Οργή, ντροπή, αμηχανία, αυτοενοχοποίηση και έντονος φόβος. Μετά το σοκ, δεν βλέπεις απλά τον ίδιο εφιάλτη, αλλά τον ζεις ,ξανά και ξανά χωρίς να μπορείς να συγκεντρωθείς πουθενά αλλού. Θεωρείς τον εαυτό σου βρώμικο ,δεν θέλεις να μιλήσεις για το γεγονός, προσπαθείς να επανέλθεις στην καθημερινότητά σου σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτε, προσπαθείς να ξεχάσεις .Όμως μια μυρωδιά ,μια εικόνα ,ένας τόπος σε κάνει να το ζήσεις ξανά. Ουσιαστικά δεν το ξεπερνάς ποτέ. Απλώς προσπαθείς να το αποφύγεις και σα να μην φτάνουν αυτά, έρχονται και οι ενοχές και οι τύψεις .
Ένας βιασμός που δεν θα καταγγελθεί ποτέ, όπως χιλιάδες περιστατικά που δεν θα φτάσουν ποτέ σε κάποια δικαστική αίθουσα, ώστε να επιβληθούν ποινές στο δράστη. Είναι πολύ δύσκολο για ένα θύμα βιασμού να περάσει από αυτή τη διαδικασία. Επαναφέροντας εικόνες, αναγκάζεται να αναβιώσει το οδυνηρό περιστατικό, περιγράφοντας το με λεπτομέρεια και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα έντονης αμφισβήτησης .
Ζούμε σε μια χώρα που η διαδικασία της καταγγελίας και της τιμωρίας αποτελεί έναν επώδυνο γολγοθά. Ταυτόχρονα μετατρέπουμε το θύμα σε κατηγορούμενο με τα πληκτρολόγια ανά χείρας, αναπαράγοντας στερεότυπα για τους «λόγους» που οι γυναίκες πέφτουν θύματα βιασμού. Έτσι ενώ έχει κάνει την υπερπροσπάθεια να ξεπεράσει το φόβο ,την ανασφάλεια και να βρει την δύναμη για να καταγγείλει, το θύμα, βιώνει ένα δεύτερο ψυχολογικό βιασμό από τον κοινωνικό περίγυρο.
Γυναίκες και άνδρες που στη συνείδηση τους μετατρέπουν τον βιασμό από κακούργημα σε πταίσμα, επιρρίπτοντας ευθύνες για το έγκλημα, στην ελευθερία του ατόμου. Όταν μέρος της κοινωνίας είναι ικανό να συγχωρήσει ένα βιαστή, να ελαφρύνει τη θέση του και να κατηγορήσει το θύμα, διαμορφώνεται η «κουλτούρα του βιασμού». Την στιγμή εκείνη η κοινωνία , εκφράζει τα σεξιστικά χαρακτηριστικά της και αντί να κατηγορήσει ευθέως τον βιασμό, ως αδικαιολόγητο έγκλημα, αντιμετωπίζει το θύμα με δυσπιστία. Αυτοανακηρυσσόμενοι δικαστές ,αναλώνονται σε χιλιάδες σχόλια που αφορούν τη δράση του θύματος: τι φορούσε, γιατί δεν φώναξε βοήθεια, γιατί πήγε στην αστυνομία τόσο αργά, μεταθέτοντας τη βαρύτητα από το έγκλημα στο ίδιο το θύμα. Όταν σε φέρνουν στην θέση να εξηγήσεις γιατί βιάστηκες και όχι ότι βιάστηκες ,η καταγγελία ενός βιασμού φαντάζει ακόμα δυσκολότερη και η κοινωνία άδικη και παράλογη.
Βιασμός είναι ο εξαναγκασμός ατόμου χωρίς την ελεύθερη, εκούσια και αβίαστη συναίνεσή του, σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη. Μόνο σε μια κοινωνία σεξιστική ,που θεωρεί τη γυναίκα κατώτερη από τον άντρα, θα υπήρχε η αντίληψη ότι η ίδια ευθύνεται για το βιασμό της. Σε κανένα άλλο έγκλημα δεν αμφισβητείται η πλήρης ευθύνη και ενοχή του δράστη. Ο βιασμός είναι το μοναδικό έγκλημα που το θύμα στιγματίζεται πιο πολύ από τον θύτη. Ποτέ δεν σκέφτηκε κανένας, πως ένα θύμα ληστείας «έδωσε το δικαίωμα» να τον ληστέψουν, επειδή ήταν μεθυσμένο, σε έρημο δρόμο ,φορώντας εφαρμοστό παντελόνι.
Εύχομαι η δύναμη ψυχής της ολυμπιονίκη, να σπάσει την σιωπή των θυμάτων και να προβληματίσει όλους εμάς, ώστε την επόμενη φορά που το θύμα θα καταγγείλει, να είναι για να ζητήσει την τιμωρία του βιαστή, και όχι για να «δικάσουμε» το ίδιο. Το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός, τελεία και παύλα. Δεν φταίει ποτέ το θύμα , αυτό υφίσταται το βιασμό και πολλές φορές και τις συνέπειές του για όλη του τη ζωή. Ο μόνος λόγος που οι γυναίκες πέφτουν θύματα βιασμού είναι: οι βιαστές.
Γράφει η Λία Ρογγανάκη, Γενική-Οικογενειακή Ιατρός, Πρόεδρος Περιφερειακής Επιτροπής Ισότητας των Φύλων της Περιφέρειας Θεσσαλίας