Ένα γερμανικό αεροπλάνο την 1/7/1943 τις πρωινές ώρες, προσγειώθηκε στο χωριό Γελάνθη Καρδίτσας. Πήγαν οι παράγοντες του χωριού και είπαν στους Γερμανούς πιλότους ότι εδώ έχουμε πολλούς αντάρτες, «Παρτιζάνους», γι’ αυτό πρέπει να φύγετε, διότι κινδυνεύετε. Απογείωσαν το αεροπλάνο οι Γερμανοί πιλότοι και στις 10.30 το πρωί της ίδιας μέρας βρέθηκαν στο Καρποχώρι. Έκαναν μερικούς γύρους πάνω απ’ το χωριό και στη συνέχεια προσγειώθηκαν στο βορειοδυτικό σημείο του χωριού και σε απόσταση 400 μέτρων περίπου απ’ αυτό.
Οι κάτοικοι, σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν στο χωριό (γιατί οι περισσότεροι ήταν στα χωράφια και θέριζαν), είχαν βγει έξω από τα σπίτια τους, για να δουν τι συμβαίνει. Όταν είδαν το αεροπλάνο να προσγειώνεται, έτρεξαν για να το δουν από κοντά.
Οι δύο Γερμανοί νεαροί αεροπόροι κατέβηκαν απ’ το αεροπλάνο. Τα παιδιά άρχισαν να το περιεργάζονται. Ορισμένα από αυτά είχαν στις τσέπες τους κορόμηλα και έδωσαν στους Γερμανούς. Οι Γερμανοί, επειδή έκανε πολύ ζέστη, έκαναν νοήματα στα παιδιά να καθίσουν κάτω απ’ τις φτερούγες του αεροπλάνου να ισκιώσουν. Αυτόπτες μάρτυρες μπροστά στα δραματικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν ήταν: Ο Δημήτριος Νικολάου Κάιας, γεννηθείς το 1890, και ο Καρακαξάς Βασίλειος του Αργυρίου, γεννηθείς το 1902.
Το 1984 ένας δημοσιογράφος της ΕΡΤ ήρθε στο χωριό να ερευνήσει το θέμα αυτό. Ο γράφων, ήμουν τότε Πρόεδρος της Κοινότητας. Καλέσαμε τον Βασίλη Καρακαξά για να μας διηγηθεί τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν την ημέρα εκείνη, 1/7/1943. Ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ ανοίγει το μαγνητόφωνο να καταγράψει με ακρίβεια τα γεγονότα.
Ο Βασίλης Καρακαξάς αφηγείται: «Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άντρες ήμασταν εγώ και ο Μήτσιος Κάϊας κοντά στο αεροπλάνο. Οι Γερμανοί ήθελαν να πάνε στο Δεμερλί. Επειδή δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, ψάξαμε να βρούμε τον Αλέξη Δήμο που ήξερε λίγα Γερμανικά. Δε βρήκαμε τον Αλέξη και στείλαμε κάποιον χωριανό να πάει στο διπλανό χωριό Δελή – Βελή (Πτελοπούλα) να φέρει τον Προκόπη Γκαλιμάνα που ήξερε λίγα Γερμανικά.
(Ο Αλέξης Δήμος και ο Προκόπης Γκαλιμάνας ήταν δύο από τους 6.000 στρατιώτες και 400 αξιωματικούς του 4ου Σώματος Στρατού που παραδόθηκαν στους Γερμανοβουλγάρους το 1916 από τον Διοικητή τους).
Ο Γκαλιμάνας βρέθηκε, βρέθηκαν και δύο άλογα και έτσι ο ένας Γερμανός μαζί με τον Γκαλιμάνα αναχώρησαν για το Δεμερλί. Τώρα γιατί το αεροπλάνο αναγκάστηκε να προσγειωθεί εδώ, αφού προορισμό είχε το Δεμερλί, δεν έγινε γνωστό. Πολλοί είπαν ότι έμεινε από καύσιμα, άλλοι ότι έχασαν τον προσανατολισμό και άλλοι ότι είχε μηχανική βλάβη. Φεύγοντας ο ένας Γερμανός για το Δεμερλί, άφησε τον άλλο μόνο του μαζί με μας κοντά στο αεροπλάνο.
Κάποια στιγμή μετά από λίγη ώρα, είδαμε ένα αυτοκίνητο να κινείται στο δρόμο ανάμεσα στα κουμαδίτικα χωράφια, βορειοδυτικά και να σηκώνεται ένα σύννεφο από κουρνιαχτό.
