Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητάμε σήμερα ένα ακόμη νομοσχέδιο το οποίο φιλοδοξεί να βάλει τάξη σε κάποιους πολύ δύσκολους τομείς της οικονομίας, όπως το λαθρεμπόριο των καπνικών προϊόντων, αλλά και ο φορολογικός κώδικας.
Ένα μεγάλο μέρος του σ/ν βέβαια, αφορά στην ενσωμάτωση ευρωπαϊκών αποφάσεων και οδηγιών. Δεν προτίθεμαι να αναφερθώ στο κομμάτι αυτό, δεδομένου ότι, καλώς η κακώς, ως κράτος – μέλος της ΕΕ, δεν έχουμε πολλά περιθώρια επιλογών!
Όσον αφορά τα προβλεπόμενα για την αντιμετώπιση του παράνομου εμπορίου ή/και λαθρεμπορίου καπνικών προϊόντων, θεωρώ ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Το πρόβλημα της με κάθε τρόπο φοροαποφυγής, ή ακόμα χειρότερα φοροδιαφυγής, ειδικά στα προϊόντα με υψηλή φορολόγηση, είναι τεράστιο και παγκόσμιο.
Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι η φορολογία πρέπει να είναι δίκαιη, αντικειμενική, αναλογική και σε τέτοια επίπεδα, ώστε η πληρωμή των φόρων από τους πολίτες να είναι εφικτή και, κατά συνέπεια, η είσπραξή τους από το κράτος.
Οι έμμεσοι φόροι είναι εξ ορισμού άδικοι και στόχος μας είναι να αποτελέσουν ένα μικρό μόνο μέρος σε σχέση με τους άμεσους.
Σε κάθε περίπτωση όμως, σε μια ευνομούμενη σύγχρονη δημοκρατία, οι ισχύοντες νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται, μέχρι να κρίνουμε, ότι οι συνθήκες επιτρέπουν ή/και επιβάλλουν την αλλαγή τους.
Είναι πλέον καιρός να θέσουμε και εμείς στην υπηρεσία του κράτους, τις νέες τεχνολογίες αλλά και τις πρακτικές εκείνες που επιτρέπουν αποτελεσματικότερους ελέγχους στη διακίνηση προϊόντων, διασφαλίζοντας τόσο την προστασία των καταναλωτών όσο και την είσπραξη των προβλεπόμενων από το νόμο φόρων.
Με την ίδια λογική πρέπει να προσεγγίσουμε και τις βελτιώσεις του φορολογικού κώδικα.
Είναι θέμα δικαιοσύνης και ισονομίας μεταξύ των φορολογουμένων η καταβολή των φόρων απ’ όλους και η πάταξη της φοροδιαφυγής. Η τιμωρία αυτού που φοροδιαφεύγει -σε βάρος, εντέλει, του κοινωνικού συνόλου- πρέπει να λειτουργεί τόσο κατασταλτικά όσο και αποτρεπτικά.
Προφανώς η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής δεν πρέπει να εξαντλείται σε κατασταλτικά μέτρα.
Πρώτα και πάνω απ’ όλα πρέπει να στηρίζεται στην καλλιέργεια φορολογικής συνείδησης και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ πολίτη και κράτους.
Ο καταλυτικός παράγοντας για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η «ανταποδοτικότητα». Όταν ο πολίτης αισθανθεί ότι οι φόροι τους οποίους πληρώνει, επιστρέφουν σε αυτόν ως παροχές, τότε θα συμβάλλει και ο ίδιος ευχαρίστως.
Είναι πάρα πολλές οι δεκαετίες κατά τις οποίες ο πολίτης είχε απέναντί του ένα ανάλγητο και σπάταλο κράτος που εξανέμιζε τους κόπους του χωρίς να του επιστρέφει απολύτως τίποτα.
Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα και η προσπάθεια αυτής της κυβέρνησης, να αποδείξει έμπρακτα ότι το κράτος είναι εκεί, από τον πολίτη, για τον πολίτη.
Θέλω να σταθώ τέλος, στις προϋποθέσεις ένταξης των αγροτών στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, για τις οποίες τόσος πολύς λόγος έγινε το τελευταίο διάστημα.
Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει καμία αλλαγή στις προϋποθέσεις αυτές καθ’ αυτές. Η προσθήκη αφορά στην έκδοση ειδικού στοιχείου για παραδόσεις αγροτικών προϊόντων ίδιας παραγωγής και για παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούν οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ. Στον τρόπο δηλαδή, με τον οποίο αποδεικνύεται η αξία των προϊόντων που διατέθηκαν, που μέχρι τώρα δεν υπήρχε καν ως νομοθετική πρόβλεψη.
Υπάρχει κάποιος που διαφωνεί με αυτό;
Υπάρχει κάποιος εδώ μέσα που δεν γνωρίζει ότι τα προϊόντα που φεύγουν από τον παραγωγό χωρίς παραστατικά, συνεχίζουν ως «μαύρα» μέχρι τον τελικό καταναλωτή, χωρίς να πληρώνεται κανένας φόρος, ούτε για την αξία, ούτε για την υπεραξία που αποκτούν στην πορεία και φυσικά ούτε για το κέρδος των μεσαζόντων;
Ο μικρός παραγωγός του ειδικού καθεστώτος δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα με τη συγκεκριμένη ρύθμιση, αντίθετα οι μεσάζοντες θα αναγκαστούν να παρουσιάσουν τα κέρδη τους και να φορολογηθούν για αυτά.
Όσον αφορά τους αγρότες εκείνους που είναι στο ειδικό καθεστώς, αλλά έχουν και άλλη δραστηριότητα η οποία υπάγεται στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, η ρύθμιση που τους εντάσσει συνολικά στο κανονικό καθεστώς μόνο ευνοϊκή μπορεί να χαρακτηριστεί.
Δεν έχουν απολύτως καμμία επιπρόσθετη επιβάρυνση, γιατί ούτως η άλλως το διαχειριστικό κόστος των βιβλίων υφίσταται ήδη από την παράλληλη δραστηριότητά τους.
Επιπλέον, μειώνεται το φορολογητέο εισόδημά τους με τον συνυπολογισμό των εξόδων από την αγροτική δραστηριότητα.
Οι μεσάζοντες βέβαια, αναγκάζονται να εμφανίσουν τα κέρδη τους και να πληρώσουν το φόρο που τους αναλογεί.
Όποιος λοιπόν επιμένει, ότι πλήττονται οι αγρότες, είναι βέβαιο ότι δεν είναι με τους αγρότες αλλά με τους «άλλους».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
πιστεύω ακράδαντα ότι το αγροτικό επάγγελμα είναι ένα σοβαρό επάγγελμα και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ούτε ως πάρεργο ούτε ως μέσο φοροδιαφυγής. Είναι προς όφελος, κυρίως των αγροτών, αλλά και της εθνικής οικονομίας συνολικά, η ένταξη των επαγγελματιών αγροτών στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ και στην τήρηση «βιβλίων».
Έτσι θα απαντηθεί και ο γνωστός, χρόνιος γρίφος, για το πώς γίνεται να δεκαπλασιάζεται η τιμή των αγροτικών προϊόντων από το χωράφι ως το ράφι.
Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και είμαι πεπεισμένη ότι θα λύσει προβλήματα. Προτείνω λοιπόν την υπερψήφισή του.
Σας ευχαριστώ πολύ.