηλώσεις «Καραϊσκάκεια 2016» προς τιμήν του Αρχιστράτηγου του 1821 Γ. Καραϊσκάκη στη γενέτειρά του ήρωα στο Μαυρομμάτι Καρδίτσας παρευρέθηκε τη Δευτέρα του Πάσχα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κος Προκόπης Παυλόπουλος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αφού παρακολούθησε την επιμνημόσυνη δέηση στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Μαυρομματίου κατέθεσε στεφάνι στο άγαλμα του ήρωα στην κεντρική πλατεία Μαυρομματίου και στη συνέχεια ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης Μουζακίου.
Η ομιλία του Προέδρου των Εφέδρων Αξιωματικών Ι. Ντενησιώτη
Τιμούμε σήμερα εδώ στον τόπο που είδε το πρώτο φως , εδώ που πήρε την πρώτη ανάσα «ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ» τον γιο της Καλογριάς, τον Καρδιτσιώτη Αρχιστράτηγο του ένδοξου 1821, ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ.
Πολλά τα κατορθώματα, πολλές οι μαρτυρίες. Yπάρχει πάντα το αίσθημα ότι κάτι θα ξεχαστεί, ότι ίσως κάτι δεν θα αναφερθεί, ότι ίσως αδικηθεί ο «γύφτος».
Ορφανός όπως ήταν πήρε το προσωνύμιο του Καραϊσκάκη, δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο. Από μικρός κατάλαβε ότι η ζωή θέλει αγώνα. Βαριά η ορφανιά, δύο φορές βαριά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Ο σπόρος του όμως ήταν γερός. Τι και αν έπεσε σε βράχο? Τι και αν δεν έβρεξε για να μουσκέψει? Αυτός ρίζωσε γιατί είχε θέληση. Θέληση για ζωή, για προκοπή, για ελευθερία. Έννοιες πιο δυνατές από τις κακουχίες, από τα εμπόδια. Έμαθε να επιβιώνει, είχε άριστο ένστικτο και με τον χειμαρρώδη λόγο του, έκανε τους άλλους να πιστεύουν.
Πρωτο έγινε κλέφτης, παιδί 12 ετών. Έκαμε δικιά του ομάδα. Μαθεύτηκαν τα κατορθώματά του και κυνηγήθηκε από τους Τούρκους, καταλήγοντας στα δεκάξι του στα μπουντρούμια του Αλή Πασά στα Γιάννενα.
Έκοβε το μάτι του Αλή, κατάλαβε τι πάστα άνθρωπος ήταν, τον λευτέρωσε, τον σπούδασε και τον έκανε τζοχανταραίο.
Δεν μπόρεσε όμως ο Αλή Πασάς να κατακτήσει την Ελληνική Ψυχή του Καραισκάκη. Όταν άρχισε να ακούγεται και να δοξάζεται το όνομα του Κατσαντώνη, κάτι φτερούγισε μέσα του. Ο ίσκιος του κάστρου των Ιωαννίνων μαράζωνε την ψυχή του. Ξάφνου λαχτάρισε τις κορφές, το βουνίσιο αγέρι, τα απάτητα Άγραφα και πήρε την απόφαση. Παρατάει το Σεράι, ανέσεις και Πασά και πάει στο λημέρι του Κατσαντώνη, όπου ο Κατσαντώνης με τη μία αναγνωρίζει στο βλέμμα του τη θέρμη του Ήρωα για την λευτεριά και χωρίς περιστροφές του λέει «ΜΕΙΝΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ».
Αυτές ήταν οι σπουδές του Καραισκάκη. Το Δημοτικό το πέρασε κυνηγημένο παραπαίδι στο Μαυρομάτι και έπειτα κλεφτόπουλο. Το γυμνάσιο το έβγαλε στα Γιάννενα του Αλή Πασά και τον πόλεμο τον έμαθε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Κατσαντώνη, που την τελείωσε με άριστα.
