Το Πολυτεχνείο, στη συλλογική συνείδηση του ελληνικού λαού, ήταν η μεγαλύτερη αντιστασιακή πράξη κατά την χουντική επταετία. Όμως, όπως κάθε τι μεγάλο, έτσι κι αυτό το γεγονός παράγει μύθους, υπερβολές και επιπρόσθετες ωραιοποιήσεις. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται από κανέναν, ότι η κορυφαία αυτή πράξη αντίστασης δημιουργήθηκε από το αγωνιστικό σθένος, τον ηρωισμό και την αυτοθυσία λίγων φοιτητών, γνωστών σήμερα ή άλλων που επέλεξαν να μείνουν αφανείς.. Αυτοί, παρά τις «αντικειμενικά» δυσμενείς συνθήκες, παρά τον φόβο για καταστολή της εξέγερσης, δημιούργησαν έναν ουτοπικό αγώνα για ανατροπή της Χούντας. Ήταν ρεαλιστές, ζητούσαν το αδύνατο!
Το επαναστατικό φρόνημα των φοιτητών δεν εμφανίστηκε τυχαία. Ήταν προϊόν προβληματισμού και συζητήσεων πολιτικού-πολιτιστικού περιεχομένου των φοιτητικών παρατάξεων, ομάδων και κομμάτων. Ήταν αποτέλεσμα των εξεγερτικών διαθέσεων της κοινωνίας που αφυπνίστηκε με τις πρώτες μαζικές αντιδράσεις των φοιτητών.
Όσο κι αν ο ποιητής φοβάται
«τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι..»
όσο και αν φοβάται «τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική» τους,
άλλο τόσο είναι βέβαιο, ότι τον Νοέμβριο του 1973 βρέθηκαν άνθρωποι που έγιναν κομμάτι αυτού του δημιουργικού παλμού, που έζησαν κι αισθάνθηκαν την δύναμη που κρύβει η ανθρώπινη κοινωνία. Που βοήθησαν την σπίθα της φοιτητικής εξέγερσης να πυροδοτήσει τη φλόγα της ανθρώπινης επιθυμίας και δημιουργικότητας.
Είναι επίσης βέβαιο, ότι ακόμη και όσοι δεν το έζησαν, ένιωσαν και νιώθουν ρίγος όταν ακούνε ότι μια χούφτα νέοι άνθρωποι, σχεδόν παιδιά, πρόταξαν απέναντι στα τανκς την τρέλα της νιότης τους, απέναντι στον φόβο το χαμόγελό τους.
Είναι, τελικά, βέβαιο, ότι η αντιστασιακή σημασία, η αγνότητα των σκοπών και ο ρομαντισμός εκείνου του φοιτητικού ξεσηκωμού, δεν μειώθηκε καθόλου, όσο κι αν μυθοποιήθηκε, όσο κι αν αποδομήθηκε, όσο κι αν χρησιμοποιήθηκε για προσωπικό όφελος, όσο κι αν ακόμη και σήμερα το καπηλεύονται. Παραμένει ορόσημο και οδόσημο γενναίας πολιτικής πράξης.
Αγαπητοί μας μαθητές,
αν κάθε χρόνο τέτοια μέρα αναρωτιόμαστε
-για ποιες αξίες, για ποιες ιδέες αξίζει ν’ αγωνιζόμαστε,
-για ποιες πράξεις μας μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι
-ποια παρακαταθήκη δημιουργούμε για τις επόμενες γενιές
τότε αποτίουμε ένα, μικρό έστω, φόρο τιμής σε αυτούς που αγωνίστηκαν, σε αυτούς που όποτε το καλούν οι περιστάσεις δηλώνουν διαχρονικά παρόντες, αγωνίζονται και δημιουργούν ιστορία. Στους αφανείς συνεπείς αγωνιστές…
«…μία δε κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών» Θουκ. 2.34.1