Εν μέσω πανδημίας του κορωνοιού, η κυβέρνηση της Ν.Δ έφερε στη Βουλή ένα αντιλαϊκό νομοσχέδιο-τερατούργημα για το περιβάλλον, για να σαρώσει ό,τι άφησαν όρθιο οι προηγούμενες κυβερνήσεις, επιδιώκοντας να υλοποιήσει τον αντιλαϊκό στόχο για επιτάχυνση των επενδύσεων του κεφαλαίου αδιαφορώντας για τις συνέπειες στο λαό, στο περιβάλλον και στα δασικά οικοσυστήματα.
Το νομοσχέδιο αυτό ψηφίζεται εν μέσω της νέας διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, που ο περιορισμός της παραγωγής και η συρρίκνωση της κατανάλωσης λόγω των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, λειτούργησαν ως καταλύτης που επιτάχυνε το χρόνο εκδήλωσης της. Αποτελεί ένα ακόμα κρίκο της προσαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στις ανάγκες της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων, συνέχεια της πολιτικής που άσκησαν όλες οι αστικές κυβερνήσεις στο πλαίσιο της πολιτικής της “πράσινης – βιώσιμης” ανάπτυξης, της “πράσινης συμφωνίας” της Ε.Ε, που στον πυρήνα της έχει την εξυπηρέτηση των επενδύσεων των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στις Α.Π.Ε και την «πράσινη» ενέργεια. Δηλαδή, την διαμόρφωση νέων τομέων επενδυτικής δράσης για τα συσσωρευμένα κεφάλαια των καπιταλιστών.
Το νομοσχέδιο αποδεικνύει χαρακτηριστικά τη στρατηγική συνέχεια της εγκληματικής πολιτικής της Ν.Δ και του ΣΥΡΙΖΑ για το περιβάλλον. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ “έστρωσε το δρόμο” για την επιτάχυνση των επενδύσεων στις ΑΠΕ (φωτοβολταικά ακόμα και σε παραγωγική γη, ανεμογεννήτριες όπως στα Άγραφα, στον Κίσσαβο, κ.α) που καταστρέφουν τα βουνά και επιβαρύνουν τις τσέπες του λαού, εφηύρε τις “οικιστικές πυκνώσεις”. Επεδίωξε νέες αλλαγές στους δασικούς χάρτες, ετοίμαζε ν/σ για νομιμοποίηση των καταπατήσεων, εκχερσώσεων παράνομων αλλαγών στο χαρακτήρα και τη χρήση της γης, κρατικών κυρίως δασικών οικοσυστημάτων και τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων, χωρίς όρους και προϋποθέσεις που και οι δυο κυβερνήσεις συνέδεαν και συνδέουν με το 1975 και το 2011, προώθησε παραπέρα την καρκινογόνα καύση των αποριμμάτων όπως από την ΑΓΕΤ και άλλες βιομηχανίες, πολιτικές που στήριζαν ενεργά τόσο η περιφερειακή αρχή Θεσσαλίας, όσο και όλων των άλλων περιφερειών.
Συγκεκριμένα:
- Επιταχύνει τις περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις. Το ν/σ περιορίζει το χρόνο έκδοσης των αδειών σε 120 μέρες οδηγώντας σε εξπρές αδειοδοτήσεις κάθε είδους που μπορούν να ανατεθούν και σε ιδιώτες.
- Διευκολύνει και την αδειοδότηση έργων Α.Π.Ε, με άδειες που θα βγαίνουν σε λιγότερο από 120 μέρες βαφτίζοντας “περιβαλλοντική προστασία” τις χιλιάδες νέες ανεμογεννήτριες σε κάθε βουνοκορυφή και τα δεκάδες χιλιάδες φωτοβολταϊκά σε όλη την χώρα.
- Σχετικά με τις “οικιστικές πυκνώσεις”. Το ν/σ δίνει τη δυνατότητα “τακτοποίησης” έναντι τιμήματος, για χρονικό διάστημα 30 ετών, των κατοικιών που χτίστηκαν εντός δασών και δασικών εκτάσεων, ανοίγοντας έτσι ξανά “παράθυρο” στη διαιώνιση του προβλήματος της αυθαίρετης δόμησης. Προωθείται επίσης η αναμόρφωση όλων των δασικών χαρτών, ακόμα και όσων έχουν κυρωθεί ή αναρτηθεί μέχρι σήμερα, βάσει διοικητικών πράξεων που είχαν εκδοθεί πριν το 1975 και με τις οποίες άλλαξε ο χαρακτήρας τους από δασικό σε αγροτικό.
