Την 10η Απριλίου 1998, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, αναχωρούσε για το τελευταίο του ταξίδι προς την αιωνιότητα, ενώ τρείς ημέρες μετά, η πενθούσα Ελλαδική Εκκλησία, προέπεμπε τον Αρχιεπισκοπό της, έως το Α’ κοιμητήριο, υπό των πένθιμων ήχων των κωδωνοστασίων του Μητροπολιτικού Ναού των Αθηνών.
Ένας ακόμη Αρχιεπίσκοπος προσετίθετο στην αλυσίδα του Αρχιεπισκοπικού καταλόγου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο μοναδικός στην ιστορία με την μακροβιότερη Αρχιερατεία στον Θρόνο των Αθηνών.
Πολλοί έγραψαν για την ζωή και την τεράστια εθνική, φιλανθρωπική και εκκλησιαστική δράση του, όπως άλλωστε είναι φυσικό στούς μεγάλους αυτούς Εκκλησιαστικούς Ηγέτες…
Τι μπορεί όμως κάποιος να τονίσει ή τι να υπενθυμίσει γι’ αυτόν τον μεγάλο Αρχιεπίσκοπο…
Τι να πρωτοκρατήσει κανείς ως ιερή παρακαταθήκη από τα σοφά, απλά και γεμάτα ελληνισμό και ορθοδοξία λόγια του;
Πως δύναται κάποιος σκιαγραφώντας τον χαρακτήρα του να μην μειώσει κάτι από το θάμβος της λάμψης, της μεγάλης προσωπικότητας του;
Γεννημένος στο Αρτεσιανό Καρδίτσης, στις 2 Αυγούστου του έτους 1913, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ (κατά κόσμον Βησσαρίων Τίκας) επεράτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο δημοτικό και γυμνάσιο Καρδίτσης ενώ το 1931, κατόπιν εξετάσεων εισήχθη στην Ιερατική σχολή Άρτης και αργότερα στην σχολή Κορίνθου.
Εν συνεχεία σπούδασε βυζαντινή μουσική και μαθήτευσε στην σχολή του Σίμωνος Καρά στην Αθήνα.
Το 1936 εισήχθη στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, λαβών το πτυχίο του το έτος 1940.
Δευτεροετής φοιτητής της Θεολογικής Σχολής εκάρη μοναχός τον Μάιο του 1938 στην Ι. Μονή Πεντέλης, από τον τότε καθηγούμενο αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Δασκαλάκη, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο, τον Α’.
Την επομένη εχειροτονήθη διάκονος υπό του Μητροπολίτου Κορίνθου Δαμασκηνού Παπανδρέου, του μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών.
Επί ένα χρόνο διηκόνησε στον Ι.Ναό Αγίας Τριάδος, Νέου Ηρακλείου Αθηνών και το 1939 μετετέθη στον Ι.Ναό Αγίου Λουκά Κάτω Πατησίων.
Το έτος 1942 χειροτονείται πρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης στον Ι.Ναό Αγίου Παντελεήμονος Αχαρνών, υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού.
Κατά την διάρκεια της χειροτονίας του, οι ενορίτες του Αγίου Λουκά, στενά συνδεδεμένοι μαζί του, κατέκλυσαν τον Ναό και ζητούσαν να παραμείνει πλησίον τους, όπως τελικά και έγινε.
Στην περίοδο της Εθνικής Αντιστάσεως έλαβε ενεργό μέρος υπηρετώντας πλησίον του στρατηγού Ναπολέοντος Ζέρβα.
Στην ύπαιθρο τελούσε Θείες Λειτουργίες και εμψύχωνε ηθικά τους μαχόμενους εναντίον των Γερμανών, αντιστασιακούς.
Αναλάμβανε να φέρει σε πέρας λεπτές εμπιστευτικές αποστολές με άμεσο κίνδυνο να συλληφθεί από τους Γερμανούς στην Άρτα.
Ταυτόχρονα η φιλανθρωπική του δράσις υπήρξε τεραστία με την ίδρυση συσσιτίων όπου σιτίζονταν καθημερινώς 600 άπορα παιδιά της ενορίας Αγίου Λουκά Πατησίων.
