Το ποδόσφαιρο, το αθλητικό αυτό παιχνίδι που γεννήθηκε στην Αγγλία στα τέλη του 19ου αιώνα και αποτέλεσε μέσo κοινωνικοποίησης και κοινωνικής ένταξης της εργατικής τάξης, έχει μετεξελιχθεί στη σύγχρονη εποχή σε ένα πολυσυλλογικό ανταγωνιστικό αθλητικό προϊόν και θέαμα, ενσωματωμένο πλήρως στις κατεστημένες δομές του καπιταλισμού και της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς.
Στο σύγχρονο εμπορευματοποιημένο ποδόσφαιρο η έννοια της ευγενούς άμιλλας έχει αντικατασταθεί πλήρως από το βάναυσο ανταγωνισμό επιχειρηματικών συμφερόντων (Π.Α.Ε., προέδρων, καναλιών, εφημερίδων, εταιρειών στοιχηματισμού κλπ.), με στόχο το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο στον ασύλληπτο τζίρο δισεκατομμυρίων ευρώ, νόμιμων και παράνομων, που δημιουργείται γύρω από αυτό, αλλά και διακινείται και νομιμοποιείται μέσα από αυτό.
Αυτή είναι η πραγματικότητα μέσα στην οποία συναντάμε την αποκρουστική πραγματικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, στην οποία δεσπόζουν εγκληματικές οργανώσεις και «παράγκες».
Το φαινόμενο της βίας στους αθλητικούς χώρους δεν αποτελεί ασφαλώς μονοδιάστατη κατάσταση, αλλά συνδέεται με τις κοινωνικές συνθήκες, την ανισότητα, τη φτωχοποίηση, την ανεργία, την κοινωνική περιθωριοποίηση και ασφυξία, που παγίωσαν οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν μέχρι τώρα.
Η βία φτιάχνεται έξω από τα γήπεδα και εκτονώνεται και πυροδοτείται στις κερκίδες.
Συνδέεται βέβαια και με μια διαδικασία αλληλεπίδρασης μιας σειράς συμβάντων, όπως τα πρωτοσέλιδα και τα δημοσιεύματα του οπαδικού τύπου, το κλίμα καχυποψίας απέναντι στους παράγοντες που εμπλέκονται και τις αποφάσεις των διαιτητών, τη μη εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου, τη στάση της αστυνομίας και την προκλητική ατιμωρησία των ηθικών και φυσικών αυτουργών της βίας στα γήπεδα, που αποτελεί και την κυριότερη αιτία διαιώνισής της.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η βία έρχεται να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, που συμπορεύεται, προκαλεί και αναπαράγει τον εθνικισμό, τον εκφασισμό, το ρατσισμό, το σεξισμό και την αρρενωπότητα και απειλεί τη ζωή και σωματική ακεραιότητα καθενός και καθεμιάς από εμάς.
Με το νομοσχέδιο για την καταπολέμηση της βίας γίνεται το πρώτο δυναμικό βήμα για την αντιμετώπιση των ακραίων φαινομένων βίας στους αγωνιστικούς χώρους. Εισάγονται για πρώτη φορά μέτρα (δυνατότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων-προστίμων σε ανώνυμες αθλητικές εταιρείες που προκαλούν ή ανέχονται την έκφραση βίας και ρατσιστικού μίσους, δυνατότητα αναβολής ή διακοπής διεξαγωγής αγώνων ή πρωταθλημάτων, υποχρεωτική λειτουργία συστημάτων ηλεκτρονικής εποπτείας στα γήπεδα, στελέχωση των πειθαρχικών και δικαιοδοτικών οργάνων του ποδοσφαίρου με ανεξάρτητους τακτικούς δικαστές και εν ενεργεία εισαγγελείς, υποχρεωτική ενημέρωση του αρμοδίου Υπουργού για τα στοιχεία που αφορούν σε ύποπτους χειραγώγησης αγώνες, δυνατότητα αφαίρεσης ομάδων από το στοιχηματικό κουπόνι κλπ.), που, σε συνδυασμό με τον επικείμενο εκδημοκρατισμό της λειτουργίας των αθλητικών φορέων και της ΕΠΟ, με την εισαγωγή της απλής αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος, θα αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη του φίλαθλου κοινού και θα αποκλιμακώσουν την ένταση και τα φαινόμενα βίας.
Βέβαιο είναι ότι, η αντιμετώπιση των συνολικών αιτιών του προβλήματος της βίας απαιτεί εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής, μεταρρυθμίσεις που είναι δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και αναμενόμενες κυβερνητικές πρωτοβουλίες στο επόμενο χρονικό διάστημα.
Στο σημείο αυτό, μιας και γίνεται πολύ κουβέντα τις τελευταίες ημέρες, θα ήθελα να επισημάνω ότι: Αυτονομία δεν νοείται και δεν μπορεί να γίνει ανεκτή σε μια σύγχρονη ευνομούμενη δημοκρατική κοινωνία. Ούτε για τον απλό πολίτη, ούτε ασφαλώς για την ΕΠΟ και τις ανώνυμες αθλητικές εταιρείες. Άλλο λοιπόν η αυτονομία, το ανέλεγκτο δηλαδή από το κράτος, και άλλο το αυτοδιοίκητο του ποδοσφαίρου και της ΕΠΟ, που έχει γίνει πλέον απολύτως σαφές σε όλους, ότι η κυβέρνηση το σέβεται.
Τέλος, η ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλίας για ένα σύγχρονο, προοδευτικό νομοθετικό πλαίσιο για τον αθλητισμό, που θα προάγει και διασφαλίζει για όλους μας και κυρίως για τους νέους, τον αθλητισμό ως κοινωνικό αγαθό, ως μέσο κοινωνικοποίησης και ισορροπημένης σωματικής και ψυχικής υγείας των πολιτών προβάλει στις μέρες μας πιο επιτακτική από ποτέ.