-Ουφ, ζεστάθηκα τόση ώρα έξω από το νερό, ας κάνω καμιά βουτιά στα νερά της λίμνης μας. Εεεεε..σπλάτς!!!
– Ε βρε μικρέ μας Αλέξη, μας τρόμαξες , διαταράσσεις την ησυχία μας.
-Τι να κάνω βρε Πάνο μου, έσκασα έξω στην όχθη, «έκαιγε» και ο ήλιος…
-Εη, βάτραχοι, πάλι μιλάτε εσείς οι δυο; Θα μας αφήσετε επιτέλους ήσυχους στα λιμνόνερα; Θα μας τρελάνετε με τα καμώματά σας!
-Ααα , Κυριάκο, αν θες να «κουλάρεις», πάνε παραπέρα, στην άλλη άκρη της λίμνης όπου πέφτει το ποτάμι μέσα της. Εκεί πήγαν κι οι άλλοι. Ο λεβεντοβάτραχος, ο χρυσοβάτραχος , ο κοκκινοβάτραχος, και η πρασινοβατραχίνα……….
Έτσι κυλούσε η ζωή των βατράχων στη λίμνη τους. Άλλοι ήθελαν την ησυχία τους χωρίς να ταράζονται τα νερά της , άλλοι ήθελαν την ευελιξία και την κολυμβητική ικανότητα των πρωταγωνιστών κι άλλοι ήθελαν να γίνουν εκείνοι πρωταγωνιστές στο δικό τους είδος.
Ζούσαν όμως όλοι στην ίδια λίμνη και τρέφονταν από εκείνη. Ακουμπούσαν το βούρκο χωρίς να βουλιάζουν μέσα του. Ήξεραν τι τους περίμενε σε περίπτωση που.. εγκλωβιζόταν σ αυτόν.
Όταν ένοιωθαν το κάψιμο του ήλιου βουτούσαν στα νερά της λίμνης κι όταν δροσίζονταν καλά ξανάβγαιναν στην όχθη. Βλέπετε οι βάτραχοι έχουν μεγάλες φουσκωτές κοιλίτσες, μεγάλες μακριές γλωσσίτσες, μεγάλα πνευμόνια, ανθεκτικά για ν’ αντέχουν. Αμφίβια, χωρίς όμως πολλές αμφιβολίες για ότι κάνουν. Νοιώθουν τη σιγουριά των πράξεών τους.
Τα καλοκαίρια δεν περνούσε βραδιά, κάτω από τον έναστρο ουρανό, χωρίς τις μοναδικές, δικές τους συναυλίες. Υπήρχαν κι οι φόβοι του μοιραίου όμως. Από τι θα πήγαιναν!! Από ερπετά; Από πτηνά; ‘Η μήπως από κείνη την παμπόνηρη αγριόγατα που έμοιαζε σαν άγγελος; Αα, Αγκέλα την ήξεραν στην λιμνιόπιατσα. Έχει φάει αυτή βατραχάκια τα τελευταία χρόνια!! Αδυναμία της ήταν τα γαλαζοπράσινα. Βλέπετε, όταν βγαίνεις έξω από τα νερά σου, χάνεται η σιγουριά που σε διακατέχει, δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Κι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι να χαθείς.
Ο χρόνος γύριζε τη ρόδα του κι η ζωή των βατραχιών στη λίμνη τους κυλούσε πότε με γκρίνιες, πότε με βατραχομαχίες, τόσο εντός όσο κι εκτός της φιλόξενης λίμνης, κι άλλες φορές με γλέντια της κάθε βατραχοφυλής.
Ο καιρός όμως έφερε ξηρασίες, το ποτάμι στέρεψε κι η λίμνη έχασε τα νερά της, μειώθηκε η στάθμη της. Τα βατράχια συνωστίζονταν. Άρχισαν ν ανεβάζουν «εσωτερικές θερμοκρασίες». Ακόμη κι ο βούρκος τέτοιες στιγμές γίνεται απίστευτο θαύμα επιβίωσης.
Από τη ζέστη πια , το ηλιοκαμενοτσουρούφλισμα, χοροπηδούσαν σαν σε χορό χωρίς μουσική, χωρίς εκείνον τον μουσικό αλλοτινό συναυλιακό τους ρυθμό. Το δόγμα του σοκ της απώλειας, τ΄ ονόμασαν οι σοφοί βάτραχοι. Άλλοι προσπάθησαν να ανεβούν πιο ψηλά χοροπηδώντας στις «καυτές πέτρες» της κοίτης του ξεροποταμιού, Άλλοι προσπάθησαν να ταξιδέψουν στα πιο κοντινά έλη. Βούρκος να ναι κι ότι να ναι , αρκεί να σωθώ σκεφτόταν. Άλλοι περίμεναν απλά το μοιραίο.
Όλοι τους ένοιωθαν, όλοι τους ήξεραν. Η σωτηρία γι αυτούς ήταν μια μεγάλη περίοδος βροχών. Να ξεπλυθούν από τη λάσπη, να κυλήσουν πάλι νερά στις κοίτες , να γεμίσουν ξανά οι λίμνες. Η βροχή λοιπόν. Το ξέπλυμα..Στη φτώχεια των κακών στιγμών ονειρευόταν, προσευχόταν κι εύχονταν για τη ..σωτηρία τους.
Πάνω σε τέτοιες σκέψεις και τόσους διακαής πόθους , μέσα σε όλη αυτή την εικόνα και την εξέλιξη των πραγμάτων, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος να πλησιάζει τη στεγνή λίμνη τους. ΟΙ βάτραχοι ανασήκωσαν τα χρωματιστά τους κορμάκια, γούρλωσαν περισσότερο τα γουρλωμένα ματάκια τους και αντίκρισαν τους πιο μεγάλους εχθρούς τους.. Ένα κοπάδι από αγριεμένα βουβάλια ερχόταν κατά πάνω τους….