Μετά την απελευθέρωση ίδρυσε τον ορθόδοξο φιλανθρωπικό σύλλογο “Ευαγγελιστής Λουκάς” ο οποίως παρείχε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε άπορους ασθενείς.
Εν συνεχεία υπηρετεί στην Ιερά Σύνοδο ως δακτυλογράφος, υπογραμματέας και β’ γραμματέας, θέση από την οποία και εκλέγεται Μητροπολίτης Άρτης, σε ηλικία 36 ετών, στις 6 Σεπτεμβρίου 1949, επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνος Βλάχου.
Η χειροτονία του τελείται στον Ι.Ναό Αγίου Λουκά, στις 11 Σεπτεμβρίου από τους μητροπολίτες Κορίνθου Προκόπιο, Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβο, Φωκίδος Αθανάσιο και Παροναξίας Χερουβείμ.
Ενθρονίζεται στον Ι.Ναό Αγίου Γεωργίου Άρτης παρόντων των αρχιερέων Παραμυθίας Δωροθέου, Πρεβέζης Ανδρέου και Ευρίπου Αλεξίου.
Στην Άρτα από τα 74 χωρία του νομού, τα 47 ήταν πυροπαθή.
Πυροπαθείς είχαν καταλάβει και την Μητρόπολη και ο νέος Μητροπολίτης είχε εγκατασταθεί σε ενοικιαζόμενο
διαμέρισμα.
Στην ποιμαντορία του στην Άρτα, αναδιοργάνωσε την δοκιμασμένη από τον εμφύλιο πόλεμο επαρχία.
Με δική του πρωτοβουλία η πόλη απέκτησε στάδιο, υδροδοτήθηκε το χωριό Πράμαντα, ανήγειρε πολλά σχολεία, το Ζάρειο νοσοκομείο, παιδικό σταθμό και μαθητικές κατασκηνώσεις στο Βουλγαρέλλι.
Στον εκκλησιαστικό τομέα αναδιοργάνωσε τα κατηχητικά σχολεία, ίδρυσε πνευματικό κέντρο, ανήγειρε το κτίριο του Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Δημητρίου Άρτης, ενώ επισκεύασε και ανοικοδόμησε εκ βάθρων μεγάλο αριθμό Ιερών Ναών.
Ίδρυσε γηροκομείο, μαθητικό οικοτροφείο, επισκοπείο και ανασυγκρότησε την Ιερά Μονή Κάτω Παναγίας.
Δημιούργησε φιλόπτωχο ταμείο, ήταν συνεκδότης του περιοδικού Συλλόγου Άρτης “Σκουφάς”, βάπτισε δε τον αρχισυνάγωγο της Άρτης μετά της οικογενείας του, στις 8.6.1952.
Το μεγάλο και πολύπλευρο έργο του Άρτης Σεραφείμ, ήταν η αιτία να μεταθέσει αυτόν η Ιερά Σύνοδος και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος ο Β’, (ο από Πατρών) στην μεγάλη μητρόπολη των Ιωαννίνων, έπειτα από την εκδημία του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Δημητρίου, την πρωτοχρονιά του 1958.
Ο νέος Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ, ενθρονίζεται στην πόλη των Ιωαννίνων στις 11 Μαρτίου 1958.
Το έργο του κι εδώ παρομοιώδες. Αποπερατώνει το παλαιό επισκοπείο, ιδρύει φιλόπτωχο ταμείο, πνευματικό κέντρο και ανεγείρει εκ βάθρων τους Ιερούς Ναούς Αγίου Γεωργίου του εξ Ιωαννίνοις και Αγίου Σεραφείμ, στον συνοικισμό Καλλιθέας.
Προνοία του εξεδόθη το 1968 το “Ηπειρωτικόν Λειμωνάριον” καθώς και τα έργα “Η εν Ιωαννίνοις Εκκλησία”, “Η Εκκλησία εν Βορείω Ηπείρω”, και “Η εν Άρτη Εκκλησία”.
Δημιούργησε τρίτο παιδικό σταθμό, αποπεράτωσε την Ζωσιμαία Σχολή, ανακαίνισε την Παυλίδειο και Ελισαβέτειο Σχολή και το γυμνάσιο θηλέων.
Ολοκλήρωσε τις τεχνικές Σχολές Γ. Σταύρου, ίδρυσε οικοτροφείο και άσυλο ανιάτων.
