Πολλές συζητήσεις πυροδότησε η πρόσφατη πρόταση της κυβέρνησης και συγκεκριμένα του Υπουργού Εσωτερικών κ. Γ. Μιχελάκη –ουσιαστικά πρόταση του προηγούμενου υπουργού κ. Στυλιανίδη ήταν, μετά από προεκλογική ανακοίνωση του Πρωθυπουργού κ. Σαμαρά -σχετικά με τον νέο τρόπο εκλογής και ανάδειξης δημάρχων και δημοτικών συμβούλων από τις επόμενες κιόλας αυτοδιοικητικές εκλογές. Έτσι λοιπόν, φαίνεται να ανοίγει ένας διάλογος για μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στην τοπική αυτοδιοίκηση και καλούμαστε να πάρουμε θέση στις νέες προκλήσεις. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που η Αυτοδιοίκηση δοκιμάζεται. Οι ασχολούμενοι με τα κοινά σε αιρετά αξιώματα γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι η τοπική αυτοδιοίκηση από τη μεταπολίτευση και μετά άλλαξε με ραγδαίους ρυθμούς και διαμόρφωσε την πορεία της μέσα από τις μεγάλες αλλαγές που συντελέστηκαν σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Το άρθρο 102 του Συντάγματος του 1975 αποτέλεσε την πιο ορθολογική ρύθμιση που αφορούσε στις αρμοδιότητες και στα οικονομικά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Σπουδαιότερη δε στη συνέχεια ήταν αναμφίβολα η θεσμική μεταβολή στην αναθεώρηση του 2000, όπου καθιερώθηκε το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των ΟΤΑ και επιπλέον εκχωρήθηκαν στην τοπική αυτοδιοίκηση αρμοδιότητες και πέρα από τις τοπικές υποθέσεις, ακόμη και κρατικές, ενώ υπερτονίστηκε και η οικονομική αυτοτέλεια, η οποία όμως επί της ουσίας έμεινε μέχρι σήμερα γράμμα κενό και διακαής, αλλά ανεκπλήρωτος, πόθος των αιρετών που την υπηρετούν.
Βέβαια ο απολογισμός των αλλαγών στους ΟΤΑ, θεσμικών και πολιτικών, που βιώσαμε οι αυτοδιοικητικοί όλα αυτά τα χρόνια, κυρίως από τον Καποδίστρια και μετά, είναι μια μακρόσυρτη παράθεση στοιχείων και αριθμών, όχι πάντα με θετικό πρόσημο, που η ανάλυσή τους δεν είναι του παρόντος, χωρίς βέβαια αυτό να αναιρεί την πεποίθηση (τουλάχιστον λεκτικά), ότι πάγιος στόχος των εκάστοτε κυβερνήσεων και των νομοθετικών οργάνων, αλλά και των ανθρώπων που υπηρετούσαν την τοπική αυτοδιοίκηση ήταν οι ισχυροί ΟΤΑ, με αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση , που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις. Στο παρόν θα περιοριστώ στην ανάλυση των νέων δεδομένων που φέρει μαζί του η νέα πρόταση του υπουργού εσωτερικών σχετικά με τον τρόπο εκλογής δημάρχων και δημοτικών συμβούλων, που αν τελικά εφαρμοστεί, θα σηματοδοτήσει νέο κεφάλαιο στην ιστορία της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Συνοπτικά η νέα πρόταση του υπουργού εσωτερικών προβλέπει την ύπαρξη δύο ψηφοδελτίων, ένα με όλους του υποψηφίους δημάρχους και ένα άλλο με όλους τους υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους, χωρίς ένδειξη του συνδυασμού στον οποίο συμμετέχουν. Προφανές είναι , ότι οι υποψήφιοι δήμαρχοι υποχρεούνται να καταρτίσουν και δημοσιεύσουν πλήρη συνδυασμό. Οι λεπτομέρειες και τα κομβικά σημεία της νέας αυτής θεσμικής μεταρρύθμισης δεν περιγράφονται τουλάχιστον μέχρι τώρα στην πρόταση του υπουργού η οποία είναι γενικόλογη και δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα τα επί μέρους στοιχεία που θα τη διέπουν, ώστε να καταστεί λειτουργική και αποτελεσματική. Φρονώ ωστόσο ότι ουσιαστική αξία έχει να διερευνηθεί το κατά πόσο η νέα αυτή πρόταση προσδίδει περισσότερη δημοκρατία και ελευθερία στις τοπικές κοινωνίες ως προς την ανάδειξη των εκπροσώπων τους στα δημοτικά συμβούλια και αν τα τελευταία καταστούν περισσότερο λειτουργικά για το συμφέρον των δημοτών.
