Σε αυτήν τη δύσκολη οικονομική συγκυρία που βρίσκεται η χώρα, στην προσπάθεια που κάνει η κυβέρνηση να εξυγιάνει τα δημοσιονομικά μεγέθη, να τιθασεύσει το δημόσιο χρέος, να μειώσει ένα έλλειμμα που ήταν πέρα και πάνω από κάθε πρόβλεψη, όλοι συμφωνούμε ότι η μόνη λύση εξόδου από την κρίση είναι η ανάπτυξη.
Πώς, όμως, θα πυροδοτηθεί η ατμομηχανή της ανάπτυξης, έτσι ώστε να δημιουργηθούν πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, τα οποία αφενός θα αναστείλουν τον δημόσιο δανεισμό και αφετέρου θα συμβάλουν στη μείωση του χρέους;
Είναι γεγονός ότι οι περιοριστικές πολιτικές τις οποίες είμαστε αναγκασμένοι σήμερα να εφαρμόσουμε δεν μπορούν να πυροδοτήσουν την ανάπτυξη, με αποτέλεσμα η ύφεση να βαθαίνει, το ΑΕΠ να συρρικνώνεται και η ελληνική οικονομία να χειμάζει.
Η ελληνική οικονομία από το 1994 μέχρι το 2008 αναπτυσσόταν συνεχώς, και μάλιστα με ρυθμούς μεγαλύτερους από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Όμως αυτή η ανάπτυξη ήταν επίπλαστη και ατελής, διότι βασιζόταν στην πτώση των επιτοκίων, που έκαναν το χρήμα φθηνότερο, με συνέπεια όλοι να προστρέχουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για λήψη δανείων για κάθε χρήση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να αποκομίζουν τεράστια κέρδη, σε βάρος της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.
Τη μοναδική ευκαιρία που είχε η Ελλάδα να αξιοποιήσει τη δύναμη των Ολυμπιακών Αγώνων, να κεφαλοποιήσει αυτό το μεγάλο εγχείρημα, την έχασε. Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας κατρακύλησε αρκετές θέσεις και το θετικό πρόσημο της ανάπτυξης μετατρέπεται σε αρνητικό. Η απογραφή του 2004, τα ψεύτικα δημοσιονομικά στοιχεία του 2009 και η μη χρηστή διαχείριση, απαξίωσαν την ελληνική οικονομία, που άρχισε να βυθίζεται σε ύφεση, ιδιαίτερα το 2009, και η χώρα έχασε την αξιοπιστία της τόσο στην Ε.Ε. όσο και στις ξένες αγορές.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα, η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να κερδίσει το στοίχημα της ανάπτυξης. Παρά την εσφαλμένη εντύπωση ότι εφαρμόζονται μόνο πολιτικές λιτότητας, έχουν ξεκινήσει σημαντικές πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην αναπτυξιακή προοπτική. Η νομοθεσία του fast track, η δυνατότητα ίδρυσης μιας επιχείρησης σε μία μέρα, οι παρεμβάσεις στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, που δυστυχώς είναι ανασταλτικός παράγοντας στην προσέλκυση επενδύσεων, είναι μερικές από τις πολύ σημαντικές πρωτοβουλίες. Η πάταξη της γάγγραινας της γραφειοκρατίας θέλει όντως ρηξικέλευθες αποφάσεις, αν θέλουμε να διευκολύνουμε την επενδυτική δραστηριότητα.
Ένας πολύ σημαντικός τομέας που θα τονώσει το επενδυτικό κλίμα είναι η μείωση των φορολογικών συντελεστών. Μια επιχείρηση είναι βιώσιμη όταν λειτουργεί μέσα σε ένα ασφαλές φορολογικό περιβάλλον, και όχι όταν σοκάρεται κάθε τόσο από διάφορες αλλαγές. Όμως σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, η αναπτυξιακή δυναμική θα πρέπει να εστιαστεί και να στοχευθεί σε συγκεκριμένους κλάδους που μπορούν να δώσουν άμεσα αποτελέσματα. Οι κλάδοι αυτοί είναι: η ενέργεια, και δη οι εναλλακτικές πηγές, μια και η Ελλάδα είναι ένας τόπος πλούσιος σε ήλιο και αέρα, ο τουρισμός – η «βαριά» μας βιομηχανία – και βεβαίως ο αγροτικός τομέας. Όλοι αυτοί οι τομείς μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση του ΑΕΠ, στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων.
Ήρθε η ώρα, όμως, να αξιοποιήσουμε και τη δημόσια περιουσία. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να την αφήνουμε να απαξιώνεται από τον χρόνο και κάποιοι να την εποφθαλμιούν για δικό τους όφελος. Η δημόσια περιουσία, με την σωστή αξιοποίηση και όχι με το ξεπούλημά της, θα συμβάλει κατά πολύ στην επίτευξη της κοινωνικής ευημερίας και στη διάσωση της χώρας.
Η κρίση πολλές φορές είναι και ευκαιρία. Ευκαιρία να τολμήσουμε τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και πολλά χρόνια, να διορθώσουμε τις στρεβλώσεις του παρελθόντος. Μπορούμε, αξιοποιώντας όλα τα αναπτυξιακά εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, όπως το ΕΣΠΑ, τα ΣΔΙΤ, το ΠΔΕ και βεβαίως τον νέο αναπτυξιακό νόμο, και το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο, το ΕΤΕΑΝ, μέσω του οποίου θα ανοίξουν οι στρόφιγγες της ρευστότητας.
Ο μόνος δρόμος, λοιπόν, για την έξοδο από την κρίση είναι η ανάπτυξη. Με την ανάπτυξη θα μειώσουμε χρέος και έλλειμμα, θα δημιουργήσουμε συνθήκες κοινωνικής προόδου και ευημερίας, θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε σε συνοχή τον κοινωνικό ιστό. Η κρισιμότητα της κατάστασης επιβάλλει δράσεις και όχι εφησυχασμό.