Είναι πραγματικά «ευτυχείς» όσοι στη σημερινή συγκυρία διαθέτουν αποταμιεύσεις στις τράπεζες. Υπάρχει μια διάχυτη ανησυχία σ’ αυτό τον κόσμο. Όλοι αναρωτιούνται αν κινδυνεύουν οι οικονομίες που έχουν στις τράπεζες. Ειδικά τώρα που έξι (6) από αυτές υποβαθμίσθηκαν από τον οίκο Moody’s. Ξέρετε, η οικονομία είναι κλίμα και πρέπει να είμαστε λιγότερο επιρρεπείς σε φήμες που καλλιεργούνται από διάφορα κέντρα, που έχουν στόχο τη κερδοσκοπία και την οικονομική αστάθεια. Ο πανικός και η ανησυχία των μικρομεσαίων καταθετών είναι ότι χειρότερο για την εθνική οικονομία. O κόσμος «τρέχει» πανικόβλητος πολλές φορές, επειδή ακριβώς και οι κυβερνώντες δεν είναι αρκετά εκπαιδευμένοι στην αντιμετώπιση τέτοιου είδους «επικοινωνιακών απειλών».Όμως ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Φαίνεται ότι το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα «καλά κρατεί». Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει χορηγήσει και χορηγεί, με ελέγξιμο τρόπο βέβαια, την ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών. Μάλιστα το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα θεωρείται από τα πιο συντηρητικά της Ευρώπης, γι’ αυτό άλλωστε οι εγχώριες τράπεζες δεν παρασύρθηκαν σε επενδύσεις «τοξικών», διασφαλίζοντας έτσι την βιωσιμότητά τους, στη περίοδο κρίσης που διανύουμε. Επομένως οι καταθέσεις σε ένα σύστημα θωρακισμένο και διασφαλισμένο από κάθε άποψη, δεν κινδυνεύουν. Η απόσυρση των ιδιωτικών καταθέσεων, που αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα το σύνολό τους αντιστοιχεί στα 210 δις € περίπου, δεν συμβάλει στην ηρεμία των τοπικών αγορών και μπορεί να βαθύνει περισσότερο τη κρίση. Ο λόγος είναι ότι αφαιρούνται πολύτιμοι πόροι για να χρηματοδοτηθεί το παραγωγικό σύστημα της χώρας. Οι τράπεζες για να χρηματοδοτούν απρόσκοπτα την οικονομική δραστηριότητα (μικρομεσαίοι, οικοδομική, αγροτική, τουριστική δραστηριότητα, κλπ) πρέπει να διαθέτουν ανάλογη κεφαλαιακή επάρκεια. Τα τελευταία στοιχεία μιλάνε για φυγή στο εξωτερικό μέσα στο 2010 περίπου 14 δίς €. Επίσης 7 δίς περίπου έχουν κατευθυνθεί στα «σεντούκια» ή καλύπτουν τρέχουσες ανάγκες λόγω της κρίσης, και τα 6 δις τοποθετήθηκαν σε ομόλογα του Δημοσίου ή επενδυτικά χαρτιά του εξωτερικού. Συνολικά δηλαδή, «φυγαδεύτηκαν» γύρω στα 27 δις €, πραγματικά πολύ σημαντικό νούμερο για την τρέχουσα πολύ δύσκολη συγκυρία που διέρχεται η χώρα μας (βλ. σχετ
Όλα αυτά τροφοδοτούνται από ένα άκρως επικίνδυνο σενάριο, περί εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη και επανόδου της δραχμής. Λοιπόν για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Δεν συμφέρει κανέναν, ούτε την Ελλάδα, ούτε την Ευρωζώνη η επιστροφή της χώρας στη δραχμή. Θα είναι καταστροφική μια τέτοια εξέλιξη όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για το ευρώ. Και αυτό γιατί το εμπορικό και οικονομικό γίγνεσθαι της Ευρώπης είναι συνυφασμένο και με την Ελλάδα. Φαντασθείτε μια πιθανή έξοδος της χώρας από τη ζώνη του ευρώ. Το γεγονός αυτό θα συμπαρασύρει, υπό μορφή ντόμινο, όλες τις οικονομίες της Ευρώπης, με λιγότερα η περισσότερα προβλήματα, ειδικά αυτές του Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία), των οποίων τα οικονομικά μεγέθη είναι πολλαπλάσια αυτού της Ελλάδας.
Τότε το ευρώ θα κατρακυλήσει ξεπερνώντας και τα ιστορικά χαμηλά του, με ανεξέλεγκτες καταστάσεις για όλες τις οικονομίες, σε Ανατολή και Δύση, που έχουν επενδύσει σ’ αυτό.
Το οξύμωρο είναι ότι από όσους προβλέπουν σήμερα τα χειρότερα για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και την τύχη του ευρώ – στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι γνωστοί διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, όπως η Moody’s- όχι μόνο δεν είχαν προβλέψει τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση που έπληξε την παγκόσμια οικονομία, αλλά ακόμη και όταν αυτή είχε ξεσπάσει εξακολουθούσαν να βλέπουν ρόδινη την κατάσταση και να βαθμολογούν με άριστα τα «τοξικά» επενδυτικά προϊόντα προς «ίδιον» όφελος.
Η Ελλάδα έχει περιθώρια βελτίωσης σημαντικά, αρκεί να λύσει τα διαρθρωτικά της προβλήματα. Η οικονομική ολοκλήρωσή της περνάει μέσα από πολιτικές μείωσης των θεσμικών ελλειμμάτων και της χαλάρωσης που υπάρχει σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Υγεία, παιδεία, δημόσια διοίκηση, πολιτικό σύστημα πρέπει να αναμορφωθούν εκ βάθρων για να μπορέσει η οικονομία μας να γίνει πιο ανταγωνιστική για να δημιουργηθούν πρωτογενή πλεονάσματα, έτσι ώστε το χρέος πρώτα να σταθεροποιηθεί σε υποφερτά επίπεδα και κατόπιν να αποκλιμακωθεί.