Συναίνεση όλου του πολιτικού συστήματος απαιτεί η τρόικα και η Ε.Ε. με σκοπό να προχωρήσουν αρχικά στην εκταμίευση των επόμενων δόσεων του δανείου και στη συνέχεια για να επεξεργαστούν μελλοντικά σχέδια «σωτηρίας» της οικονομίας-ουσιαστικά των χρημάτων τους. Συναίνεση στη λήψη ακόμη πιο σκληρών και επώδυνων μέτρων και στη συνέχιση μιας πολιτικής που μοιάζει αδιέξοδη δεδομένου ότι έχει βυθίσει τη χώρα στην ύφεση χωρίς να πετυχαίνει έστω και υποτυπωδώς κάποιους από τους στόχους της. Δικαιολογώ την απαίτηση των ξένων μόνο στη λογική ότι οι γλώσσες που ομιλούν δεν έχουν σε καμιά περίπτωση την έκταση και τον πλούτο της Ελληνικής. Αν είχανε τότε ίσως ήταν περισσότερο προσεκτικοί στην επιλογή των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούν και πάντως τουλάχιστον θα όφειλαν να είναι. Διότι εξ ορισμού η έννοια της λέξης συναίνεση προϋποθέτει την αυτονομία της βούλησης και την αυτενέργεια .Οι έννοιες επιβολή και συναίνεση επ’ ουδενί λόγω δύναται να συμβαδίσουν και να συνυπάρξουν. Ακόμη και αν υπάρξει, έστω με αυτόν τον τρόπο, συνεννόηση και συμπόρευση, ακόμη ίσως συγκυβέρνηση, συμμετοχή και σύμπνοια στη λήψη των αποφάσεων, των δυο μεγάλων κομμάτων, συναίνεση ουσιαστική και πάλι δεν θα υπάρχει! Αυτή μόνο από το λαό μπορεί να προέλθει και όχι από 2-3 ή 100 πολιτικούς και μέλη κυβερνήσεων. Η Δημοκρατία η οποία γεννήθηκε στη χώρα αυτή και την οποία με άνεση χρησιμοποιούν στους τίτλους των κομμάτων τους όλοι αυτοί οι έξωθεν «σωτήρες» προϋποθέτει, προαπαιτεί καλύτερα την έννοια της αντιπολίτευσης όχι μόνο για να μπορεί να ελέγχει την κυβέρνηση αλλά και για να υποδέχεται όσους διαφωνούν με αυτή. Ακόμη και να καταργηθεί στα χαρτιά, η αντιπολίτευση είναι «καταδικασμένη» από τη φύση του ανθρώπου-και συνεπώς και του κατεξοχήν ανθρωποκεντρικού πολιτεύματος-να υπάρξει. Μια τέτοια απουσία δημιουργεί ένα κενό που αξιωματικά πρέπει να καλυφθεί καθ οιονδήποτε τρόπο. Θα έπρεπε να γνωρίζουν οι «κύριοι» αυτοί που με ευκολία απαιτούν, πως η πολιτικές απαιτήσεις που προβάλλουν ξεπερνούν τα στενά όρια μιας δανειακής σύμβασης και αποτελούν ευθεία παρέμβαση στα εσωτερικά μιας άλλης χώρας. Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, αν οι εποχές ήταν διαφορετικές, αν οι διαχειριστές της τύχης αυτού του λαού ήταν διαφορετικοί μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε ξεκάθαρα και αδιαπραγμάτευτα casus belli. Δεν ζητά φυσικά κανείς την κήρυξη πολέμου. Αυτό όμως που έχουμε ανάγκη ως λαός είναι ο ελάχιστος σεβασμός στην αξιοπρέπειά μας. Τον σεβασμό όμως-όπως και τη συναίνεση-τον κερδίζεις δεν σου χαρίζεται και δεν είναι δυνατό να το πετύχεις αυτό αν πρώτα δεν έχεις εξασφαλίσει τον αυτοσεβασμό σου. Για το λόγο αυτό λοιπόν θεωρώ πως το διακύβευμα για τη χώρα μας δεν είναι η εξασφάλιση της δόσης, η αναδιάρθρωση ή η επιμήκυνση του δανείου, δεν είναι η επαπειλούμενη χρεοκοπία. Το ουσιαστικό διακύβευμα είναι η εξασφάλιση και διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, η δυνατότητα να αποφασίζουμε εμείς για τη χώρα μας και όχι κάποιες συγκαλυμμένες δικτατορίες. Άρα όσοι κρατούν τις τύχες αυτού του λαού στα χέρια του οφείλουν να σκεφτούν ξανά έστω και την ύστατη ώρα αν πρέπει αμαχητί να υποκύψουν στα κελεύσματα και τις επιταγές των δανειστών-δυναστών. Θα είναι έγκλημα όχι μόνο σε βάρος του μέλλοντός μας αλλά και σε βάρος της ιστορίας μας αν απωλέσουμε τώρα, υπό το βάρος των τόκων, όσα δεν απωλέσαμε υπό το βάρος των όπλων σε σκοτεινές περιόδους, στις οποίες διόλου τυχαία πρωταγωνιστικό ρόλο είχανε και πάλι τα ίδια κράτη οι ίδιοι λαοί όπως και σήμερα.
Κων/νος Ντουρτούνης
Χειρουργός Οδοντίατρος