Η χώρα οδηγείται σε μια νέα εκλογική αναμέτρηση αυτή τη φορά όμως με διαφορετικές πολιτικές σταθερές από τον Ιανουάριο, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον έχει αναθεωρήσει τις βασικές προγραμματικές του θέσεις και αναγκάστηκε μετά από πολύμηνη διαπραγμάτευση και ένα ιστορικό δημοψήφισμα να συμβιβαστεί στις απαιτήσεις των δανειστών. Η έλλειψη ολοκληρωμένου εναλλακτικού σχεδίου από την κυβέρνηση, που προσωπικά θεωρώ πως έπρεπε να είχε εκπονηθεί σε περίπτωση αδιεξόδου των διαπραγματεύσεων, είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή μιας επώδυνης συμφωνίας με αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα απότοκη ωμού εκβιασμού από τους δανειστές. Ωστόσο, η παραδοχή της ήττας της και της υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων της αναλαμβάνοντας την απόλυτη ευθύνη, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα αυτοκριτικής που σπάνια το συναντούσαμε παλαιότερα από τα προηγούμενα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα. Η μετωπική σύγκρουση βέβαια με την πραγματικότητα ήταν σφοδρή αλλά δεν ήταν «θανατηφόρα» και πολύ πιθανόν τα αποτελέσματα της να έχουν μακροπρόθεσμα και θετικά στοιχεία τόσο για το χώρο της αριστεράς όσο και στην κοινωνία γενικότερα. Η κυβερνώσα αριστερά έτσι να εγκαταλείψει τις ιδεοληψίες της και τις εσωκομματικές εμμονές της και να προχωρήσει με αποφασιστικότητα σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σε αναδιάρθρωση του δημοσίου τομέα, στην υποστήριξη της καινοτομίας και της παραγωγικότητας και φυσικά την πάταξη της διαφθοράς που αποτελεί καθολική απαίτηση της κοινωνίας.
Το παλιό αποτυχημένο πολιτικό προσωπικό που επιζητά με κάθε τρόπο την παραμονή του στην εξουσία μέσω κυβερνητικών συνεργασιών και συμπράξεων, προσπαθεί να υιοθετήσει μια διαφορετική πολιτική ρητορική για ευρύτερο συνασπισμό κομμάτων που θα οδηγήσει τη χώρα σε διέξοδο από τη κρίση. Θα πρέπει να είναι κάποιος τουλάχιστον αφελής για να πιστέψει ότι η κυβερνητική συνεργασία που προτείνεται από τα κόμματα που ευθύνονται απόλυτα για την φτωχοποίηση της χώρας, γίνεται στη βάση υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος για τη σωτηρία της χώρας. Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι οι υπουργικές θέσεις και η διατήρηση των κεκτημένων, ώστε να συνεχίσει η ασυλία συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων και ολιγοπωλίων να εκμεταλλεύεται τον πλούτο της χώρας. Η επαναφορά στο πολιτικό προσκήνιο παρωχημένων πολιτικών που έχουν καταδικαστεί από την κοινωνία, αλλά και πολιτικών προσώπων που έχουν συγκεκριμένη πορεία τα προηγούμενα χρόνια στη διακυβέρνησης της χώρας δεν μπορούν να προσφέρουν απολύτως τίποτα ώστε η χώρα να μπορέσει να ανασυγκροτηθεί.
Η περιοριστική πολιτική που έχει επιβληθεί από τους εταίρους μας, στη βάση ενός σκληρού και επώδυνου τριετούς μνημονίου που πρέπει να ολοκληρώσει η επόμενη κυβέρνηση, μπορεί υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις να αποτελέσει θρυαλλίδα επιτάχυνσης των εξελίξεων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ενάντια στις πολιτικές λιτότητας. Η συνεχής και αδιάκοπη μάχη για αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.). και η αναζήτηση συμμαχιών στις χώρες του νότου που πλήττονται βάναυσα από τις πολιτικές λιτότητας, μπορεί να αλλάξει την πορεία τόσο της ΕΕ όσο και της χώρας μας. Η ρωγμή εξάλλου που συντελέστηκε στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες του αλλά και την έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ της ηγεμονικής Γερμανίας και των υπολοίπων κρατών μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την επόμενη μέρα. Το ζητούμενο είναι ποιες πολιτικές δυνάμεις στη χώρα μας, είναι εκείνες που μπορούν να συντελέσουν και να διεκδικήσουν την αλλαγή στο Ευρωπαϊκό στερέωμα σε συνδυασμό με την εφαρμογή μια δικαιότερης πολιτικής στο εσωτερικό της χώρας μας. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις με το παλιό πολιτικό προσωπικό δεν μπορούν, όπως και δεν μπόρεσαν να δώσουν λύσεις τα προηγούμενα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας. Η συνταγή ανακύκλωσης των παλιών υλικών στο πολιτικό προσκήνιο δεν πρόκειται να έχει θετικά αποτελέσματα και νομοτελειακά θα οδηγηθεί σε αποτυχία.
Η κυβέρνηση με κορμό την αριστερά που θα συγκροτηθεί την επομένη της 20ης Σεπτεμβρίου δεν έχει την ανάγκη να συμμαχήσει με την συντηρητική παράταξη της ΝΔ των νεοφιλελεύθερων πολιτικών με πρόσχημα την εθνική συνεννόηση. Το «άνοιγμα» που θα πρέπει να κάνει είναι στις ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις που κινούνται στον χώρο του δημοκρατικού κέντρου και να οικοδομήσουν μαζί μια διαφορετική αντίληψη διακυβέρνησης, ώστε να δημιουργηθεί μια στέρεα σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία που θα δώσει αναπτυξιακή ώθηση στη χώρα.
Του Ξυλομένου Κωνσταντίνου Διπλ. Πολιτικού Μηχανικού Α.Π.Θ., MSc – Δημοτικού Συμβούλου Καρδίτσας