Πρωτοστάτησε σθεναρώς στην ίδρυση του πανεπιστημίου των Ιωαννίνων καθώς και της Πανεπιστημιουπόλεως, εξασφαλίζοντας τους χώρους για την ανέγερσή της.
Στον τομέα της εθνικής δράσεως και έπειτα από την εκδημία του Αργυροκάστρου Παντελεήμονος (+24.5.1969), αναλαμβάνει την αρχηγία της κεντρικής επιτροπής του Βορειοηπειρωτικού Αγώνος, ως πρόεδρος αυτής.
Μετείχε σε Συνοδικές αποστολές και στην Α’ πανορθόδοξη Διάσκεψη, εν Ρόδω.
Στις 25 Νοεμβρίου 1973, μετά την εκδήλωση νέου πραξικοπήματος κατά της κυβερνήσεως Μαρκεζίνη, ο Δημ.Ιωαννίδης καλεί τον Ιωαννίνων Σεραφείμ να ορκίσει Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Φαίδωνα Γκιζίκη και την κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου.
Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, ο Αθηνών Ιερώνυμος ο Α’, (ο οποίος είχε και αυτός εκλεγεί από Αριστίνδην Σύνοδο) διαμαρτύρεται εντόνως για “εισπήδηση” του Ιωαννίνων στην έδρα του και παραιτείται οικειοθελώς του θρόνου του, στις 15 Δεκεμβρίου 1973, “επωμιζόμενος προσωπικώς τον σταυρόν μίας κατακραυγής ή ίσως και σκανδαλισμού”, όπως έγραφε στην παραίτησή του, εφησυχάζων έκτοτε έως και της κοιμήσεώς του, στα Υστέρνια Τήνου.
Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, αναλαμβάνει ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Γεώργιος.
Ο τότε Υπουργός Παιδείας και θρησκευμάτων και διακεκριμένος καθηγητής θεολογίας Παναγιώτης Χρήστου, μαζί με άλλους καθηγητές επισήμανε την αναγκαιότητα της επαναφοράς της Εκκλησίας στην νομοκανονικότητά της, υπογράφοντας την Συντακτική πράξη 3/9 Ιανουαρίου 1974, θεωρώντας νομοκανονικούς Επισκόπους της Ιεράς Συνόδου μόνον τους προ της 21ης Απριλίου εκλεγέντες Μητροπολίτες, καθιστώντας έκπτωτους του θρόνου τους, τους νεωτέρους.
Τελικώς αποκαταστάθηκαν στους θρόνους τους και όσοι είχαν εκλεγεί αντικανονικά, επί περιόδου Ιερωνύμου, (Χαριστείον Σεραφείμ Τίκα, σελ. 596), τους δε 12 που δεν αποδέχθηκαν την νέα εκκλησιαστική κατάσταση και “έτεινε η στάσις τους να παίρνει μορφή φατρίας” τους αποκατέστησαν παρά ταύτα, ως πρώην ποιμενάρχες, δίδοντάς τους νέους τίτλους.
“Η έκπτωση από τους θρόνους τους προέκυψε κυρίως από υπαιτιότητα των ιδίων, καμμία πρόθεση δεν υπήρχε από τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ και την έκτακτη πολυμελή Σύνοδο για έκπτωση των ανωτέρω 12 αρχιερέων. (Χαριστείον Σεραφείμ Τίκα, σελ.598, 599).
Κατόπιν τούτων στις 12 Ιανουαρίου 1974, συγκαλείται “πρεσβυτέρα Ιεραρχία” από 32 Μητροπολίτες, παρόντων επί της ψηφοφορίας για νέο Αρχιεπίσκοπο, των 30.
Κατά την κανονική εκλογή στο Συνοδικό μέγαρο και καταμετρησάντων των ψήφων, έλαβαν ο Ιωαννίνων Σεραφείμ 20, ο Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος 7 και ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος 1 ψήφο, βρέθηκαν δε και δύο λευκά.
Ενστάνσεις έκαμαν μόνον οι Φλωρίνης Αυγουστίνος και Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, οι οποίες απερρίφθησαν.
