Με επιστολή του προς τον Υπουργό Παιδείας και τους Βουλευτές της Π.Ε. Καρδίτσας ο Δήμαρχος Σοφάδων κρούει τον κώδωνα του κίνδυνου για τις παρενέργειες και την κοινωνική αναστάτωση που θα δημιουργήσει η αρνητική επανεμφάνιση της Ειδικής Γραμματέως του Υπουργείου Παιδείας κυρίας Λινού στο προσκήνιο. Με εντολή της τελευταίας προς τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης διαγράφει τα συμφωνηθέντα (ενώπιων όλων των Βουλευτών του νομού, του Δημάρχου, Δημοτικών Συμβούλων, εκπαιδευτικών, γονέων, υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Παιδείας κλπ) με την Υπουργό Παιδείας στις 26 Ιανουαρίου 2012 και εφαρμόζει τους δικούς της κανόνες για τη διασπορά των τσιγγάνων μαθητών από το 4ο Δημοτικό Σχολείο Σοφάδων.
Ο Δήμαρχος Σοφάδων έκανε για το θέμα την εξής δήλωση:
«Ατέλειωτα είναι τα προβλήματα που καλούμαστε καθημερινά ν’ αντιμετωπίσουμε μέσα σε μια εποχή που η οικονομική κρίση δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Παλεύουμε καθημερινά για να κρατήσουμε όρθιους τους δήμους μας.
Εκείνο που δεν παλεύεται με τίποτα όμως είναι η εμμονή όσων στενοκέφαλων νομίζουν ότι μπορούν να διαφεντεύουν τούτο τον τόπο και την τύχη του απ’ την κλιματιζόμενη πολυθρόνα τους στο Μαρούσι.
Αυτό που εξοργίζει τους πάντες είναι η ανικανότητα ορισμένων ν’ αντιληφθούν ότι σ’ αυτό τον κόσμο δε ζουν μόνοι τους, ότι δεν μπορούν να γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια συμφωνίες και αποφάσεις, ότι δεν μπορούν να φτύνουν κατάμουτρα μια κοινωνία ολόκληρη, ακόμη κι αν αυτοί είναι αξιωματούχοι διορισμένοι του Υπουργείου Παιδείας.
Εξοργίζει όμως και η αστείρευτη εμμονή εκείνων που ακόμη και σ’ αυτή την εποχή που η οικονομία βυθίζεται, η κοινωνία φυλλοροεί, το κράτος διαλύεται, εκείνοι προσπαθούν να ανοίξουν με κάθε τρόπο τον δρόμο στους καλοπληρωμένους αντιρατσιστές του Προγράμματος που εφαρμόζει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με πρόσχημα την ένταξη των τσιγγάνων μαθητών.
Διευκρινίζω ότι όσα προανέφερα δεν συσχετίζονται με κανέναν τρόπο με πρόσωπα και καταστάσεις και κυρίως με την Ειδική Γραμματέα του Υπ. Παιδείας κυρία Λινού.
Θέλω ωστόσο να αναφέρω ότι αν η ίδια εκτιμά ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα ευαίσθητα ζητήματα των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί και εφόσον θεωρεί τον εαυτό της ανεπαρκή ή ανίκανο να τα διαχειριστεί, τότε προφανώς η προσφορότερη και επιβαλλόμενη λύση θα ήταν η παραίτησή της.
Η εξέλιξη αυτή θα ήταν η ενδεικνυόμενη λύση προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα.»