- Σχετικά με τους δασικούς χάρτες. Ακυρώνει τους μέχρι σήμερα δασικούς χάρτες, αλλάζει το περιεχόμενό τους και δημιουργεί “οδικό χάρτη” όπου θα νομιμοποιεί κάθε παράνομη αλλαγή στη χρήση και καταπάτηση κρατικών δασών, σε καμένες ή εκχερσωμένες δασικές εκτάσεις και κατά περίπτωση εντός υγροτόπων και ρεμάτων, μέχρι το 1975 και κάθε οικοδομικής άδειας μέχρι το 2011.
- Σχετικά με τα δάση και τις Προστατευόμενες Περιοχές. Με την ένταξη των υφιστάμενων φορέων διαχείρισης σε έναν νέο φορέα τον ΟΦΥΠΕΚΑ, τσαλαπατάται βάναυσα η έννοια του δάσους αλλά και τη σχετικής επιστήμης, αφού πια η ευθύνη πέφτει στους μηχανικούς και τους δικηγόρους και όχι στους κρατικούς δασολόγους. Καταργεί το καθεστώς προστασίας των περιοχών «Natura» και άλλες προστατευόμενες περιοχές, διευρύνοντας το είδος των επεμβάσεων σε αυτές, κυρίως από το κατασκευαστικό, τουριστικό κεφάλαιο, τις μεταλλευτικές και εξορυκτικές εταιρίες. Ενώ μετατρέπει τους Εθνικούς Δρυμούς στους οποίους απαγορευόταν κάθε παρέμβαση, σε “εθνικά πάρκα” για να αναπτυχθούν επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Η Ενεργειακή πολιτική, η προστασία και η ολοκληρωμένη διαχείριση του περιβάλλοντος, των δασικών οικοσυστημάτων και των προστατευόμενων περιοχών, των αποβλήτων, οι χρήσεις γης με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες πρέπει να είναι ευθύνη του κράτους. Το σημερινό αστικό κράτος ούτε μπορεί, ούτε θέλει να τα εξασφαλίσει. Γιατί όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις υποτάσσουν το περιβάλλον στους νόμους της αγοράς, το αντιμετωπίζουν ως εμπόρευμα και κερδοφόρα διέξοδο στις κάθε φορά επενδυτικές επιλογές των επιχειρηματικών ομίλων.
Ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση του περιβάλλοντος αξιοποίηση της ενεργείας, διαχείριση των αποβλήτων, προς όφελος του λαού, προϋποθέτει κατάργηση της εξουσίας των μονοπωλίων, εργατική εξουσία και σοσιαλιστική οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας.
Την εργατική εξουσία, που με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό, εργατικό έλεγχο και κριτήριο την εξυπηρέτηση των συνδυασμένων λαϊκών αναγκών, θα εξασφαλίσει φτηνή και ποιοτική ενέργεια, ολοκληρωμένη διαχείριση και προστασία του περιβάλλοντος, φιλολαϊκή διαχείριση των αποβλήτων και χρήσεις γης με κριτήριο τις διευρυμένες λαϊκές ανάγκες.
Οι όποιες υποχωρήσεις της κυβέρνησης κάτω από την πίεση των φορέων και την γενική κατακραυγή, όπως η απόσυρση του άρθρου 99 για τις πολεοδομικές ρυθμίσεις της Αθήνας, είναι πρόσκαιρες.
Η Λαική Συσπείρωση καλεί τους εργαζόμενους, τους μικρούς αγρότες και επαγγελματίες, να αγωνισθούν ενάντια στην Ε.Ε και στην «πράσινη οικονομία» που υποτάσσει το περιβάλλον στις προτεραιότητες των επιχειρηματικών ομίλων. Ενάντια στην πολιτική διαχείρισης της ίδιας «πράσινης» καπιταλιστικής ανάπτυξης σε βάρος του λαού και του περιβάλλοντος, από κάθε αστική κυβέρνηση, από τις περιφερειακές και δημοτικές αρχές .
Απαιτούμε:
- Να αποσυρθεί το νομοσχέδιο – τερατούργημα για το περιβάλλον.
- Ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση του περιβάλλοντος, (δασών, υδάτινων πόρων, εδαφών, κλπ), αξιοποίηση της ενέργειας, διαχείριση των αποβλήτων, προς όφελος του λαού. Με αποκλειστικά κρατική ευθύνη, ενίσχυση των αντίστοιχων κρατικών υπηρεσιών σε μέσα, μόνιμες προσλήψεις προσωπικού και χρηματοδότησή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό.