Ο ιερός υμνογράφος πλέκει στέφανον εγκωμίων και καταστέφει την σεπτήν κορυφήν του παρ’ ἡμιν σήμερον πανηγυρικώς εορταζομένου αγίου ενδόξου και πανευφήμου αποστόλου Τιμοθέου.
Έβαψε την γην με τα άχραντα αίματά του ο και ιερομάρτυς Τιμόθεος. Ποίω τρόπῳ; «Τυφθεὶς βάκλοις», ως ηκούσαμε· τυπτόμενος δηλαδὴ με ράβδους υπό των απίστων. Ποίω λόγω; «Έρωτι θείων στεμμάτων»·δια τον μεγάλον έρωτα δηλαδή που είχε προς τα θεία στέμματα, τους θείους στεφάνους.
Ημέρα αγίων μαρτύρων η σημερινή. Μανουήλ, Γεώργιος και Πέτρος, Λέων, Γαβριὴλ και Σιώνιος, Ιωάννης και Λέων και λοιποί συν αυτοίς τριακόσιοι εβδομήκοντα επτά τον αριθμὸν ξίφει τελειούνται· Πάροδος δε λίθοις βληθείς τελειούται. Μετά του Τιμοθέου μόνον μάρτυρες εορτάζουν σήμερα. Προεξάρχει δε τούτων ο οσιομάρτυς Αναστάσιος ο Πέρσης, θείω έρωτι και αυτός τελειωθείς. ‘Εβλεπε ο Αναστάσιος στους τοίχους των εκκλησιών ιστορημένα τα μαρτύρια των αγίων, εθαύμαζε τα κατορθώματά τους και σφοδρώς εφλέγετο η καρδία του από τον πόθον να τους μιμηθεί. Όταν φουντώσει στην ψυχή του ανθρώπου ο θείος έρως, τότε αψηφά κινδύνους, εμπαίζει τον φόβον, λοιδορεί τον θάνατον, καταισχύνει την όφρυν του διαβόλου.
Τιμόθεος και Αναστάσιος, οι κορυφαίοι του χορού των σήμερον εορταζομένων αγίων, ζηλούντες εζήλωσαν τω Κυρίω και ελέγξαντες την πλάνην, την ασέβειαν, την αήθειαν, εξεμέτρησαν βιαίως το ζην. Τους συμπατριώτες του Πέρσες μάγους ήλεγξε ο Αναστάσιος, και τα υπ’ αυτών γενόμενα. Τους συμπατριώτες του Έλληνες ειδωλολάτρες ήλεγξε ο Τιμόθεος, και τις ακατανόμαστες ασχημίες εις τις οποίες επεδίδοντο. Ο σωστικός λόγος της Εκκλησίας εκφράζεται ως λόγος θεολογικός, προφητικός, κατηχητικός, παρακλητικός, προτρεπτικός, όμως και ελεγκτικός. Προ ημερών ο Ιωάννης παρέδωκε την κεφαλήν αυτού επί πίνακι, διότι έλεγε στον Ηρώδη· δεν μπορείς να έχεις την γυναίκα του αδελφού σου. Ένας άλλος Ιωάννης, ο χρυσούς την γλώτταν, χρυσούς και την καρδίαν, άφησε την τελευταία του πνοὴ στα Κόμανα του Πόντου εξόριστος, δεδιωγμένος δια τον έλεγχον της βασιλικής αυλής. Μία Εκκλησία που δεν ελέγχει, είναι άλας μεμωραμένον. Όμως ο έλεγχος δεν προϋποθέτει μόνον θάρρος και αυταπάρνηση. Προϋποθέτει και σοφία. Κορώνες και λεονταρισμοί υποκρύπτουν τις πιο πολλές φορές ζήλον ου κατ’ επίγνωσιν, αν όχι δειλία. Άλλοτε όμως βαπτίζουμε την δειλία μας ταπείνωση, και σιωπούμε.
Τιμόθεον, λοιπόν, τον μέγαν, ως τον αποκαλεί Συμεὼν ο Μεταφραστής, όλως εξαιρέτως τιμώμεν σήμερον· τον ελληνόπαιδα εκ Λύστρων της Λυκαονίας, τον ηγαπημένον μαθητὴν του Παύλου, το γνήσιον αυτού τέκνον, τον ισόψυχον, κατα την εκείνου προσηγορίαν. Δύο από τις επιστολές που κοσμούν τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, απήυθυνε προς τον τιμώμενον απόστολόν μας ο θείος Παύλος. Και από αυτές αντλούμε πληροφορίες πολύτιμες για τον βίον του, το ήθος, την διακονίαν του.
