O Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν η ένοπλη σύγκρουση που εξελίχτηκε από 16 Ιουνίου ως 18 Ιουλίου 1913 και ξέσπασε σχεδόν αμέσως μετά τη λήξη του Α Βαλκανικού Πολέμου. Ο πόλεμος διεξήχθη ανάμεσα στην Βουλγαρία και τις υπόλοιπες χώρες του βαλκανικού συνασπισμού (με τις οποίες είχε συμμαχήσει κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο) τη Σερβία και την Ελλάδα. Επίσης κατά της Βουλγαρίας στράφηκαν κατόπιν και η Ρουμανία και η Τουρκία.
Κύριο αίτιο του πολέμου ήταν το θέμα της διανομής των νεοαποκτηθέντων από τον Α Βαλκανικό πόλεμο πρώην οθωμανικών εδαφών. Μεταξύ των μελών του βαλκανικού συνασπισμού, και ιδιαίτερα μεταξύ της Βουλγαρίας από τη μία πλευρά και Σερβίας και Ελλάδας από την άλλη, είχαν ενσκήψει σοβαρές διαφορές.
Τα βουλγαρικά στρατεύματα κατά τον χρόνο που είχαν καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία διέπραξαν εγκλήματα κατά των (αλλοθρήσκων) Τούρκων κατοίκων. Επίσης τους (ομόθρησκους) Έλληνες και Σέρβους κατοίκους ανάγκαζαν να υπαχθούν εκκλησιαστικά στη Βουλγαρική εξαρχία, να χρησιμοποιούν τη βουλγαρική γλώσσα και να εκβουλγαρίζουν τα ονοματεπώνυμά τους. Ειδικότερα στη γραμμή επαφής των στρατευμάτων οι Βούλγαροι συνεχώς χρησιμοποιούσαν μεθόδους συνεχούς διείσδυσης με συνέπεια ν΄ ακολουθούν συγκρούσεις. Βλέποντας τότε η Σερβία και η Ελλάδα τη Βουλγαρία ως κοινό κίνδυνο στις 19 Μαϊου του1913 συνδέθηκαν με αμυντική συμφωνία γνωστή ως Συνθήκη Συμμαχίας θεσσαλονίκης.
Έτσι η Βουλγαρία υπό την πεποίθηση της πολιτικής και στρατιωτικής της ηγεσίας στην υπεροχή του βουλγαρικού στρατού και στις στρατηγικές ικανότητές του πήρε την απόφαση της αιφνιδιαστικής ομόχρονης επίθεσης κατά των τότε θέσεων του Σερβικού και Ελληνικού στρατού
ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Η συνολική δύναμη του ελληνικού στρατού ανέρχονταν σε πεζικό: 118.000, ιππικό: 1000 και 176 Πυροβόλα όπλα.
Η συνολική δύναμη του σερβικού στρατού ήταν πεζικό: 260.000, ιππικό: 3000 και 500 Πυροβόλα όπλα.
Η συνολική δύναμη του βουλγαρικού στρατού ξεπερνούσε τις 576,878 με 1,116 πυροβόλα. Συνεπώς, ο βουλγαρικός στρατός υπερείχε συντριπτικά της αντίπαλης συμμαχίας Ελλήνων και Σέρβων τόσο σε άνδρες όσο και σε πυροβολικό. Η υπεροχή αυτή σε συνδυασμό με το βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό που είχε δημιουργήσει η παλαιότερη, κατά 35 χρόνια, συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ήταν αυτές που οδήγησαν τη Βουλγαρία στη τυχοδιωκτική απόφαση να στρέψει τα όπλα της κατά των συμμάχων της, σε έναν ακήρυχτο μεν, αλλά και αιφνίδιο πόλεμο.
Ο Πόλεμος αυτός υπήρξε από τους σκληρότερους στην παγκόσμια ιστορία και ολόκληρος ο Ελληνικός Στρατός για να ξεπεράσει την αριθμητική υπεροχή και καλύτερη εκπαίδευση των αντιπάλων επέδειξε ιδιαίτερη ανδρεία και ικανότητα.
Ιδιαίτερα διακρίθηκε η 1η Μεραρχία Πεζικού (αποτελείτο μόνον από Θεσσαλούς στρατιώτες ) η οποία λόγω της αποτελεσματικότητός της πήρε την προσωνυμία Σιδηρά Μεραρχία των Θεσσαλών την οποία και διατήρησε επάξια και στην Μικρασιατική
Όμως ένα άλλο στρατιωτικό τμήμα ( το οποίο δεν υπαγότανε οργανωτικά στην Θεσσαλική 1η Μεραρχία), το 9ο Τάγμα Ευζώνων δυτικής Θεσσαλίας και γενικότερα το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων Θεσσαλίας (το συγκροτούσαν το δυτικοθεσσαλικό 9ο Τάγμα και το ανατοθεσσαλικό 8ο Τάγμα) υπήρξε, κατά την άποψή μου, το ικανότερο και γενναιότερο στρατιωτικό τμήμα όχι μόνον στο Β Βαλκανικό Πόλεμο αλλά σε ολόκληρη την νεότερη ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
Κατά μία ευτυχή συγκυρία για την Ελλάδα το ευζωνικό αυτό βρέθηκε στις πλέον κρίσιμες περιστάσεις των απελευθερωτικών πολέμων της Ηπείρου και της Μακεδονίας, στην κατάλληλη θέση και με διοικητές του άριστους αξιωματικούς.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΈΜΟΥ.
