Ειδήσεις

Ομιλία του Σπύρου Λάππα για την αναθεώρηση του Συντάγματος


Η σημερινή θεματική ενότητα των άρθρων 62 και 86 αποτελεί μείζον πολιτικό ζήτημα αφενός γιατί έχει άμεση σχέση με τη λειτουργία του πολιτεύματος και αφετέρου γιατί έχει σχέση με την άμεση και επιτακτική ανάγκη το ίδιο το πολιτικό σύστημα και τα κόμματά του να προστατεύσουν την τιμή και την αξιοπιστία τους. Πρέπει να ανακτήσουμε σιγά σιγά ένα μέρος από αυτήν την τρωθείσα τιμή και αξιοπιστία.

Το θέμα αυτό βρίσκεται σε μία διελκυστίνδα. Από τη μια μεριά, έχουμε την αξίωση για ισονομία και ισοπολιτεία, ισότητα -με την αναλογική της εκδοχή- απέναντι στον νόμο, την ίση μεταχείριση, και από την άλλη μεριά να υπάρξει μία θεσμική εγγύηση που να προασπίζει τα πολιτικά πρόσωπα από άδικες διώξεις και καταγγελίες. Για να κατανοήσουμε πλήρως αυτήν την διελκυστίνδα, των δύο αυτών αρχών, αξίωση για ισονομία, προστασία από την άλλη ως θεσμική εγγύηση, πρέπει να κατανοήσουμε και μια άλλη εσωτερική ένταση ανάμεσα στα πολιτικά και ποινικά χαρακτηριστικά των ποινικών διατάξεων. Τονίζω ότι η διαδικασία των άρθρων 86 και 62 δεν είναι πρωτίστως ποινικού χαρακτήρα, είναι πρωτίστως πολιτική, με ποινικά χαρακτηριστικά.

Σε αυτή τη συνεδρίαση θα μπορούσαμε να βάλουμε τίτλο «Επανάκτηση της τιμής και της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων» και υπότιτλο: «Μέθοδος επιστροφής των πολιτών και κυρίως των νέων στην πολιτική ζωή».

Για το άρθρο 62 είπαμε ότι η φράση «για τα αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των καθηκόντων του» πρέπει να υπάρχει, διότι ακριβώς ο όρος «κατά την άσκηση των καθηκόντων» είναι αυτός που μπήκε στο άρθρο 86 και όπου αναφέρεται σε καθήκοντα, το Σύνταγμα ή ο ειδικός ποινικός νόμος 3126/2003 αναφέρει αυτή τη φράση. Το πολιτικό σύστημα και το Κοινοβούλιο πρέπει να κάνει την οριοθέτηση: τι είναι αυτό που είναι κατά την άσκηση των καθηκόντων του και τι δεν είναι κατά την άσκηση των καθηκόντων του;

Για τη βουλευτική ασυλία υπάρχει μία γενική εντύπωση και θα έλεγα πεποίθηση της κοινωνίας και των πολιτών ότι η διάταξη αυτή του άρθρου 62 εφαρμόστηκε με έναν τρόπο σκανδαλώδη. Ο Μιχάλης Σταθόπουλος, το 2005 είπε: «Σε ταραχώδεις περιόδους της ιστορίας όπου επικρατούσε φανατισμός, είχε κάποια δικαιολογία ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας. Τα πολιτικά πάθη οδηγούσαν ή υπήρχε κίνδυνος να οδηγήσουν σε αστήρικτες ποινικές διώξεις Βουλευτών, με σκοπό την εξουδετέρωσή τους από τον πολιτικό αντίπαλο για μεγάλο χρονικό διάστημα, έως ότου δηλαδή αποφανθεί η δικαιοσύνη». Άλλος αποτελεσματικός τρόπος τότε δεν υπήρχε. Όμως, αν δεχθούμε ότι τα πολιτικά μας ήθη και το πολιτικό σύστημα γενικά έχει προοδεύσει κι έχει αποκτήσει ασφαλιστικές δικλείδες και θεσμικές εγγυήσεις για την προστασία, τι λόγο έχει να υπάρχει όπως υπήρχε;

Η εντύπωση του ελληνικού λαού, σε ένα ποσοστό 85%, σύμφωνα με έρευνα, είναι ότι η διάταξη του άρθρου 62 οδηγεί στο ακαταδίωκτο και δεν λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση του κράτους. Από θεσμική άποψη, δεν αποτελεί κάποιο προνόμιο του Βουλευτή, αλλά είναι μια δικλείδα εγγυητικού τύπου ασφάλειας για το πολιτικό σύστημα και για το κράτος δικαίου, για το πολίτευμα δηλαδή. Άρα, όποιος έχει στο μυαλό του ότι είναι ένα προνόμιο υπέρ του Βουλευτή, είναι κραυγαλέο λάθος.

