Αυτό που ζούσαμε εδώ και τέσσερις μήνες σε επίπεδο τίτλων εφημερίδων, τώρα το ζούμε σε επίπεδο συνόδων κορυφής των ευρωπαίων ηγετών. Διαβάζαμε για μήνες, πότε πως «πλησιάζουμε σε συμφωνία», και πότε πως «οδεύουμε σε ρήξη», με την ένταση να πολλαπλασιάζεται σε κάθε νέα ανατροπή. Τώρα, αυτό πλέον το ζούμε στο ανώτατο επίπεδο. Στο επίπεδο της συνόδου Κορυφής των ηγετών των χωρών της ευρωζώνης!
Μόλις πριν από ελάχιστες ημέρες, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, κ. Αλέξης Τσίπρας προσήλθε στους εταίρους και συνομιλητές του με μια πρόταση, που θα μπορούσε να αποτελεί την βάση διαπραγμάτευσης μιας νέας συμφωνίας. Ωστόσο δεν παραγνωρίζουμε, πως η ίδια κυβέρνηση που ήρθε στην εξουσία με την επαγγελία να σκίσει τα μνημόνια, ή τέλος πάντων να τα αλλάξει εντελώς, κατέφθασε με πλήρες, κανονικότατο «μνημόνιο», που στέλνει στην κοινωνία και την οικονομία ένα λογαριασμό τουλάχιστον οκτώ δισεκατομμυρίων ευρώ! Μετά και από αυτή την εξέλιξη, θα ανέμενε κανείς, πως όντως «μείναμε στην Ευρώπη». Ότι αφού ο Πρωθυπουργός αντιλήφθηκε, επιτέλους, και κατανόησε τα όρια της πραγματικότητας μιας διαπραγμάτευσης, τα οποία παλαιότερα φιλοδοξούσε αφελώς να αγνοήσει και να υπερβεί, και ότι αφού, συνεπώς, οδεύουμε ολοταχώς προς μια συμφωνία με τους εταίρους και μια συνέχιση του προγράμματος, έχουμε πλέον διαφύγει τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, της ρήξης, της εξόδου από το κοινό νόμισμα.
Και όμως, οι εξελίξεις διέψευσαν και αυτές ακόμα τις προφανείς βεβαιότητες! Και η εμπλοκή αυτή την φορά δεν ήρθε από τους συνήθεις «υπόπτους», αφού ήταν οι εταίροι και συνομιλητές μας, αυτοί που απέρριψαν τις προτάσεις του Πρωθυπουργού, επιστρέφοντας το κείμενο της ελληνικής πλευράς κοκκινισμένο, σαν διορθωμένο γραπτό κακού μαθητή. Εν πολλοίς όμως, οι προτάσεις των θεσμών και των εταίρων δεν φαίνονται, πως στοχεύουν στην υποκατάσταση της φοροεπιδρομής με μεταρρυθμίσεις εξυγίανσης του κράτους. Δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για τις σωστές διορθώσεις σε μια λάθος πρόταση. Αλλά επιτείνουν την φοροεπιδρομή, προωθούν την ύφεση, στραγγαλίζουν τις τελευταίες παραγωγικές κυψέλες της ελληνικής οικονομίας: τον τουρισμό και, εμμέσως, τον αγροτικό κόσμο.
Ναι, η πρόταση της ελληνικής πλευράς ήταν επιβλαβής για την οικονομία, μακροπρόθεσμα. Όμως, δεν μπορεί να πει κανείς το αντίθετο για τις αντιπροτάσεις των δανειστών… Εκ πρώτης όψεως, και λυπάμαι για αυτήν μου την εκτίμηση, μοιάζει η απόρριψη των προτάσεων της κυβέρνησης (και το περιεχόμενο της αντιπρότασης των θεσμών) να είναι πράξη εκδικητική, πράξη ταπεινώσεως, πράξη παιχνιδιού. Βλέπουμε δηλαδή το εξής απίστευτο: να προσέρχεται ο «ριζοσπάστης αριστερός» Πρωθυπουργός της Ελλάδας με πλήρες, κανονικότατο μνημόνιο, παρά τις συνεχείς εξαγγελίες του, και αυτό να μην γίνεται αποδεκτό! Στο δυσεξήγητο του κλίματος συνηγορεί και η φράση του πρόεδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κ. Ντόναλντ Τουσκ: «το παιχνίδι τελείωσε».
Προς τί αυτή η εμμονή; Πώς εξηγείται; Πού οδηγεί; Γιατί η συνέχιση της λογικής των μέχρι τώρα μνημονίων δεν γίνεται χωρίς αντιρρήσεις αποδεκτή από την άλλη πλευρά; Το δράμα δεν έχει τελειώσει, οι ανατροπές συνεχίζονται, και ακόμα αναμένουμε την τελευταία πράξη. Χρέος μας, είτε ως πολιτών είτε ως αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, είναι η ψυχραιμία —και, όταν έρθει η ώρα των μεγάλων επιλογών, η επίγνωση της οφειλής μας στις επόμενες γενεές.