Με αφορμή τις εκλογές της προσεχούς Δευτέρας 9 Μαΐου για την ανάδειξη αντιπροσώπων για το 15ο συνέδριο της ΟΛΜΕ θα ήθελα να γράψω μερικές σκέψεις για το πώς θέλουμε ένα δευτεροβάθμιο σωματείο αλλά και το συνδικαλισμό γενικότερα.
Καταρχήν είναι αυτονόητο ότι κανένας αγώνας και καμία διεκδίκηση δεν κερδίζεται αν δεν έχεις την κοινωνία δίπλα σου. Εμείς όμως συνάδερφοι αν δεν την έχουμε απέναντι, σίγουρα δεν την έχουμε δίπλα μας. Το γεγονός αυτό δεν είναι προσωπική μου άποψη. Νομίζω ότι το καταλαβαίνει οποιοσδήποτε εκπαιδευτικός ζει και κινείτε στην πόλη μας. Η άποψη που επικρατεί είναι: «Όπως λειτουργούν όλα στην Ελλάδα έτσι λειτουργεί ο συνδικαλισμός και οι συνδικαλιστές».
Πώς όμως προέκυψε αυτό;
Ένας λόγος είναι ότι υπάρχει από τα συνδικαλιστικά όργανα μια συγκεκριμένη φρασεολογία. Είναι η φρασεολογία της πλήρους άρνησης. Μέσα σε ένα τετρασέλιδο φυλλάδιο για παράδειγμα, διαβάζουμε πάνω από 15 φορές τη λέξη «όχι» και δεν υπάρχει καμία πρόταση ή το πολύ πολύ το γενικόλογο: «αύξηση δαπανών για την παιδεία». Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι εκάστοτε Υπουργοί Παιδείας (ανεξάρτητα από πιο κόμμα ήταν στην κυβέρνηση) να μην λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τον συνδικαλιστικό μας κλάδο.
Ένας άλλος λόγος είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις (με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις που όλο και λιγοστεύουν) ο συνδικαλισμός είναι σχολείο μακιαβελισμού και όχημα προσωπικής προβολής και αναρρίχησης. Είναι γνωστό στον κλάδο μας ότι η ΕΛΜΕ ήταν για πολλούς απλά το πρώτο βήμα.
Κατάφεραν επίσης να βάλουν τους εκπαιδευτικούς στη λογική του ρουσφετιού. Έτσι οι συνάδερφοι άρχισαν να παρακαλάνε για ώρες προϋπηρεσίας, πίνακες, μόρια, αποσπάσεις, μεταθέσεις και άλλα τέτοια που ανακάλυπτε συνεχώς η εκάστοτε κεντρική ή τοπική εξουσία για να μας έχει «δεμένους». Ο αγώνας για διαφάνεια δυστυχώς είχε περάσει σε δεύτερο ρόλο.
Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε για τα συμφέροντα του σωματείου μας. Αυτή είναι η δουλειά μας και στον αγώνα αυτόν βρίσκεται η θεσμική μας αξία σε μια φιλελεύθερη κοινωνία. Εμείς όμως τις περισσότερες φορές όχι μόνον δεν μπαίνουμε στον κόπο να εξηγήσουμε για ποιο λόγο τα συμφέροντα του κλάδου μας έχουν προτεραιότητα, αλλά απροσχημάτιστα τα κρύβουμε πίσω από μεγαλοστομίες για το κοινό καλό που τελικά δεν πείθουν κανέναν.
Όλα τα παραπάνω οδήγησαν να μην έχουμε την κοινωνία δίπλα μας, ενώ σαν λειτουργοί θα ήταν το πρώτο που έπρεπε να εξασφαλίσουμε. Το χειρότερο όμως είναι ότι αρχίσαμε να μην έχουμε και τους συναδέρφους δίπλα μας. Οδηγηθήκαμε σε Γενικές Συνελεύσεις των 30 ατόμων, σε εκλογές με συμμετοχή 35% περίπου και σε το χειρότερο από όλα, σε απεργίες με συμμετοχή 5%. Και μετά από όλα αυτά κάνουμε σαν να μην καταλαβαίνουμε και συνεχίζουμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και την ίδια φρασεολογία που μας οδήγησε εδώ.
Τι πρέπει όμως να γίνει;
Μπροστά μας ανοίγονται πολλές καινούργιες προκλήσεις. Αξιολόγηση, προγράμματα επιμόρφωσης, ολοήμερο γυμνάσιο, νέο λύκειο, νέο τεχνολογικό σχολείο είναι θεσμοί που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Δεν θα πρέπει να μείνουμε στη στείρα άρνηση λέγοντας πάλι ένα «όχι» για το καθένα από τα παραπάνω.
Θα πρέπει να βγούμε μπροστά με προτάσεις. Έτσι και ο κλάδος θα αναβαθμιστεί και η εκπαίδευση στη χώρα μας με τη βοήθεια των εκπαιδευτικών θα γίνει καλύτερη, γιατί σήμερα, όπως έχει πει και Σ. Καργάκος, το εκπαιδευτικό μας σύστημα αντί για έμβλημα την κουκουβάγια θα έπρεπε να έχει τον παπαγάλο.