Ο αρμόδιος υπουργός διατείνεται ότι το νέο νομοσχέδιο, αν μη τι άλλο, θα αποκομματικοποιήσει την αυτοδιοίκηση, σπάζοντας τις στείρες κομματικές γραμμές και θα οδηγήσει σε μια ακηδεμόνευτη αυτοδιοίκηση, όπου θα πρυτανεύουν οι νέοι, οι άφθαρτοι και οι ανένταχτοι ενεργοί πολίτες απογαλακτισμένοι από κομματικούς εναγκαλισμούς. Η άποψη αυτή έχει μια βάση και διεκδικεί τη μισή αλήθεια, αν αναλογιστεί κανείς, ότι αρκετοί συμπολίτες μας, με κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση, αρνούνταν να κατέλθουν στον πολιτικό αυτοδιοικητικό στίβο, επειδή απεχθάνονταν την κομματική συναλλαγή και την υπόδειξη προσώπων, που πέρα από την κομματική τους ταυτότητα, δεν είχαν να επιδείξουν τίποτα περισσότερο. Είναι επομένως ένα κίνητρο για αυτή την κατηγορία των συμπολιτών μας, που οραματίζονται δημοτικά συμβούλια με ανεξάρτητα και ανένταχτα μέλη, να ενεργοποιηθούν και να κατέλθουν στον πολιτικό στίβο, προσβλέποντας στην ευρύτερη συναίνεση και σύγκλιση απόψεων. Θεωρείται ότι επιτυγχάνεται έτσι ένας πλουραλισμός απόψεων με εκφραστές ανθρώπους που προέρχονται από διαφορετικούς χώρους, όχι απαραίτητα πολιτικούς, και έχουν διαφορετική κουλτούρα και αντίληψη για τα πράγματα. Επιδιώκεται με τη ρύθμιση αυτή να «οικοδομηθούν» δημοτικά συμβούλια πλήρους συνεργασίας και διαφάνειας, όπου θα προέχει η ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και όχι οι στείρες και πολλές φορές ανούσιες αντιπαραθέσεις, που μόνο στόχο έχουν να συντηρούν ένα παιχνίδι εντυπώσεων και αποτυχημένων, όπως αποδεικνύεται καθημερινά, αντιπολιτευτικών και μικροπολιτικών τακτικών, εις βάρος της κοινωνίας και των δημοτών, οι οποίοι αποστρέφονται τα παραπάνω και αναζητούν από τους αιρετούς μόνο λύσεις και προτάσεις για τα τοπικά προβλήματα και ζητήματα. Αυτή είναι, όπως προαναφέρθηκε, η μία όψη του νομίσματος. Μήπως όμως πέρα από την παραπάνω παράμετρο, ελλοχεύει με το προτεινόμενο νομοσχέδιο ο κίνδυνος της πλήρους αποπολιτικοποίησης των αυτοδιοικητικών εκλογών; Και αυτό κατά τη γνώμη μου χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, μιας και η αυτοδιοίκηση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα και να παύσει να παράγει πολιτική. Και η πολιτική χαράζεται και παράγεται μέσα από κρυσταλλωμένες, ξεκάθαρες και διαυγείς αντιλήψεις