Ο κ. Τσακυράκης, το 2007, είπε «Η μακρόχρονη πρακτική της ελληνικής Βουλής να παρέχει ασυλία στα μέλη του, για να αποφύγουν οποιαδήποτε ποινική δίωξη αποτελεί θεσμικό σκάνδαλο για τη δημοκρατία μας». Όχι για τον θεσμό, αλλά για τη δημοκρατία.  Αναφέρει υποθέσεις στην Ελλάδα για τις οποίες δεν έχει αρθεί η ασυλία, για παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, έκδοση ολόκληρου μπλοκ ακάλυπτων επιταγών και ανθρωποκτονία από αμέλεια. Την περίοδο 1974-2000 υπήρχαν 700 υποθέσεις από τις οποίες άρθηκε η ασυλία μόνο σε 5. Από το 2000 και μετά είναι γεγονός ότι αυτό το ποσοστό αρχίζει να αλλάζει δραστικά υπέρ του πνεύματος της διάταξης και αυτό είναι θετικό. Το ευρωπαϊκό δικαστήριο έχει μιλήσει γι’ αυτό και πρέπει να το λαμβάνει σήμερα η πολιτεία και το Κοινοβούλιο σοβαρά υπόψη, για να κάνει μια ουσιαστική μεταβολή στο άρθρο 62 για να πάψει να αποτελεί πράγματι αυτό αγκάθι.

Για το άρθρο 86. Αναφέρθηκε ότι δεν υπάρχει δικαστική πηγή που να λέει για τη δωροδοκία ότι δεν ανάγεται στα καθήκοντα των Υπουργών και σας απαντάω ότι όλες οι υποθέσεις που η νομολογία έκρινε ότι η δωροδοκία δεν ανάγεται στα υπουργικά καθήκοντα έγινε γιατί ταυτόχρονα υπήρχε το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες, το «ξέπλυμα». Και επειδή η δικαιοσύνη είχε το «ξέπλυμα», που είναι το σοβαρότερο αδίκημα, ξέρετε ότι δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την δωροδοκία. Γι αυτό πρέπει να αναμένουμε σύντομα μια μεταβολή της νομολογίας υπέρ της δίωξης για τη δωροδοκία και όχι υπέρ της αντιμετώπισής του ως ένα υπουργικό αδίκημα..

Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει μια ερμηνευτική δήλωση που είναι μια αυθεντική ερμηνεία νόμων, σύμφωνα με το άρθρο 77 του Συντάγματος: «Η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία». Δεν είναι ούτε νόμος η ερμηνευτική δήλωση ούτε κατά μείζονα λόγο ποινική διάταξη με αναδρομικό χαρακτήρα. Η παράγραφος που προσθέτουμε είναι μια αυθεντική ερμηνεία υπάρχουσας διάταξης, που λέει ποια αδικήματα είναι κατά την άσκηση και δεν αποτελεί ποινική διάταξη με αναδρομική ισχύ. Και γίνεται σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του Συντάγματος. Δεν είναι μια επιλογή πολιτικού χαρακτήρα από τον ΣΥΡΙΖΑ, για να βλάψει κάποιον ή να αντιτεθεί σε συμφέροντα κάποιου άλλου κόμματος.

Το μεγάλο λάθος του πολιτικού συστήματος έγινε με την αναθεώρηση του 2001. Έλεγε τότε ο κ. Βενιζέλος: «Το μεγάλο ζητούμενο της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι να υπερασπιστεί το πολιτικό σύστημα, το κύρος της, την αξιοπιστία της, την ικανότητα επαφής της με την κοινωνία και τον λαό, δηλαδή ουσιαστικά να υπερασπιστεί την πολιτική. Δεν υπερασπιζόμαστε την πολιτική όταν εμείς με ευκολία, προκειμένου να γίνουμε συμπαθείς, σπεύδουμε να υιοθετήσουμε όλους τους υπαινιγμούς και όλα τα υπονοούμενα σε βάρος των πολιτικών προσώπων». Δεκαοκτώ χρόνια μετά από εκείνη την αναθεώρηση του 2001 τα αποτελέσματα συντρίβουν αυτό το αφήγημα και αυτή τη λογική. Δείτε τη διαδρομή, τι πιστεύει ο ελληνικός λαός και τι λέει σήμερα η νομική κοινότητα για την τότε επιλογή που έκανε η πλειοψηφία για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Την τιμή και την αξιοπιστία της ήθελε να προστατεύσει δήθεν η πλειοψηφία. Και τι την έκανε; Τη συνέτριψε, την υπονόμευσε, την πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων, με αποτέλεσμα να λέμε όλοι ότι όλα έχουν κατρακυλήσει στο ναδίρ και πρέπει να τα ανακτήσουμε.

Σήμερα δεν ψηφίζετε την ερμηνευτική δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ γιατί αισθάνεστε μια ενοχικότητα και μια φοβία ότι στελέχη σας που έχουν διατελέσει υπουργοί ίσως να πάνε στην «τσιμπίδα» της ποινικής δικαιοσύνης.

Αυτή η ερμηνευτική δήλωση θα περισώσει κάτι από την τιμή και την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Ξέρετε γιατί; Γιατί σε όλες τις μεγάλες υποθέσεις που έχει ερευνήσει η ελληνική ποινική δικαιοσύνη ως σκάνδαλα, –Τσοχατζόπουλο, Παπαντωνίου, Novartis, Siemens- δυστυχώς η έναρξη της έρευνας έγινε μετά από προηγούμενη έρευνα ξένων διωκτικών αρχών, δικαστικών αρχών ξένων κρατών, όπως η Γερμανία στην υπόθεση του κ. Τσοχατζόπουλου.

Μας τιμάει αυτό ως πολιτικό σύστημα; Εγώ θα έλεγα ότι εν μέρει δεν τιμά και την ελληνική δικαιοσύνη.

 

Προηγούμενο άρθρο Καταδικάζουμε την ποινικοποίηση των αγώνων
Επόμενο άρθρο Νέος Διοικητής του Νοσοκομείου Καρδίτσας ο Κων/νος Πατέρας