Όταν πλησίασε πιο κοντά, είδαμε ότι πάνω στο αυτοκίνητο ήταν 5-6 άντρες. Βλέποντας το αυτοκίνητο ο Γερμανός να πλησιάζει, έτρεξε ανήσυχος προς το αεροπλάνο. Πήρε στα χέρια του το αυτόματο όπλο (οπλοπολυβόλο) και θέλησε να τρέξει προς το ρέμα, για να καλυφθεί. Κοιτάζοντας προς εμάς μας ρώτησε. «Παρτιζάνοι, Παρτιζάνοι;», «Όχι, όχι, του είπαμε εμείς «Ιταλοί θα είναι». Και όπως φάνηκε μας εμπιστεύθηκε και κάθησε με το όπλο στα χέρια κοντά σε μας. Οι άντρες που ήταν στο αυτοκίνητο «τζιπ» κατέβηκαν ανενόχλητοι και κρύφτηκαν χαμηλά στο ρέμα για να προστατευθούν μαζί με το αυτοκίνητο. Ένας απ’ αυτούς, αφού κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο, τον είδαμε να έρχεται περπατώντας προς εμάς (στο αεροπλάνο). Ήταν ο Γεώργιος Μπαζής απ’ το χωριό Κουμάδες (Σταυρός).
Όταν ο Μπαζής πλησίασε και μπήκε μέσα στον κόσμο που ήταν γύρω απ’ το αεροπλάνο, ο Γερμανός ανησύχησε και τον παρακολουθούσε. Όταν ο Μπαζής πλησίασε πολύ κοντά, ο Γερμανός σήκωσε το όπλο να τον πυροβολήσει και εκεί, αν δεν πρόφταινε ο Μπαζής να πιάσ’ την κάνη και να την στρίψει προς τα κατ, δεν αποκλείεται να μας θέρζει ο Γερμανός απ’ τον φόβο του.
Όταν έπιασε την κάνη και την έστριψε προς τα κατ, ριπές από σφαίρες χτυπούσαν το χώμα. Μετά από την συμπλοκή αυτή, ο Γερμανός αφοπλίστηκε από τον Μπαζή και άρχισε να τρέχει προς το ρέμα. Δεν πρόφθασε να πάει πέντε – έξι βήματα και έπεσε νεκρός. Και εδώ έγινε το μεγάλο λάθος, δεν έπρεπε να τον σκοτώσουν, αφού του πήραν το όπλο (τον αφόπλισαν).
Πολλοί είπαν ότι τον σκότωσε ο Μπαζής, άλλοι είπαν ότι τον έβαλαν στο σημάδι με τα όπλα τους οι άντρες που ήταν με το αυτοκίνητο στο ρέμα. Όπως και να ’χει, ο Γερμανός πέθανε σχεδόν αμέσως.
Τα γυναικόπαιδα που βρίσκονταν εκεί και είδαν να εξελίσσονται αυτές οι σκηνές μπροστά στα μάτια τους, τρομαγμένα έφυγαν τρέχοντας. Μετά απ’ αυτό απομείναμε λίγοι εκεί στο αεροπλάνο, που λίγο πιο πέρα ήταν ανάσκελα πεθαμένος ο Γερμανός. Όλοι τώρα ξέραμε ότι οι Γερμανοί θα έκαναν αντίποινα.
Λέει ο Μήτσιος Κάιας: «Εγώ λέω να τον πάρουμε από δω το Γερμανό, άνθρωπος είναι κι αυτός, και να τον πάμε στην εκκλησία να τον διαβάσει ο παπάς και να τον θάψομε στο νεκροταφείο». Εγώ είπα ότι με τη λύσσα που θα έχουν οι Γερμανοί, αν μας βρουν μαζωμένους στην εκκλησία, σίγουρα θα μας σκοτώσουν όλους και θα πάμε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Μ’ αυτή τη σκέψη τη δική μου συμφώνησαν όλοι οι άλλοι, και επειδή η ώρα περνούσε και η ανησυχία μας μεγάλωνε φύγαμε όλοι απ’ το αεροπλάνο.
Οι άντρες που είχαν έρθει με το τζιπ στη συνέχεια τοποθέτησαν τον αεροπόρο στο αεροπλάνο του και έβαλαν φωτιά. Και αφού είδαν το αεροπλάνο με τον Γερμανό να γίνονται παρανάλωμα, εξαφανίστηκαν.
ΟΙ ΧΩΡΙΑΝΟΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΥΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟ
Συνεχίζοντας ο Βασίλης Καρακαξάς αφηγείται: «Όταν μαθεύτηκε στο χωριό ότι σκότωσαν τον Γερμανό, ήταν αργά το απόγευμα. Επειδή ήταν σίγουροι ότι οι Γερμανοί θα έκαναν αντίποινα, σχεδόν ομόφωνα αποφάσισαν να φύγουν όπως – όπως από το χωριό πριν φθάσουν οι Γερμανοί. Φόρτωσαν όσα πράγματα στα κάρα μπορούσαν, ανέβηκαν και οι γυναίκες με τα παιδιά και πήραν το δρόμο για τα κοντινότερα βουνά. Το βραδάκι έφτασαν άλλοι στον Κέδρο, άλλοι πιο ψηλά στα βουνά και άλλοι ποιο χαμηλά. Δεν έμεινε ψυχή στο χωριό, έφυγαν όλοι το ίδιο βράδυ.
Οι Γερμανοί την άλλη μέρα 2/7/1943 στις 2-3 η ώρα μετά το μεσημέρι πήγαν πρώτα να δουν τον τόπο όπου βρισκόταν το καμένο αεροπλάνο και στη συνέχεια άρχισαν από το βορειοδυτικό σημείο του χωριού να βάζουν φωτιά στα σπίτια. Τα σύνορα των οικοπέδων σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού τα είχαν περιφραγμένα με βάτους. Αυτό έγινε αιτία να μεταφέρεται η φωτιά από σπίτι σε σπίτι με μεγαλύτερη ευκολία.
Αυτά είχα να πω», λέει στον δημοσιογράφο, ο Βασίλης Καρακαξάς.
Δημοσιογράφος: «Δεν μάθατε ποιοι ήταν αυτοί που ήρθαν με το αυτοκίνητο στο ρέμα;»
Καρακαξάς: «Είπαν ότι ήταν απ’ τον εφεδρικό ΕΛΑΣ Καρδίτσας.
Δημοσιογράφος: «Μας είπαν πριν εδώ οι χωριανοί σας ότι τον είχατε αιχμάλωτο, αν ήταν αιχμάλωτος γιατί τον σκοτώσατε;»
Καρακαξάς: «Αιχμάλωτος; Δεν ήταν αιχμάλωτος… γιατί αυτός είχε το όπλο και μεις είμασταν με άδεια χέρια. Δεν κατάλαβες πως έγιναν τα πράγματα. Το λάθος το θκο μας ήταν που αφήσαμε τον Μπαζή να έρθει εκεί κοντά στο αεροπλάνο. Δεν έπρεπε να τον αφήσουμε.
Ο Καρακαξάς ρωτάει τον δημοσιογράφο: «Δεν μου λες αυτοί του ΕΛΑΣ από ποιον πήραν διαταγή να σκοτώσουν το Γερμανό και να κάψουν το αεροπλάνο και να μας κάψουν οι Γερμανοί τα σπίτια; Ξέρεις τη ζημιά πάθαμε μ’ αυτό που έκαναν αυτοί οι πέντε – έξι έξυπνοι;»
Δημοσιογράφος: «Τις διαταγές της έδινε κε Καρακαξά η εξόριστη Κυβέρνηση που ήταν στο Κάιρο, με εντολές των Άγγλων. Αυτοί έλεγαν σε όλη την Εθνική Αντίσταση να γίνονται σαμποτάζ κατά των Γερμανών, αγνοώντας τον κίνδυνο που υπήρχε, διότι σκοτώνοντας έναν Γερμανό, οι Γερμανοί για αντίποινα σκότωναν 100 ή 200 Έλληνες.
Τι λες εσύ Πρόεδρε; με ρωτάει ο δημοσιογράφος. «Πιστεύω ότι τα πρόσωπα παίζουν σημαντικό ρόλο στις δύσκολες στιγμές. Οι παράγοντες στη Γελάνθη αντιμετώπισαν διαφορετικά την κατάσταση. Όμως το ότι στο χωριό μας οι άντρες εκείνοι έστησαν παγίδα και σκότωσαν τον Γερμανό και έκαψαν το αεροπλάνο μαζί μ’ αυτόν ήταν τραγικό λάθος. Εφόσον γνώριζαν ότι οι Γερμανοί θα έκαναν άγρια αντίποινα στο χωριό μας γιατί το έκαναν;».
Όταν τελείωσε η συνέντευξη με τον Βασίλη Καρακαξά, ο δημοσιογράφος έκλεισε το μαγνητόφωνο και σε λίγο φύγαμε απ’ το καφενείο.
