Η προώθηση των συμφωνιών TTIP (Διατλαντική Συμφωνία Συνεργασίας Εμπορίου και Επενδύσεων), CETA (Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία) και TISA (Συμφωνία για το εμπόριο υπηρεσιών), από πολυεθνικές εταιρίες κολοσσούς σε διάφορες χώρες αλλά και τη δική μας, αποτελούν σκανδαλώδεις συνθήκες με επαχθείς όρους που υποκρύπτουν σκοπιμότητα και ξεκάθαρη απειλή της εθνικής μας κυριαρχίας. Μέσω των παραπάνω συμφωνιών τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά λόμπι αποκτούν εξουσίες, με τις οποίες μπορούν να επεμβαίνουν και να προωθούν τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα ανεξέλεγκτα σε οποιαδήποτε χώρα, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις που δεν συμμορφώνονται να καταλήγουν σε ιδιωτικά δικαστήρια ώστε οι επιχειρήσεις να διασφαλίσουν τα κερδοσκοπικά τους συμφέροντα. Έτσι δημιουργείται ένα παγκόσμιο νομοθετικό πλαίσιο, στο οποίο καμία χώρα δεν θα έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί τις επενδύσεις μιας εταιρείας, ακόμα και εάν η επένδυση της πλήττει ανεπανόρθωτα το περιβάλλον μολύνοντας το ή ακόμη και εάν καταπατώνται βάναυσα εργασιακά και ανθρώπινα δικαιώματα. Ειδικότερα στην χώρα μας που πλήττεται από την οικονομική κρίση και η επιμονή για επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις αποτελεί μόνιμη θέση των περισσότερων μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ο κίνδυνος για την έγκριση των συγκεκριμένων συμφωνιών αποτελεί πολύ πιθανό γεγονός. Η μυστικότητα εξάλλου με την οποία διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις για την προώθηση των συγκεκριμένων διατλαντικών συμφωνιών εμπορίου αποτελεί σκάνδαλο και καταδεικνύει την ύπουλη μεθόδευση που συμβαίνει στο παρασκήνιο με σκοπό την πλήρη υποδούλωση των πολιτών από τις επιχειρηματικές ελίτ.
Η φαινομενική ακύρωση της TTIP, η οποία αφορούσε πρόταση προστασίας του ελευθέρου εμπορίου και των επενδύσεων με τη μορφή μίας διεθνούς συνθήκης μεταξύ της ΕΕ και των Η.Π.Α και η προσωρινή απόσυρση της από το προσκήνιο, έφερε την Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (CΕΤΑ). Η CETA αποτελεί φαινομενικά μια συμφωνία ανάμεσα στην ΕΕ και τον Καναδά. Ωστόσο, η συγκεκριμένη συμφωνία επιτρέπει σε κάθε εταιρία που λειτουργεί στον Καναδά ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται η κεντρική έδρα της, να μηνύει εθνικές κυβερνήσεις προσφεύγοντας σε ιδιωτικά διαιτητικά δικαστήρια, μέσω των οποίων θα παρακάμπτεται το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Στην περίπτωση δηλαδή επικύρωσης της συγκεκριμένης συμφωνίας, θα έχει τη δυνατότητα κάθε αμερικάνικη ή πολυεθνική εταιρεία η οποία θα διατηρεί έδρα και στον Καναδά, να καταθέτει αγωγή εναντίον οποιουδήποτε ευρωπαϊκού κράτους που θεωρεί πως βλάπτει τα συμφέροντα του – ενώ η εκδίκαση θα διενεργείται από ένα ιδιωτικό διαιτητικό δικαστήριο. Συνεπώς η CETA αποτελεί μια εξελιγμένη εκδοχή της TTIP που φαινομενικά αφορά την ΕΕ και τον Καναδά, αλλά επί της ουσίας αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για τις Αμερικάνικες πολυεθνικές εταιρίες, αφού μέσω των θυγατρικών τους θα έχουν σχεδόν όλα τα πλεονεκτήματα της ΤΤΙΡ, με την έννοια ότι θα ανταγωνίζονται μεν τις ευρωπαϊκές εταιρείες στην ΕΕ χωρίς όμως να ισχύει το ίδιο στις Η.Π.Α.
Τέλος με την συμφωνία TISA (Συμφωνία για το εμπόριο υπηρεσιών), η οποία αφορά μ’ εντελώς αόριστο και ασαφή τρόπο τις υπηρεσίες, έχει ως κύριο στόχο την πλήρη απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, του ηλεκτρονικού εμπορίου, των επικοινωνιών κτλ. Με την εφαρμογή της συμφωνίας ενεργοποιούνται οι ρήτρες μη αναστρεψιμότητας και υφιστάμενης κατάστασης, με τις οποίες καθίσταται αδύνατη η επανεθνικοποίηση δημόσιων υπηρεσιών που θα έχουν ιδιωτικοποιηθεί από νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις. Ο απόλυτος σκοπός δηλαδή της συγκεκριμένης συμφωνίας είναι να ιδιωτικοποιηθούν οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας όπως νερό, ύδρευση, ενέργεια, χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να υπάρξει πλήρης υποδούλωση των χωρών και με τις ρήτρες ως δικλείδα ασφαλείας να μην μπορεί μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση να την ανατρέψει.
Οι συγκεκριμένες συμφωνίες μας αφορούν όλους ως Ευρωπαίους και δημοκρατικούς πολίτες, που οφείλουν να συμπαρασταθούν σ’ όλα τα κινήματα που αναπτύσσονται τόσο σε Ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο αντιστεκόμενοι σε κάθε μορφής υποδούλωσης των πολυεθνικών και των επιχειρηματικών ελίτ. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση απαιτεί περαιτέρω φτωχοποίηση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ώστε η πλουτοκρατία να μεγιστοποιεί τα κέρδη της και με τις συμφωνίες αυτές το επιτυγχάνει. Η αυτοδιοίκηση ως αμεσοδημοκρατικός θεσμός οφείλει να αναδείξει το περιεχόμενο των συμφωνιών αυτών, που με την επικύρωση τους θα έχουν ως αποτέλεσμα την απόλυτη κοινωνική καταστροφή, ενημερώνοντας τους πολίτες και συμβάλλοντας στην ακύρωση τους με κάθε τρόπο.