Τον θεσπέσιο Παύλο, την μεγαλόφωνο σάλπιγγα του Ευαγγελίου, τον πάλαι ποτέ διώκτη των χριστιανών κι έπειτα στύλο και διδάσκαλο της Εκκλησίας, τιμά δικαίως ως Προστάτη και οδηγό η Διεθνής Ένωση Αστυνομικών, καθότι υπήρξε ο πρώτος Απόστολος που έσπειρε απλόχερα τον λόγο του Θεού στον ευλογημένο τόπο μας, από τους Φιλίππους μέχρι τη Νικόπολη, τη Βέροια, τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και την Κόρινθο. Θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τρία σημεία της ζωής και της προσωπικότητας του Αποστόλου Παύλου: την θαυμαστή μεταστροφή και αρραγή του πίστη, την μέριμνα για την ενότητα της Εκκλησίας και την αγάπη, η οποία άλλωστε αποτελεί και το κριτήριο της ταυτότητας του κάθε χριστιανού. Η μεταστροφή του Παύλου αποτελεί από τις πλέον θαυμαστές στην ιστορία της Εκκλησίας. Ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων, γνώστης βαθύτατος του Μωσαϊκού νόμου, προσηλωμένος στην διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης, θεωρεί τους χριστιανούς σαν τον μεγαλύτερο εχθρό και καταλύτη της πίστεως. Γι αυτό και δεν διστάζει να αναλάβει το ρόλο του μεγαλύτερου πολεμίου, του διώκτη και δεσμωτή των χριστιανών. Όμως ο Κύριος γνώριζε ότι ο ισχυρός εχθρός θα μεταβληθεί σε γενναίο φίλο Του: του εμφανίζεται έξω από τη Δαμασκό, ως φως απαστράπτον, και του απευθύνεται προσωπικά: ”Σαούλ. Σαούλ, τί με διώκεις; -τίς εἴ κύριε; -ἐγώ εἰμί Ἰησοῦς ὅν σύ διώκεις”. Εμφανίζεται ο ίδιος ο Χριστός στον Παύλο και του ομιλεί, για να του αποδείξει ότι δεν είναι μόνο εσταυρωμένος, αλλά και αναστάς και Θεός ζων. Εμφανίζεται, φωτίζει και διδάσκει το νου και την καρδιά του ζηλωτή του Νόμου. Τον καθιστά τυφλό επί τρεις ημέρες, για να του δώσει το χρόνο ώστε να δει με τα μάτια της καρδιάς και να πιστέψει αληθινά. Κι εκείνος, μετά την κατήχηση από τον Ανανία δέχεται το Βάπτισμα, και γίνεται πλέον εκείνος που κατηχεί τους Ιουδαίους, εκπληρώνοντας στο πρόσωπό του την ρήση του πατριάρχη Ιακώβ: ”Βενιαμιν λύκος ἅρπαξ· τὸ πρωινὸν ἔδεται ἔτι καὶ εἰς τὸ ἑσπέρας διαδώσει τροφήν”. Με το ίδιο σθένος που άλλοτε εδίωκε τους χριστιανούς, μεταδίδει πρώτος την πνευματική τροφή του Ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη, ακόμα και στους μη Ιουδαίους, γίνεται ο Απόστολος των Εθνών, ταξιδεύει παντού και κατηχεί τους πάντες στις αλήθειες της πίστεως, νουθετεί, γράφει, παραδειγματίζει με τη ζωή και τους τρόπους του. Δεν περιαυτολογεί, δεν προβάλλει εαυτόν, αλλά πάντοτε εργάζεται με ταπείνωση, έχοντας σαν μέλημά του να ανταποκριθεί επάξια στην κλήση που έλαβε από τον ίδιο τον Χριστό: «ἐγώ γάρ εἰμί ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὅς οὔκ εἰμι ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος· διότι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ· χάριτι δὲ θεοῦ εἰμι, ὅ εἰμι», θα γράψει στους Κορινθίους, και αλλού θα δηλώσει: «Παύλος δοῦλος Χριστοῦ, κλητός ἀπόστολος ἀφωρισμένος εἰς εὐαγγέλιον Θεοῦ». Μεταστροφή όμως δίχως πίστη δεν μπορεί να υπάρξει. Αν ο Κύριος επέλεξε τον Παύλο, τον πρώην δεινό διώκτη, για να γίνει ο θερμότερος κήρυκας του Ευαγγελίου, τον επέλεξε ακριβώς για την ζέση της πίστεώς του προς τον Θεό και προς την αλήθεια που μέχρι τότε ο Θεός είχε αποκαλύψει στον κόσμο με την Παλαιά Διαθήκη. Η μεταστροφή του Παύλου οφείλεται στην αποκάλυψη της αληθείας την οποία έλαβε άνωθεν, στην πληροφορία της πληρότητας της Καινής Διαθήκης έναντι του παλαιού Νόμου. Με την ίδια πίστη και ζέση, με την ίδια αυταπάρνηση και ενθουσιασμό γίνεται ο διαπρύσιος κήρυκας του Ευαγγελίου, αυτή την πίστη μεταλαμπαδεύει και στηρίζει στα πέρατα της οικουμένης και αυτή την πίστη διαθέτει σε κάθε του κήρυγμα, σε κάθε του ταξίδι, σε κάθε επιστολή του προς τους πιστούς που διψούν να ακούσουν και να μάθουν περισσότερα, να διδαχθούν και να ζήσουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Και η πίστη του αυτή επιβραβεύεται τρόπον τινά με