Η ενθρόνισις του νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, τελείται μετά πάσης μεγαλοπρεπείας, στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών, στις 16.1.1974 με την παρουσία αντιπροσώπων όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών των μελών της Ιεράς Συνόδου, της Ελληνικής Κυβερνήσεως και πλήθους κόσμου.
Στον ενθρονιστήριο λόγο του Ο Αθηνών Σεραφείμ μεταξύ άλλων ανέφερε: “Ομολογούμεν ότι άγχος συνέχει την καρδίαν ημών, εκ της συναισθήσεως του βάρους και των ευθυνών, ας προαιωνίζεται η ανάληψις του πηδαλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και εάν Εκείνος, Όστις τω Τιμίω Αυτού Αίματι περιποιήσατο την Αγίαν ημών Εκκλησίαν, ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας και περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις, ο των Αγγέλων Βασιλεύς και εν Ιορδάνην ελευθερώσας τον Αδάμ, τοσούτον εδοκιμάσθη, μόλις είναι ανάγκη και να αναφέρωμεν, τι και ημάς αναμένει…”.
Επί των ημερών του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, διασφαλίστηκε το Αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος και συνετελέσθη η εκπόνησις του Νέου Καταστατικού Χάρτου αυτής, το 1977.
Για την καλύτερη διαποίμανση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, απεκόπησαν τμήματα αυτών, τα οποία αποτέλεσαν νέες Μητροπόλεις, εν συνόλω οκτώ.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ χειροτόνησε εκ των χειρών, περί τους 60 Αρχιερείς, βοηθούς Επισκόπους και πολλούς ιερείς.
Ίδρυσε στέγη γερόντων στον Λόφο Σκουζέ, ενώ ήταν πρόεδρος σε 14 ιδρύματα της περιοχής Αθηνών.
Επίσης πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής επί των οικονομικών, του Διορθοδόξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος, της διοικήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας, του ταμείου ασφαλίσεως κληρικών Ελλάδος, του ιδρύματος βυζαντινής μουσικολογίας και της Μεγάλης Ερανικής Επιτροπής των κατακομβών της Μήλου.
Ως προκαθήμενος επισκέφθη “εν τω συνδέσμω της αγάπης”, όλα σχεδόν τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και υπεδέχθη εν Αθήναις τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο (Νοέμβριο 1987).
Ανεκηρύχθη επίτιμος διδάκτωρ ξένων και Ελληνικών Πανεπιστημίων, απεκατέστησε την διασαλευθείσα τάξη στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και ανέπτυξε αρμονικές σχέσεις με την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Βοήθησε τα μέγιστα στην ανακούφιση των δοκιμαζομένων από την πείνα λαών του Σουδάν και της Αιθιοπίας με σύγκληση παγχριστιανικής συσκέψεως τον Οκτώβριο του 1985.
Το 1987 μαζί με άλλους Αρχιερείς έδωσε πολλούς αγώνες για την διασφάλιση της Εκκλησιαστικής περιουσίας.
Μερίμνη του επιλύθηκε το χρονίζον πρόβλημα της μονιμοποιήσεως των υπηρετούντων στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, ως πολιτικού προσωπικού. Ήταν ο ίδιος δωρητής οργάνων σώματος.
Τιμήθηκε για την εθνική, κοινωνική, πολιτιστική και ποιμαντική προσφορά του με πολλά παράσημα και μετάλια, από την πολιτεία και την Εκκλησία. Όρκισε 6 Προέδρους Δημοκρατίας και 13 Πρωθυπουργούς!
Δεν ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Οικουμενικού Διαλόγου και όπως έλεγε χαρακτηριστικά “αυτά τα πάρε-δώσε με τους καθολικούς εγώ τα λέγω λυκοφιλίες…”, σε μία δε από τις πολλές συνεντεύξεις του είχε πει, ευθαρσώς, “δεν θεωρώ το Βατικανό Εκκλησία…”
Στην ιδιωτική του ζωή ήταν ένας απλός και προσιτός άνθρωπος.
Αυθόρμητος στον χαρακτήρα του και απροσποίητος, γνήσιος και αληθινός, όχι υπερφίαλος και δίχως υποκριτικούς φαρισαισμούς, έλεγε ευθέως την γνώμη του, δίχως φόβο και πάθος…
Δάκρυζε κάθε φορά που μιλούσε για την αγροτική οικογένειά του, τον πατέρα του και τον θείο του και τα άλλα μέλη της οικογενείας του και με τις αρχές και τα ιδεώδη που τον ανέθρεψαν και τον μεγάλωσαν….