Σαν σήμερα πριν από 100 χρόνια –στις 12 Ιουλίου 1913 άρχισε η πλέον σκληρή και με καθοριστική μάχη του Β Βαλκανικού πολέμου στο ύψωμα 1378 με κύριους πρωταγωνιστές τους δυτικοθεσσαλούς Εύζωνες του 9ου Τάγματος, του 1/38 Συντάγματος
Γράφει ο κριτικός του πολέμου για τη μάχη αυτή: «Ή μάχη του 1378 ήτο αναντιρρήτως ή σκληρότερα και αιματηρότερα από όλας τας μάχας από όσας συνήψεν ό Ελληνικός Στρατός κατά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους.
Από παράδοξη, δε, επιταγή της μοίρας, στην τελευταία αυτή μάχη βρέθηκαν αντιμέτωπα, το ηρωικότερο σώμα του Ελληνικού Στρατού και το εκλεκτότερο του Βουλγαρικού, γιατί πέρα από τις υπάρχουσες εκεί Βουλγαρικές δυνάμεις, προστέθηκε και το επίλεκτο Σύνταγμα της Βασιλικής Φρουράς του Φερδινάνδου. Λόγω της κρίσιμης κατάστασης που υπήρχε και με την προοπτική της διαφαινόμενης σύναψης ειρήνης, οι Βούλγαροι ήθελαν να κατοχυρώσουν περισσότερα εδάφη. Έτσι, ήταν της μοίρας γραφτό να λάβουν μέρος στη φονική αυτή μάχη προ της Άνω Τζουμαγιάς τα δύο γενναιότερα και ενδοξότερα τμήματα και από τα δύο μέρη, το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων και το Σύνταγμα της Βασιλικής Βουλγαρικής Φρουράς…
Στις επιθέσεις στις 12 Ιουλίου, οι εύζωνοι του 9ου Τάγματος πραγματοποιούν βαθιές «σφήνες» μέσα στα εχθρικά τμήματα, που τα μεταγωγικά του Ελληνικού Στρατού είναι αδύνατο να τους παρακολουθήσουν για εφοδιασμό νέων πυρομαχικών. Αυτοί στρεφόμενοι προς τον ταγματάρχη τους του έλεγαν: «Δεν έχομεν πυρομαχικά». Και τότε ο ηρωικός ταγματάρχης, που ήταν πάντοτε έτοιμος να δώσει λύση και στις πιο κρίσιμες στιγμές του αγώνα είπε: «Και δεν υπάρχουν πέτρες;». Τότε άρπαξε ο ίδιος έναν ογκώδη λίθο και επιτέθηκε. Αστραπιαία όρμησαν και οι εύζωνοί του πετώντας πέτρες στους Βουλγάρους, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί από αυτούς να σκοτωθούν από τις πέτρες.»
Πολλές φορές το ύψωμα αυτό στις κρίσιμες φάσεις του αιματηρού αγώνα άλλαξε κάτοχο. Τελικά παρέμεινε στα χέρια των θρυλικών δυτικοθεσσαλών εύζωνες του 9ου Τάγματος του 1ου Συντάγματος ευζώνων αφού πάνω στο ύψωμα αυτό από τους χίλιους άνδρες του Τάγματος έμειναν ζωντανοί μόνο 275 στρατιώτες και ένας υπαξιωματικός και από αυτούς οι 200 τραυματίες. Εκεί σκοτώθηκε και ο διοικητής του τάγματος και ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων Ιωάννης Βελισσαρίου.
Έτσι ο Βούλγαρικός στρατός πού είχε και αυτός τρομακτικές απώλειες, εγκατέλειψε το 1.378, όπου τελικά στήθηκε η ελληνική σημαία στις 15 Ιουλίου 1913. Με την τελική κατάληψη του υψώματος 1.378 οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να υπογράψουν τη συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Αν οι εύζωνοι με την πολυάνθρωπη θυσία τους δεν πολεμούσαν με τόση γενναιότητα και τόση αποτελεσματικότητα και σε αυτή τη μάχη και δε θυσιαζόταν, ο πόλεμος στη θέση αυτή θα έπαιρνε δυσάρεστη τροπή και οι Βούλγαροι, νικητές στο σημείο αυτό, θα υπαγόρευαν την υπογραφή της συνθήκης με διαφορετικές προϋποθέσεις και ευνοϊκότερους γι’ αυτούς όρους.
Οι θρυλικοί δυτικοθεσσαλοί Εύζωνες του 9ου Τάγματος, του 1ου Συντάγματος, υπήρξαν αυτοί, όπως είδαμε σε προηγούμενο δημοσίευμα , που έσπασαν πρώτοι, με την αστραπιαία επίθεση και τις λόγχες τις εχθρικές γραμμές στο Λαχανά,, στη πρώτη μάχη του πολέμου και συμπαρέσυραν σε γενική υποχώρηση τους Βουλγάρους. Αυτοί, έστησαν και στο τέρμα του αγώνα τη σημαία της τελικής νίκης πάνω στην κορυφή 1.378.
Αποτελούν ,δε, για τους νεότερους και το καλύτερο παράδειγμα αυτοθυσίας για την ελευθερία και αγάπης για τα ιδανικά της πατρίδας.
Για το λόγο αυτό θεωρώ ως το μεγαλύτερο ιστορικό ατόπημα αυτή την περίοδο όχι μόνον τις ανιστόρητες αναφορές τής κας. Ρεπούση και άλλα παρόμοια… αλλά ότι κανένας δεν θυμήθηκε και δεν τίμησε, αυτούς τους ήρωες που και θυσιάσθηκαν και πέτυχαν τόσα πολλά για την Ελλάδα, όσο κανένας άλλος, στη Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.