Μετά την απογραφή του 1454/55 που έκαναν οι Τούρκοι για την φορολογία των κατοίκων, στην οποία περιλαμβάνεται και το Γκέρμπεσι, βρέθηκαν σημαντικά έγγραφα που αναφέρονται στο Γκέρμπεσι και φυλάσσονται στα Γ.Α.Κ. – Αρχεία ν. Κοζάνης. Καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο 1663-1678. Το Γκέρμπεσι αναφέρεται σ’ αυτή την περίοδο σε τριάντα (30) περίπου έγγραφα, από τα οποία τα τρία (3) αφορούν αποκλειστικά το Γκέρμπεσι και τα υπόλοιπα στην ιεροδικαστική περιφέρεια (ΚΑΖΑ) Λάρισας – Φαναρίου στην οποία ανήκε το Γκέρμπεσι. Το παρακάτω υλικό στηρίζεται κυρίως στη μελέτη των πράξεων (διαταγές), βεράτια, αντίγραφα καταλόγων, πιστοποιητικά, οι οποίες είναι καταχωρημένες στους κώδικες Τ4 και Τ5 της Οθωμανικής αρχειακής συλλογής και φυλάσσονται στα Γ.Α.Κ. – Αρχεία ν. Κοζάνης. Η συλλογή περιλαμβάνει σαράντα (40) κώδικες οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ιεροδικαστικά των ιεροδικείων Λάρισας και Φαναρίου.
Είναι σημαντικά για την ιστορία των περιοχών στις οποίες αναφέρονται. (Βλ. Κ. Καμπουρίδης: «Η νεότερη Ελλάδα μέσα από αρχειακές πηγές»). Το Οθωμανικό αρχειακό υλικό της Θεσσαλίας μετά την απελευθέρωσή της το 1881 μεταφέρθηκε στα Σέρβια της Κοζάνης, έδρα τότε του ομώνυμου Καζά.
Έγγραφα που αναφέρονται στο Γκέρμπεσι
Οι θρησκευτικοί φόροι
Η ΔΕΚΑΤΗ
Η δεκάτη ήταν ο κύριος φόρος επί της καλλιέργειας και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της γεωργικής παραγωγής. Η δεκάτη ήταν συνεισφορά σε είδος και λαμβάνονταν τον καιρό της σοδειάς πριν το θερισμό, αποτελούσε δε το κυριότερο έσοδο του κατόχου γης. Οι ραγιάδες χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν όλοι τους τη σοδειά για αλώνισμα στον κάτοχο της γης και να μεταφέρουν την ποσότητα η οποία καθορίστηκε ως δεκάτη στην σιταποθήκη του χωριού. Η δεκάτη που λαμβανόταν από τη σοδειά, ποίκιλλε από επαρχία σε επαρχία και ήταν δυνατό να φτάσει μέχρι και το ήμισυ της; παραγωγής.
ΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ
Ο κεφαλικός φόρος, όπως και η δεκάτη, προβλεπόταν από τον ιερό νόμο, ήταν ο φόρος τον οποίο πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι για την προστασία της ζωής τους, της περιουσίας τους και την άσκηση της θρησκείας τους. Από τον κεφαλικό φόρο εξαιρούνταν οι άποροι, όσοι δηλ. είχαν περιουσία κάτω από 300 άσπρα, όσοι δεν είχαν εργασία, οι γυναίκες (εκτός από τις χήρες οι οποίες ενοικίαζαν την περιουσία των πεθαμένων συζύγων τους), τα παιδιά, οι τυφλός, οι ανίκανοι και μερικές φορές οι κληρικοί και οι μοναχοί.
Το Γκέρμπεσι, σύμφωνα με τις απογραφές που έκαναν οι Τούρκοι, είχε το έτος 1663 26 εστίες (σπίτια) το 1665 26 εστίς, το 1666 23 εστίες και το 1676 33 εστίες, οι οποίες φυσικά φορολογήθηκαν.
ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΟΒΑΤΩΝ
Σύμφωνα με το έγγρ. 85/σελ. 20 και έγγρ. 59/σελ. 20-26, υπάρχει διαταγή η οποία απευθύνεται προς το καδή Λάρισας και Φαναρίου και αφορά την είσπραξη φόρου για τα 8.690 πρόβατα της επαρχίας Φαναρίου.
Από τα ίδια έγγραφα προκύπτει ότι οι κάτοικοι του Γκέρμπεσι πλήρωσαν φόρο για 29 υγιή πρόβατα. Για το κάθε πρόβατο υπολογίστηκε φόρος 84 άσπρα. Η φορολόγηση αυτή έγινε στις 28 Μαρτίου 1663. Επίσης, σύμφωνα με το έγγρ. 26/σελ. 146 Det για την τροφοδοσία του νικηφόρου στρατού του Ισλάμ που βρισκόταν στο νησί της Κρήτης δόθηκε διαταγή στον καζά Λάρισας να αγοραστεί 25.000 οκάδες βουτήρου και να μεταφερθεί στο Βόλο (25 Μαΐου 1667).
Το Γκέρμπεσι πούλησε στους Τούρκους 44 οκάδες βουτήρου.
Όταν οι Τούρκοι έκαναν τις απογραφές τα έτη 1663, 1665, 1666 και το 1676 το Γκέρμπεσι ήταν στον παλιό οικισμό στη θέση Παλιοκκλήσι. Οι οικισμός μεταφέρθηκε στη θέση που είναι σήμερα (σύμφωνα με την προφορική παράδοση) περίπου το 1700-1710, μετά από κάποιο σεισμό που προηγήθηκε. Στον παλιό οικισμό υπήρχε εκκλησία, τα ερείπια της οποίας υπήρχαν μέχρι πριν λίγα χρόνια, καθώς και η συκιά, η οποία όπως αναφέρεται στην παράδοση ήταν στη Β.Α. πλευρά του ιερού της εκκλησίας.
Άλλα αρχαιολογικά ευρήματα δεν έχουν αναφερθεί στην περιοχή Παλιοκκλήσι, εκτός από ένα πολύ μεγάλων διαστάσεων πήλινο πιθάρι πλάτους δύο (2) και βάθους τριών (3) μέτρων. Το πιθάρι αυτό βρέθηκε στις αρχές Νοεμβρίου του 1961.
Αυτά τα πιθάρια που ήταν μεγάλης χωρητικότητας τα χρησιμοποιούσαν οι Γκερμπεσιώτες για αποθήκευση διάφορων προϊόντων, επίσης τα χρησιμοποιούσαν για να διατηρήσουν και να παλαιώσουν το κρασί, κατ’ άλλους αποθήκευαν βρόχινο νερό.