Με ένα τέταρτο Μνημόνιο πρόσθετων μέτρων λιτότητας που προσεγγίζουν τα 5 δισ. ευρώ από αυξήσεις φόρων και εισφορών, μειώσεις κύριων και επικουρικών συντάξεων και κατάργηση κοινωνικών επιδομάτων, κλείνει η κυβέρνηση τη 2η αξιολόγηση ναρκοθετώντας έτσι το δρόμο προς την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Τα νέα μέτρα που περιλαμβάνονται στο πολυνομοσχέδιο το οποίο ψηφίστηκε στη Βουλή με τη διαδικασία του επείγοντος στις 18 Μαΐου, είναι ακόμη υψηλότερα από τα ποσά για τα οποία μιλούσε η κυβέρνηση. Οι περικοπές στις συντάξεις που ξεκινούν το 2018 θα φτάσουν συνολικά τα 2,5-2,6 δις. ευρώ ως το 2021 καθώς παγώνουν παράλληλα και οι αυξήσεις που προβλέπονταν στο Νόμο Κατρούγκαλου, ενώ αντίστοιχα η απόδοση από τη μείωση του αφορολόγητου θα είναι 1,9 δισ. ευρώ. Τα μέτρα υιοθετούνται προκαταβολικά φέτος και θα ισχύσουν μετά τη λήξη του μνημονίου, την τριετία 2018-2020, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για τουλάχιστον πέντε χρόνια ως το 2022.
Τα μέτρα έρχονται να επικαθήσουν πάνω σε ήδη ψηφισμένες νομοθετικές παρεμβάσεις που θα επιβαρύνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατά 3 δισ. ευρώ φέτος, και επιπλέον 400 εκατ. ευρώ από το 2018, ανεβάζοντας τον λογαριασμό σε πάνω από 7,5 δισ. ευρώ ως το 2020. Παρότι η κυβέρνηση παρουσιάζει το πολυνομοσχέδιο ως «εξιτήριο» από τα μνημόνιο, αυτό δεν παύει να είναι το αποτέλεσμα της περαιτέρω οπισθοδρόμησης της οικονομίας και της περιορισμένης εμπιστοσύνης των δανειστών απέναντι στα έργα της, ενώ τα βάρη που εγκαθιστά είναι πιθανόν ότι τελικά θα αποτελέσουν τον σπόρο για να «φυτρώσουν» στην πορεία ακόμη περισσότερα δημοσιονομικά περισσότερα μέτρα εφόσον δεν επιτευχθούν οι στόχοι.
Το πολυνομοσχέδιο περιέχει επίσης σωρεία πρόσθετων διαρθρωτικών αλλαγών σε πολλούς άλλους τομείς της Οικονομίας. Πολλές από αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις διακηρύξεις της σημερινής κυβέρνησης και άλλες είναι προϊόν ριζικής αλλαγής νομοθετημάτων που έχει ήδη ψηφίσει. Στο πολυνομοσχέδιο περιλαμβάνονται νομοθετικές παρεμβάσεις για την διευκόλυνση των ομαδικών απολύσεων (κατάργηση της υπουργικής έγκρισης), την εφαρμογή πλαφόν στον αριθμό των συμβασιούχων του δημοσίου (μέσος όρος του 2016), την διευκόλυνση των πλειστηριασμών και της δραστηριοποίησης εταιρειών διαχείρισης κόκκινων δανείων, τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών (π.χ απελευθέρωση κυριακάτικης λειτουργίας καταστημάτων και πώληση μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων), τις δεσμεύσεις για πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, τη δρομολόγηση του νέου πακέτου ιδιωτικοποιήσεων, τις αλλαγές των Ειδικών Μισθολογίων στο Δημόσιο κλπ.
Το μεγάλο ζήτημα που τίθεται είναι ότι η οικονομία δεν θα καταφέρει να απορροφήσει τους κραδασμούς από το νέο κύμα λιτότητας και θα αντιδράσει αρνητικά οδηγώντας χιλιάδες επιχειρήσεις σε χρεωκοπία και εκατομμύρια έλληνες πολίτες στα όρια της εξαθλίωσης, της φτώχιας και της απόγνωσης.
Του Ορέστη Ψαχούλα, Εντεταλμένου Συμβούλου Περιφέρειας Θεσσαλίας στους τομείς Απασχόλησης & Εμπορίου