Το Προεδρείο του Δημοτικού Συμβουλίου Καρδίτσας σε μήνυμά του για την επέτειο της 25ης Μαρτίου επισημαίνει τα εξής: “Για μία ακόμη φορά θα τιμήσουμε τους προγόνους μας που έδωσαν τη ζωή τους για να είμαστε εμείς ελεύθεροι σήμερα. Μαζί με την εθνική επέτειο γιορτάζουμε και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου που συμβολικά ταυτίστηκε με την Επανάσταση. Το νόημα αυτής της ταύτισης είναι η θεϊκή ευλογία του Αγώνα των Ελλήνων για την Ελευθερία, η πίστη των ραγιάδων για το ποθούμενο.
Τα λόγια του Κολοκοτρώνη είναι χαρακτηριστικά: “Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμεν την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την ιδικήν μας και την τούρκικη δύναμη. Οι περισσότεροι στην αρχή της επανάστασης ήταν χωρίς άρματα κι άλλοι είχαν μαχαίρας, άλλοι σουγλιά και αι σημαίαι των περισσοτέρων ήταν τσεμπέρες των γυναικών των”.
Εκατόν ενενήντα έξι χρόνια από κείνη την Άνοιξη του 1821 ας θυμηθούμε τα λόγια του Εθνικού μας ποιητή: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».
Ας θυμηθούμε, επίσης, τι έγραψε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην προκήρυξή του στο Ιάσιο, στις 24 Φεβρουαρίου του 1821: «Ας καλέσουμε ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες την ελευθερία στη γη της Ελλάδος! …Στα όπλα, λοιπόν, η πατρίδα μας προσκαλεί!».
Αυτή την ελευθερία κόντεψαν να χάσουν οι Έλληνες με τα δυο δάνεια του 1824 και του 1825, ύψους 2 εκ. 850,000 λιρών, που υποκίνησαν την εμφύλια διαμάχη.
Όσα διέσωσαν οι πρόγονοι μας, επί τέσσερις αιώνες, όσα θυσίασαν οι Έλληνες επαναστάτες από την άνοιξη του 1821, υποθηκεύτηκαν στον βωμό των δανειστών μας.
Με σέβας ακουγόταν το όνομα της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην Αμερική, σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, τότε που ωρίμαζε η Επανάσταση. Αλλά συγχρόνως είχε αποκρυσταλλωθεί η εντύπωση ότι η Ελλάς κάποτε, μέσα στους αιώνες, είχε πεθάνει, αφήνοντας το φως της κληρονομιά σε άλλους λαούς.
Ξαφνικά, «το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισε άνθη», κατά τον λόγο του εθνικού μας ποιητή. Υποχθόνιες, που στα μάτια πολύ λίγων ήταν αισθητές, σοβούσες από αιώνες δυνάμεις που δεν είχαν ποτέ σβήσει και ας μη φαινότανε, ξεπετάχτηκαν στον ήλιο. Και ο πολιτισμένος κόσμος, που λάτρευε το μεγάλο φως, το αρχαίο, έκπληκτος, συγκινήθηκε και θαύμασε το νέο. Οι μύστες κι εραστές της Αρχαίας Ελλάδας έγιναν τότε και εραστές των σύγχρονων Ελλήνων, έγιναν Φιλέλληνες.
Επαναστάσεις την ίδια εποχή είχαν γίνει κι αλλού στην Ευρώπη και την Αμερική. Εκείνο που έκαμε την ελληνική επανάσταση να συγκινήσει περισσότερο από τις άλλες, ήταν διότι αποτελούσε την έμπρακτη επιβεβαίωση της συνέχειας του γένους των αρχαίων Ελλήνων.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο Έλληνας δεν ανέχτηκε πάνω από το κεφάλι του παρά μόνο ρήτορες, φιλοσόφους, ιστορικούς, ποιητές, καλλιτέχνες. Αυτοί του έδειχναν και του δείχνουν τον δρόμο της ελεύθερης σκέψης.
Στη ζωή κάθε έθνους υπάρχουν στιγμές που το καταξιώνουν, που το φέρνουν πρόσωπο με πρόσωπο με την Ιστορία, αυτές τις στιγμές πρέπει να αναζητήσουμε και σήμερα εμείς οι Έλληνες.”