Μέσα στην καρδιά του έλεγε έχει δύο πράγματα, την Εκκλησία του και την Πατρίδα του…
Μερικοί Αρχιερείς εναντιώνονταν απέναντι του, μέσα στην Σύνοδο, αλλά μετά από λίγο η αγαπώσα καρδία του τα έσβυνε και τα λησμονούσε…
Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος της τιμωρίας και της εκδικητικότητας, έδινε πάντοτε δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες και γνώριζε να ζητά, αλλά και να δέχεται την συγγνώμη.
Άκουγε δημοτική μουσική, κρατούσε κομπολόγι και νοσταλγούσε, όπως είχε πει τα πρόβατα και τις στάνες του χωριού του…
Δεν δίστασε να αγανακτίσει δημόσια, με πολιτικό, μέσα στην Βουλή, όταν εκείνος αρνήθηκε να ασπαστεί τον Τίμιο Σταυρό, αλλά και να διακόψει τους ψάλτες σε κεντρικό Ναό των Αθηνών, όταν εκείνοι έψαλλαν τον πολυχρονισμό του, λέγοντάς τους: “αφήστε τα αυτά, δεν θέλω τέτοια…”
Ως άνθρωπος της αλήθειας που ήταν, είχε πολλούς φίλους αλλά και εχθρούς…Παρομοιώδης θα μείνει για τον αυθορμητισμό του, η απάντησή του, όταν τον ρώτησαν για τους πολιτικούς ακόμη και τους κληρικούς, που τον πολεμούσαν: “δεν ιδρώνει το αυτί μου…!”
Αλλά ο ίδιος με την λεβεντιά του και την ανεξικακία του, προέτασσε απέναντι τους, την επιείκεια και την ανεκτικότητα…
Προσπάθησε από το περίσευμα της καρδίας του να δώσει λύση στο χρονίζον θέμα των 12 έκπτωτων μητροπολιτών και αποκατέστησε κάποιους από αυτούς.
Οι υπόλοιποι ως υπέργηροι, είχαν φύγει από τη ζωή και μερικοί είχαν παντελώς αρνηθεί να ξαναεπανέλθουν στις νεοιδρυθείσες μητροπόλεις στις οποίες τους είχε προτείνει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η τελευταία του Θεία Λειτουργία, ήταν τα Χριστούγεννα του έτους 1993, όταν έψαλλε με την γλυκύτατη φωνή του, “Χριστός γεννάται δοξάσατε…”
Τον Φεβρουάριο του 1994 είχαν εορτασθεί λιτά και απέριττα τα 20 έτη από την εκλογή του στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, με απλή χοροστασία του και ιερουργούντων πέντε Μητροπολιτών.
Τα επόμενα έτη έφερε στους ώμους του, εκτός από τον Σταυρό της ασθενείας του, που υπέμενε σιωπηλώς και αγογγύστως και όλους αυτούς που τον πίεζαν να παραιτηθεί και για τους οποίους είχε πει δακρυσμένος, ότι “πολλά κοράκια και όρνια πετούν από πάνω μου…”
Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του νοσηλευόταν στο Λαικό Νοσοκομείο Αθηνών, δεχόμενος την περίθαλψη του Πρωτοσυγκέλλου του, Μητροπολίτου Μαραθώνος Μελίτωνος και λίγων πνευματικών του τέκνων Αρχιερέων, οι οποίοι ως ευγνώμονες δεν τον είχαν λησμονήσει.
Άλλωστε μέσα στο γραφείο του είχε πάντοτε σε ευδιάκριτο σημείο το ρητό: “ουδείς πιο αχάριστος, από του ευεργετηθέντος”.
Ένας από τους τελευταίους Αρχιερείς που τον είχε επισκεφθεί ήταν και ο μακαριστός πλέον, Μητροπολίτης Ιερισσού Νικόδημος.