Θα αναφερθώ περιληπτικά στην πληροφορία που πήρα από μέλος της οικογένειας Γκαλιμάνα. Ο Γκαλιμάνας έλεγε στο στενό του οικογενειακό κύκλο. «Πήγαμε εγώ και ο Γερμανός στο Δεμερλί με άλογα. Όταν φτάσαμε ο αεροπόρος μπήκε στο γραφείο του αξιωματικού. Μετά από λίγο με φώναξαν και πήγα και εγώ μέσα. Με ρωτάει ο Γερμανός αξιωματικός. Που είναι τώρα προσγειωμένο το αεροπλάνο; Μπροστά του είχε ένα χάρτη. Είναι στο χωριό Καρποχώρι, «Γκέρμπεσι», του λέω εγώ. Το βρίσκει στο χάρτι το χωριό και έβαλε με το μολύβι μια μεγάλη τελεία.
Όταν γυρίσαμε απ’ το Δεμερλί και πήγαμε στο αεροπλάνο, ο Γερμανός ήταν ανήσυχος, ήταν αργά το απόγευμα. Κατεβήκαμε απ’ τ’ άλογα και ο Γερμανός πήγε τρέχοντας κοντά στον συνάδελφό του αεροπόρο. Ήταν πεσμένος ανάσκελα, λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ το αεροπλάνο. Τον αγκάλιασε κλαίγοντας και τον φίλησε πολλές φορές. Στη συνέχεια ανέβηκε στο άλογό του και με πρόσταξε να τον ακολουθήσω, για να πηγαίνουμε πάλι στο Δεμερλί. Λίγα μέτρα πιο πέρα έπρεπε να περάσουμε απ’ το ποτάμι Λείψιμος, υπήρχε πόρος (ρηχό πέρασμα).
Ο Γερμανός πήγαινε μπροστά και ακολουθούσα εγώ. Μόλις ο Γερμανός κατέβηκε την όχθη για να περάσει απέναντι, εγώ βρήκα την ευκαιρία, γύρισα το άλογο προς τα πίσω και έφυγα καλπάζοντας με προορισμό το χωριό μου Δελή – Βελή (Πτελοπούλα).
Την επομένη 2/7/1943 σαράντα περίπου αεροπλάνα (stuka) βομβάρδισαν απ’ τις 9.30 έως τις 10 π.μ. τους Σοφάδες. Από τον βομβαρδισμό σκοτώθηκαν 40 Ιταλοί στρατιώτες και 33 κάτοικοι των Σοφάδων. Μετά το βομβαρδισμό που σταμάτησε περίπου στις 10 η ώρα, μπήκαν οι Γερμανοί και γυρίζοντας από γειτονιά σε γειτονιά έβαλαν φωτιά σε πολλά σπίτια και έκαψαν και ολόκληρη σχεδόν την κεντρική αγορά των Σοφάδων. Στη συνέχεια άρχισαν να συλλαμβάνουν άντρες, γυναίκες και παιδιά, και τους συγκέντρωσαν σε δύο – τρία σημεία με άγνωστες προθέσεις.
Από αυτό το σημείο και μετά υπάρχουν πολλά σκοτεινά και αδιευκρίνιστα σημεία.
Οι Γερμανοί παρ’ όλο που γνώριζαν απ’ την προηγούμενη μέρα ότι το αεροπλάνο ήταν προσγειωμένο στο «Γκέρμπεσι» Καρποχώρι και εκεί κάηκε από τους άντρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ Καρδίτσας μαζί με τον αεροπόρο, για δικούς τους στρατηγικούς λόγους σχεδίασαν και βομβάρδισαν τους Σοφάδες. Αδιευκρίνιστο επίσης παραμένει το γεγονός του βομβαρδισμού στο κέντρο των Σοφάδων της σταθμευμένης φάλαγγας των Ιταλών συμμάχων τους που είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν περίπου 40 Ιταλοί στρατιώτες.
Τους χτύπησαν κατά λάθος ή από πρόθεση;
Η κοινή γνώμη είναι διχασμένη.
Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι: «Ο από μηχανής Θεός, Πρόεδρος της Κοινότητας Σοφάδων Γεώργιος Ζουρνατζής, γνωστός ως «Γεωργός» παραπλάνησε το Γερμανό αξιωματούχο και τον έπεισε ότι οι Σοφάδες δεν έχουν καμιά σχέση με το τι έγινε στο «Γκέρμπεσι» που βρίσκεται πολύ μακριά από την πόλη που βομβάρδισαν, και για να το αποδείξει, του πρότεινε να πάνε μαζί στον τόπο της καταστροφής του αεροπλάνου και του φόνου του αεροπόρου. Ο Γερμανός Διοικητής παραδόξως δέχτηκε και ο «Γεωργός» τον παραπλάνησε, οδηγώντας τον προς Γκέρμπεσι μέσω Μασχολουρίου – Π. Κιερίου – Ματαράγκας – Καπουτσί (Άγιος Θεόδωρος). Για να φανεί μεγάλη η διαδρομή και μακρινός ο χώρος του τραγικού συμβάντος».