Έτοιμο από καιρό τον βρήκε η Επανάσταση. Ηφαίστειο να εκραγεί και να κάψει την Τουρκιά. Ανυπόταχτο πνεύμα, που κράτησε άσβεστη τη σπίθα της λευτεριάς.
Ήξερε ποιος ήταν, ήξερε τι έγινε, ήξερε τι ήθελε. Από ορφανός κατατρεγμένος, έγινε Αρχιστράτηγος με μοναδικό πόθο την Λευτεριά της Πατρίδος.
Δεν ήξερε όμως να κρύβει τις σκέψεις του, μήτε τα συναισθήματά του. Είχε ευχή και κατάρα την Ατσαλόστομη γλώσσα που τσάκιζε κόκκαλα. Ο δρόμος για να κερδίσει τη φιλία κάποιου ήταν μόνο η λεβεντιά.
Για τους φοβιτσιάρηδες, για τους κιοτήδες είχε πάντα μαζί του το «βρακί της Κατερίνας».
Ο λαός τον αγάπαγε και οι αγωνιστές του τον λάτρευαν. Ο οχτρός κανέναν άλλον δε λογάριαζε όπως αυτόν.
Οι πολιτικάντηδες τον έβγαλαν προδότη, όπως έβγαλαν και τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο, τον Υψηλάντη, τον Νικηταρά, τον Μακρυγιάννη και άλλους τίμιους αγωνιστές.
Την κρίσιμη στιγμή της Επανάστασης οι πολιτικάντηδες κατάφεραν την υποψία, τη διχόνοια, την προδοσία και τη ρουφιανιά να την τρυπώσουν παντού. Έλληνες μαζί με Τούρκους κυνηγούσαν Έλληνες.
Και τότε ένα βήμα πριν την ολική καταστροφή με τον τίτλο του Αρχιστράτηγου κατάφερε να ενώσει τους Έλληνες και να σώσει με τις νίκες του την Επανάσταση.
Αθάνατη Ρωμιοσύνη δεν την βαστάς την αδικία. Όσα ψέματα και φήμες να ακούσεις έχεις το ένστικτο το αλάνθαστο.
Βέβαια οι οχτροί του Ήρωα, με όλα τα κατορθώματά του φουρκίζονταν περισσότερο. Ο θάνατός του δεν γνωρίζουμε ακόμη από τι βόλι ήρθε.
Γνωρίζουμε όμως ότι δίχως τις νίκες του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη ο Κιουταχής θα βρισκόταν από το φθινόπωρο του 1826 στο Μοριά με ότι αυτό συνεπάγεται για την Επανάσταση.
Όπως γράφει ο Σπηλιάδης «Δεν ανέστησε η ολιγαρχία την Στερεά Ελλάδα, αλλά την ανέστησε ο Καραϊσκάκης».
Τα τελευταία λόγια του πριν πεθάνει ήταν «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την Πατρίδα».
Ο θάνατός του μαύρισε την ψυχή όλου του Λαού. Έχασαν ξάφνου όλοι τον πατέρα τους. Ποτέ σε όλο το Εικοσιένα δεν θρήνησαν πολεμιστές και λαός άλλον Ήρωα όπως αυτόν.
Σήμερα ζούμε έναν διωγμό, καλυμμένο με μπόλικο προοδευτισμό και καθωσπρεπισμό.
Σήμερα η νεολαία μας έχει χάσει τον προσανατολισμό της. Δεν έχει για πρότυπα τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, την Μπουμπουλίνα, τον Παύλο Μελά, τον Γρηγόρη Αυξεντίου. Πατριώτες με ιδανικά, «πιστεύω» και μεγάλους στόχους.
Σήμερα η νεολαία γνωρίζει τον Σπάϊντερμαν, τον Μπάτμαν, τον Κάπτεν Αμέρικα.
Ξυπνάει η νεολαία το πρωί και δεν λέει σήμερα γιορτάζει, ο Άγιος Χαράλαμπος, η Αγία Βαρβάρα, αλλά λέει είναι η παγκόσμια ημέρα ποδηλάτου ή η παγκόσμια ημέρα της σαλαμάνδρας.