και θεωρήσεις για τα πράγματα, που κουβαλούν μόνο όσοι χαρακτηρίζονται ως πολιτικά όντα και τις εκφράζουν συνήθως μέσα από συσπειρωμένες ομάδες και παρατάξεις με κοινούς στόχους και κοινό όραμα και με ενιαίο πρόγραμμα. Οι ασχολούμενοι δηλαδή με την πολιτική, είτε σε κεντρικό είτε σε τοπικό επίπεδο, πρέπει να είναι πολιτικά όντα, με ενδιαφέρον για τις τοπικές υποθέσεις, με θέσεις, απόψεις, συγκεκριμένη κοσμοθεωρία και πολιτική ιδεολογία, που δεν συνδέεται και δεν πρέπει να συνδέεται απαραίτητα με την κομματική ταυτότητα του καθένα. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές μπορούν να απαγκιστρωθούν από κόμματα και χρίσματα, ποτέ όμως δεν πρέπει να αποπολιτικοποιηθούν. Οι πολιτικές θέσεις των ενεργών πολιτών, που συγκλίνουν μεταξύ τους, διαχρονικά εκφράζονται μέσα από τη συγκρότηση ομάδων και παρατάξεων, ώστε να γνωρίζει ο πολίτης – εκλογέας την πολιτική ταυτότητα, τις ιδέες και την ατζέντα προτάσεων κάθε ομάδας και να επιλέξει τους καλύτερους για τoν τόπο του. Σε διαφορετική περίπτωση, θα υπάρχουν δημοτικά συμβούλια με πολλά ετερόκλητα στοιχεία, που ενδεχομένως να μην συγκλίνουν πουθενά, και η πλημμυρίδα απόψεων να οδηγεί σε συγκρούσεις, αδιέξοδα και δυσλειτουργίες και σε αδυναμία ισχυρών πλειοψηφικών αποφάσεων.
Βέβαια η ωριμότητα που θα πρέπει να διαθέτει το δημοτικό συμβούλιο και ο κάθε σύμβουλος ξεχωριστά στη σύνθεση και σύγκλιση απόψεων και αντιλήψεων είναι προαπαιτούμενο για το νέο προτεινόμενο εκλογικό σύστημα. Χωρίς αυτό το δομικό και απαραίτητο στοιχείο το καινοτόμο εγχείρημα δυστυχώς είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Αυτό όμως απαιτεί και τη διαμόρφωση μιας νέας εντελώς διαφορετικής από την κρατούσα μέχρι σήμερα αυτοδιοικητικής κουλτούρας για την οποία δεν είμαι βέβαιος ότι έχει ενσωματωθεί μέχρι τώρα στο πολιτικό προσωπικό που υπηρετεί τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς. Όλοι γνωρίζουμε ότι η συνήθης τακτική από τις πλειοψηφίες είναι η κακώς εννοούμενη κυριαρχία τους, ενώ από τις μειοψηφίες είναι η άκριτη και μικροπολιτική αντιπολιτευτική στάση με μόνο στόχο την απαξίωση είτε του Δημάρχου είτε της πλειοψηφίας χωρίς να ενδιαφέρεται για την προώθηση των τοπικών υποθέσεων εξαντλώντας τις δυνάμεις της στη στείρα αντιπολίτευση χάρις εντυπώσεων.