την υπερκόσμια οπτασία, την ανάρρησή του μέχρι τρίτου ουρανού, η οποία σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας αποτελεί μια μορφή θεοπτίας και αποκαλύψεως των μυστηρίων του Θεού. Η μετάδοση του λόγου του Θεού δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ειδικά σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούσε από τη μια μεριά το πάνθεο και οι δεισιδαιμονίες, και από την άλλη η στείρα προσήλωση στο γράμμα του Μωσαϊκού νόμου. Ήταν όντως πολύ δύσκολο να μεταμορφωθεί ο “παλαιός άνθρωπος” και να υπερβεί τα μέχρι τότε παραδεδομένα. Και παράλληλα, μέσα στην αναζήτηση των νεόφυτων χριστιανών και στην επιθυμία τους να γίνουν όσο καλύτεροι γίνεται μαθητές του Ευαγγελίου, υπήρξαν και κάποιες διαφωνίες, υπερβολές, ακόμα και έριδες. Μέσα σε τρεις σειρές ο Παύλος αποκαλύπτει αφενός την μέριμνά του για την ενότητα της Εκκλησίας και αφετέρου δίνει τα κριτήρια και της κατευθύνσεις για την επίτευξή της. Θεμελιώδες κριτήριο της ενότητας αποτελεί η κοινή ομολογία της πίστεως, «ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες». Ως γνήσιος μαθητής του Ευαγγελίου της αγάπης δεν έπαψε με αυταπάρνηση νύχτα και ημέρα να νουθετεί και να διδάσκει τους χριστιανούς, να αγωνιά για την στερέωση της πίστεως, να ταξιδεύει από τόπο σε τόπο, να στέλνει επιστολές όπου υπήρχε ανάγκη και να τονίζει πως μας χρειάζονται: «πίστις͵ ἐλπίς͵ ἀγάπη͵ τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη». Τα σημεία που αποδεικνύουν την αγάπη που είχε ο απόστολος Παύλος για τον Χριστό, για την Εκκλησία και για κάθε πιστό, μας τα παρουσιάζει εναργέστατα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «εάν θαυμάζουμε τον Πάυλο, δεν τον θαυμάζουμε επειδή ανέστησε νεκρούς ή επειδή καθάρισε λεπρούς, αλλά επειδή έλεγε “τίς ἀσθενεῖ͵ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται͵ καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;” Διότι ακόμα και αν αντιπαραβάλλεις μύρια θαύματα, δεν θα βρεις ισάξιο αυτής της αγάπης. […] και όταν συγκρίνει τον εαυτό του με τους υπόλοιπους αποστόλους δεν λέει “έκανα περισσότερα θαύματα”, αλλά “περισσότερον αύτῶν πάντων ἐκοπίασα”. Και σε περίοδο λιμού προτιμούσε να πεθάνει για τη σωτηρία των μαθητών. […] και εάν καυχάται για κάτι είναι για τις ασθένειες, για τις ύβρεις, για τις κακουχίες […] και την ψυχή και το σώμα του διέθεσε, ώστε ακόμα και εκείνοι που τον λιθοβόλησαν και τον ράπισαν να τύχουν της σωτηρίας. Γιατί, μας λέει, έτσι με δίδαξε να αγαπώ ο Χριστός, ο οποίος μας κληροδότησε την εντολή της αγάπης και την οποία εκπλήρωσε πρώτος με τα έργα του». Όσα και να προσθέσει κανείς, δεν θα κατορθώσει να περιγράψει τη μορφή και το έργο του αποστόλου Παύλου. Τα τρία αυτά σημεία, η μεταστροφή συνοδευόμενη από την ζέουσα πίστη, η επιμέλεια της ενότητας της Εκκλησίας η οποία συνίσταται στην ταπείνωση και στην πνευματική κατάρτιση, και τέλος η γνήσια αγάπη η οποία μεταφράζεται σε έργα αυτοθυσίας, αποτελούν διαχρονικά ζητούμενα της πνευματικής πορείας αλλά και της καθημερινής ζωής του κάθε χριστιανού, ως μέλους της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από το ποιο αξίωμα ή ποια διακονία τού έχει αναθέσει η πρόνοια του Θεού. Γι’ αυτό επάξια φέρει τον τίτλο του Προστάτου της Διεθνούς Ενώσεως Αστυνομικών, διότι είναι ο Απόστολος των Εθνών, διότι εμείς τα μέλη της Ι.Ρ.Α. δεν ξεχωρίζουμε τίτλους ή αξιώματα, αλλά αγωνιζόμαστε για την επικράτηση της Ειρήνης, της ανιδιοτέλειας και προπαντώς της ΑΓΑΠΗΣ για τον πάσχοντα άνθρωπο. Γι’ αυτό οι δράσεις αποτυπώνονται σε πολλές εκδηλώσεις φιλανθρωπικού χαρακτήρα, δίνοντας την ευκαιρία στα μέλη της να αναπτύξουν την μεταξύ τους φιλαδελφεία και αγάπη. Ο απόστολος Παύλος αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα για όλους μας και μεγάλη ευθύνη την οποία καλούμαστε να σηκώσουμε και να συνεχίσουμε ενωμένοι και με πνεύμα Ενότητες. Χρόνια Πολλά σε όλους και Καλή Δύναμη!