Τρία μέτρα προτείνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ.Προβόπουλος, ενόψει της επικείμενης επί τα χείρω αναθεώρησης των δημοσιονομικών στοιχείων από την Eurostat, προκειμένου να αντισταθμιστεί η ανοδική δυναμική του δημόσιου χρέους.
Συνεκτιμώντας την επικείμενη δυσμενή αναθεώρηση των δημοσιονομικών μεγεθών, η ΤτΕ εκτιμά ότι θα χρειαστεί: πρώτον, επιτάχυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή μεγαλύτερη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος και επίτευξη μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων πιο νωρίς.
Δεύτερον, επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων (αρχίζοντας από την αναδιάρθρωση και εξυγίανση του ομίλου ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ που προβλέπεται στο σχετικό νομοσχέδιο), καθώς και της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου.
Τρίτον, συντονισμένη λήψη αναπτυξιακών διαρθρωτικών μέτρων προκειμένου να επισπευσθεί η ανάκαμψη της οικονομίας και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ικανοποιητικούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ, που θα είναι διατηρήσιμοι.
Βέβαια, σε κάθε περίπτωση η ΤτΕ εμμένει στην άποψη ότι οποιαδήποτε αναδιάρθρωση του χρέους θα είναι επιζήμια για την ελληνική οικονομία, εκτιμώντας ότι το σχετικό ενδεχόμενο μπορεί να αποτραπεί με την υιοθέτηση κατάλληλου μείγματος πολιτικής.
Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι στο παρελθόν όσες ανεπτυγμένες χώρες επέτυχαν μηδενικό ή πλεονασματικό πρωτογενές αποτέλεσμα δεν προχώρησαν σε κήρυξη χρεοκοπίας, αλλά συνέχισαν την προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αυτή είναι και η ρητή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, η διοίκηση της ΤτΕ θεωρεί ότι το πολιτικό και οικονομικό κόστος σε περίπτωση χρεοκοπίας θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από το βραχυχρόνιο κόστος που συνεπάγεται η στρατηγική της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η κήρυξη χρεοκοπίας με αναδιάρθρωση του χρέους, εκτιμά η ΤτΕ, θα είχε άμεσες και σημαντικές αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για τα περιουσιακά στοιχεία κάποιων «ξένων», αλλά και για ελληνικές τράπεζες, ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία εργαζομένων και Έλληνες ιδιώτες που κατέχουν σημαντικό μέρος του δημόσιου χρέους, όπως και για συνταξιοδοτικά ταμεία εργαζομένων άλλων χωρών και για τράπεζες χωρών της ΕΕ, που επίσης κατέχουν ένα άλλο σημαντικό μέρος.