Όσον αφορά την θεσμοθέτηση ή ορθότερα επαναφορά του 42% ως ελάχιστου ποσοστού εκλογής των Δημάρχων, που είχε θεσπιστεί το 2006 για να καταργηθεί αργότερα, προσωπικά εκτιμώ ότι αποτελεί τομή στον νέο εκλογικό νόμο και εξηγούμαι: Βασική προϋπόθεση μιας ισχυρής τοπικής αυτοδιοίκησης, πέρα από την εμπιστοσύνη της κοινωνίας σε αυτή πρέπει να είναι και το ξεκάθαρο και συγκεκριμένο πρόγραμμα που καλείται να εφαρμόσει. Και ο κάθε Δήμαρχος με τον συνδυασμό του παρουσιάζει ξεκάθαρο πρόγραμμα την πρώτη Κυριακή. Τη δεύτερη Κυριακή, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, τα προγράμματα αλλοιώνονται χάριν των ευκαιριακών συμμαχιών και των αναγκαστικών συμπλεύσεων, με αποτέλεσμα να προκύπτουν τοπικοί άρχοντες σε σύγχυση, που παραπαίουν ανάμεσα σε πολλές απόψεις και όλα αυτά σε βάρος της τοπικής κοινωνίας. Είναι λοιπόν προτιμότερη η εκλογή από την πρώτη Κυριακή, γιατί είναι εκλογή καθαρή και όχι συγκυριακή. Ο δεύτερος γύρος απαιτεί συναλλαγές και πρακτικές που δεν τιμούν την ποιότητα της δημοκρατίας. Εξάλλου, μήπως δεν διοίκησαν τη χώρα μας, αλλά και άλλες χώρες, κυβερνήσεις του 42 ή 43%; Για ποιο λόγο ο Δήμαρχος πρέπει να έχει μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση από έναν Πρωθυπουργό; Σε κάθε περίπτωση, προς επίρρωση της σκέψης μου, στις Δημοκρατίες κανόνας είναι η σχετική πλειοψηφία και όχι η απόλυτη. Τις απόλυτες πλειοψηφίες τις προβλέπει το Σύνταγμα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ενώ αφήνει το νομοθέτη στο άρθρο 102 παρ. 2 να ορίζει τα της εκλογής των αιρετών αρχόντων.
Κλείνοντας, φρονώ ότι οποιαδήποτε αλλαγή στον εκλογικό νόμο σαφώς προϋποθέτει ολοκληρωμένο σχέδιο, πλήρη μελέτη, χωρίς αμφισημίες και ασάφειες, σαφώς απαιτεί διαβούλευση και προτάσεις από την ΚΕΔΕ, αλλά αναμφισβήτητα το σημαντικότερο είναι η αποδοχή της όποιας μεταρρύθμισης από την ίδια την κοινωνία. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες, η κοινωνία που βιώνει την ζοφερή καθημερινότητα και είναι αντιμέτωπη με τα πάμπολλα προβλήματα που επέφερε η οικονομική κρίση, είναι σε θέση να γνωρίζει ποιοι είναι ικανοί να την υπηρετούν και ποιοι εγκλωβίζονται σε μικροπολιτικές αγκυλώσεις και στείρους αντιπολιτευτικούς τακτικισμούς. Είτε με ενιαία είτε με ξεχωριστά ψηφοδέλτια το κριτήριο και η τελική επιλογή του κόσμου είναι αλάνθαστα και σοφά. Τους καλύτερους και ικανότερους θα τους επιλέξει η κοινωνία σε κάθε περίπτωση, με οποιονδήποτε εκλογικό νόμο. Γιατί οι δημότες ψηφίζουν με γνώμονα την ανάπτυξη του τόπου τους και τη βελτίωση του τρόπου ζωής τους και το κριτήριο αυτό δεν το διαπραγματεύονται με καμία μεταρρύθμιση.
Εν κατακλείδι σε όποια μεταρρύθμιση και αν επιχειρηθεί θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα τα δύο παρακάτω στοιχεία:
Πρώτον θα πρέπει να είναι απαλλαγμένη από προσωπικές και μικροκομματικές σκοπιμότητες και
Δεύτερον θα πρέπει να είναι μελετημένη σωστά και εξαιρετικά προσεγμένη ώστε να σηματοδοτήσει την αυτοδιοίκηση μακρόπνοα και κυρίως να τη βοηθήσει να καταστεί πιο αποτελεσματική και πιο λειτουργική επ’ ωφελεία των τοπικών μας κοινωνιών.