Ο ίδιος, είχε πει στον γράφοντα, ότι τον βρήκε μόνο του μέσα στο θάλαμο και μόλις τον αντίκρυσε, του είπε συγκινημένος: “Νικόδημε, σ’ευχαριστώ πολύ που ήρθες…”
Κοιμήθηκε εν ηρεμία και γαλήνη, την Παρασκευή, προ του Σαββάτου του Λαζάρου, 10 Απριλίου του έτους 1998.
Το σεπτό του σκήνωμα τέθηκε σε προσκύνηση για τους χιλιάδες πιστούς, που τον αγάπησαν τίμια και ειλικρινά, “τον απλό λαουτζίκο”, όπως χαρακτηριστικά έλεγε…
Με δάκρυα στα μάτια, συνέρρεαν νύχτα και ημέρα, για να λάβουν την ευχή του δικού τους “αντάρτη” Αρχιεπισκόπου, που τον λάτρεψαν για την ευθύτητα του χαρακτήρος του και την αλήθεια των ανυπόκριτων λόγων του…
Η εξόδιος ακολουθία του, έγινε την Μεγάλη Δευτέρα, προεξάρχοντος του αρχαιοτέρου τη τάξει, Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου του Β’, παρισταμένων Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και τελεταρχούντος του Μητροπολίτου Σερρών και Νιγρίτης Μαξίμου.
Τον επικήδειο εκφώνησε από άμβωνος ο Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος και έλαβαν μέρος όλα τα μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Συγκινητική ήταν η στιγμή, όταν το σκήνωμά του, εξερχόμενο του Ναού και αφού τοποθετήθηκε επί στρατιωτικού οχήματος, έπεφταν επάνω του σαν βροχή και από τις δύο πλευρές της οδού Μητροπόλεως, δεκάδες άνθη ευλαβείας, από το ποίμνιό του.
Αργότερα, κανονιοβολισμοί από το λόφο του Λυκαβηττού, κατά το τυπικό, απέδιδαν τιμές στον μεγάλο κεκοιμημένο Ιεράρχη.
Ενταφιάστηκε στο Α’ κοιμητήριο των Αθηνών, δίπλα στους προκατόχους του Αρχιεπισκόπους.
Επάνω στο μνήμα του χαράχθηκε ο ψαλμός: “το έλεος Σου Κύριε καταδιώξει με, πάσας τας ημέρας της ζωής μου”.
Σε μία συνέντευξη του είχε πει: “ελληνικέ λαέ, είμαι αυτός που φαίνομαι, δεν έχω άλλο πρόσωπο, απεχθάνομαι το ψέμμα, δεν φοβάμαι ούτε μη χάσω τον θρόνο μου, ούτε και τον θάνατο με τον οποίο κοιμήθηκα δίπλα του πολλές φορές…Φοβάμαι μόνον τον Θεό…”
Αναμφισβήτητα στα 24 έτη της Αρχιεπισκοπικής ποιμαντορίας του και στα 50 έτη της αρχιερωσύνης του, η προσφορά του, η διακονία του και οι θυσίες του στην Εκκλησία και στο Έθνος, θα κουράσουν πολύ τους ιστορικούς του μέλλοντος.
Ηταν ένας Αρχιεπίσκοπος δοκιμασμένος και πολύπειρος που εξελέγη σε καιρούς δύσκολους αλλά κατάφερε να φέρει την ειρήνευση στους κόλπους της Εκκλησίας.
Όπως έλεγε προς αυτόν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος: “Εν τω προσώπω σας Μακαριώτατε Αδελφέ χαιρετίζομεν τον γνήσιον και άγιον Ποιμένα της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος και επιθυμούμεν να γνωρίζετε ότι δεν σας αποδεχώμεθα ως ξένον, αλλά ως Αδελφόν τίμιον και εγκάρδιον”.
Δοξολογούμε τον Άγιο Θεό που μας αξίωσε αρκετές φορές να ασπαστούμε την δεξιάν του.
“Μνημονεύετε των ηγουμένων ημών, οίτινες ελάλησαν τον λόγον του Θεού”, μας προτρέπει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος.
Αυτό και μόνον πράξαμε και εμείς σήμερα, 18 έτη από της συμπληρώσεως της σεπτής κοιμήσεώς του.
Ας “καταδιώκει” και ημάς πάντοτε η μακαρία ευχή του.
Του Άγγελου Πάκλαρα, Θεολόγου στην Romfea.gr