«Από βρέφους εγνώρισε τα ιερὰ γράμματα» δίπλα στην μάμμη του Λωΐδα και την μητέρα του Ευνίκη, μιας και έμεινε νωρίς χωρίς πατέρα. «Η ανυπόκριτος πίστη που κατοικούσε μέσα στις καρδιές των δύο γυναικών, κατοίκησε και στην δική σου καρδιά», του γράφει στις πρώτες κιόλας σειρές της θεογράφου επιστολής του ο θεόκριτος Παύλος. Εδείχθη τέκνον επαγγελίας, αφού υπό προφητειών παρακινούμενος ο μέγας κήρυξ και απόστολος των εθνών εξέλεξε αυτὸν και του παρήγγειλε να στρατεύεται την καλήν στρατείαν. Και δεν εγένετο απειθής προς τις παραγγελίες του διδασκάλου περι αγάπης εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής, περί νήψεως εν πάσι, περι αγνότητος και καθαρότητος του βίου, περι δικαιοσύνης και ευσεβείας, υπομονής και πραότητος. Αλλά κατόρθωσε, κανείς να μη καταφρονήσει το νεαρόν της ηλικίας του, γενόμενος παράδειγμα των πιστών και στους λόγους και στην συμπεριφορά, «προς παν έργον αγαθὸν εξηρτισμένος», άρτιος δηλαδή, κατηρτισμένος εν πάσι. Ακόμη και την περιτομὴν κατεδέχθη κατα πλήρη συγκατάβασιν. Σε όλα προέκοψε, όσα ο διδάσκαλος τον προέτρεψε. Δια τούτο και έλαβε το υπερμέγιστον χάρισμα της αρχιερωσύνης, υπό αυτού του οὐρανοβάμονος πνευματικού του πατρός χειροτονηθείς και διάδοχος αναδειχθεὶς του Θεολόγου Ιωάννου εις τον επισκοπικόν θρόνον της μεγάλης πόλεως των Εφεσίων. «Νυκτός και ημέρας» δεν παρέλειπε να ενθυμείται στις δεήσεις του τον ηγαπημένον μαθητήν ο θειότατος Παύλος, και να επιθυμεί με λαχτάρα να τον ανταμώσει, κάθε φορά που τύχαινε να χωρίσουν οι δρόμοι τους. Είχε αυτόν τον μεγάλον πόθον και την αγάπη, διότι ενεθυμείτο τα δάκρυα του Τιμοθέου, που συνόδευαν τον κάθε αποχωρισμό τους.«Σπούδασον έλθειν προς με ταχέως», του γράφει στην δεύτερη επιστολήν του· φρόντισε δηλαδή να έλθεις γρήγορα κοντά μου· «επιποθώ σε ίδειν, ίνα χαράς πληρωθώ». Είχε μεγάλον πόθον να το δεί, για να γεμίσει με χαρά η ψυχή του, όπως ακούσαμε να του λέει στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα (από την ίδια επιστολή). Και εκείνος ως πιστός συνεργός, σύντροφος και συμπαραστάτης ανταπεκρίνετο ευθύς εις το κάλεσμα του διδασκάλου. Δεν επαισχύνθη ούτε το μαρτύριον του Κυρίου, ούτε τον δέσμιον Παύλον, ούτε τα πολυειδή παθήματα και τον θάνατον που εκείνος υπέστη. Αλλ’ ενεδυναμώθη εν τη χάριτι τη εν Χριστώ Ιησού και συγκακοπάθησε τω ευαγγελίῳ κατα δύναμιν Θεού, ως καλός στρατιώτης Χριστού, μη εμπλεκόμενος ταις του βίου πραγματείαις, ίνα τω στρατολογήαντι αρέσῃ. Νομίμως ήθλησε και νομίμως εστεφανώθη. Την καλήν παρακαταθήκην εφύλαξε δια Πνεύματος Αγίου του ενοικούντος Εν ημίν. Εσπούδασε να παραστήσει δόκιμον τον εαυτόν του εις τον Θεόν, εργάτην τέλειον, ανεπαίσχυντον, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας· και να τηρήσει «την εντολὴν άσπιλον, ανεπίληπτον μέχρι της επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».