Ο Γερμανός πείσθηκε και έδωσε διαταγή να καταστραφεί το Καρποχώρι και γυρίζοντας στους Σοφάδες απελευθέρωσε τα γυναικόπαιδα που περίμεναν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα». Το σημαντικό είναι να μάθεις πρώτα τα γεγονότα. Δυστυχώς οι γράφοντες δεν έχουν ελέγξει την αξιοπιστία των πηγών τους. «Οι Γερμανοί γνώριζαν από την πρώτη μέρα ότι το αεροπλάνο ήταν προσγειωμένο στο «Γκέρμπεσι» και εκεί το είχαν κάψει μαζί με τον Γερμανό αεροπόρο. Όταν πήγαν ο Γκαλιμάνας με το Γερμανό αεροπόρο στο Δεμερλί, το πρώτο πράγμα που ρώτησαν να μάθουν οι Γερμανοί αξιωματικοί της φρουράς ήταν: «Που είναι προσγειωμένο τώρα το αεροπλάνο;» και είπαν στο Γκέρμπεσι (Καρποχώρι). Οι Γερμανοί λοιπόν ρώτησαν όπως ο καθένας. «Έρχεται ο νέος μιας οικογένειας στο σπίτι και λέει: Μ’ άφησε το αυτοκίνητο στο δρόμο, ποια είναι η κοινή ερώτηση; «Σε ποιο μέρος (σημείο) το έχεις αφήσει;». Ήξεραν λοιπόν οι Γερμανοί και δεν θα τολμούσε σε καμιά περίπτωση ο «Γεωργός» να παραπλανήσει τους Γερμανούς από Ματαράγκα κ.λπ. Δεν είχαν χάρτες οι Γερμανοί;
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, οι οποίοι λένε: «Ο βομβαρδισμός σταμάτησε στις 10 η ώρα. Οι Γερμανοί μπήκαν στους Σοφάδες αμέσως και έκαιγαν σπίτια και μαγαζιά. Μάζευαν άντρες, γυναίκες και παιδιά που προφανώς να ήθελαν να τους τρομοκρατήσουν ή ακόμα και να τους εκτελέσουν. Όλες αυτές τις ώρες που οι Γερμανοί έκαιγαν σπίτια και μαγαζιά μάζευαν τα γυναικόπαιδα και τους άντρες και τους έστηναν στον τοίχο να τους εκτελέσουν που ήταν κρυμμένος ο «Γεωργός»;
Αφού είχε τόσο καλές σχέσεις με τους Γερμανούς, γιατί δεν πήγε αμέσως μετά τον βομβαρδισμό και να τους εμποδίσει να κάνουν όλα αυτά τα τερατουργήματα.
Θα αναφερθώ παρακάτω «για την αποκατάσταση της αλήθειας» στα πραγματικά γεγονότα.
1) Δεν τον έφεραν οι Γερμανοί τον πιλότο από το Δεμερλί. Ήρθαν μαζί με τον Γκαλιμάνα με τα άλογα.
2) Δεν έστειλε κανέναν ο «Γεωργός» στο Γκέρμπεσι να ειδοποιήσει τους κατοίκους την δεύτερη μέρα δύο Ιουλίου. Οι χωριανοί είχαν φύγει όλοι την προηγούμενη μέρα. Δεν υπήρχε ψυχή στο χωριό.
3) Δεν είχαμε θύματα την ημέρα που έκαψαν το χωριό.
Αυτό που γράφτηκε παλιότερα ότι οι Γερμανοί σκότωσαν 2-3 γέρους, δεν είναι αλήθεια.
Στη δεκαετία του 1950 ήρθε στο χωριό ένα αντρόγυνο Γερμανών και ένας Έλληνας διερμηνέας. Ρώτησε ο διερμηνέας τους δύο χωριανούς που βρέθηκαν κοντά τους. «Εδώ στο χωριό σας ένας Γερμανός πιλότος σκοτώθηκε, ξέρετε που τον θάψανε;» Τον έκαψαν, απάντησαν οι χωριανοί. Η γυναίκα άφησε μόνο ένα δάκρυ να κυλήσει κι έφυγε… Ήταν η μάνα του.