Να δεσμευτεί ότι αποσύρει οριστικά και δεν πρόκειται να επαναφέρει στο μέλλον την πρόταση για διορισμό Διοικητικών Γραμματέων στις Περιφέρειες καλεί την κυβέρνηση το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας (ΕΝΠΕ). Στη σημερινή του συνεδρίαση το ΔΣ της ΕΝΠΕ ομόφωνα ετάχθη εναντίον των προωθούμενων ρυθμίσεων από την κυβέρνηση και αποφάσισε
-Να ζητήσει συνάντηση με το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και ειδικότερα τον Υπουργό κ. Π. Κουρουμπλή, τον Αναπληρωτή Υπουργό κ. Χρ. Βερναρδάκη και τον Υφυπουργό κ. Ι. Μπαλάφα.
-Να ακολουθήσει κοινή στάση με το ΔΣ της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ), στο πλαίσιο της οποίας να εξεταστεί κάθε πρόσφορο μέσο κλιμάκωσης των αντιδράσεων της Αυτοδιοίκησης στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεν αναλάβει ρητή δέσμευση για τον απόλυτο σεβασμό της αυτοτέλειας της Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού.
Στην απόφασή του το ΔΣ της ΕΝΠΕ επισημαίνει μεταξύ άλλων:
«Η πρόταση της κυβέρνησης για τον διορισμό Διοικητικών Γραμματέων και Αναπληρωτών Διοικητικών Γραμματέων στην Αυτοδιοίκηση αποτελεί συνέχεια μιας σειράς από νομοθετικές πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις που έρχονται στο φως τους τελευταίους μήνες και έχουν θέσει κυριολεκτικά στο στόχαστρο την Τοπική Αυτοδιοίκηση: Από την αιφνιδιαστική σύσταση των νέων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων τη στιγμή που βρισκόταν σε εξέλιξη ο διάλογος για τον νέο καταστατικό Χάρτη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έως την ενδυνάμωση των κάθε είδους μη θεσμικών φορέων σε βάρος των θεσμικών οργάνων των ΟΤΑ, όπως αυτή σκιαγραφείται μέσα από την εισήγηση του Γενικού Γραμματέα ΥΠΕΣΔΑ που αποτελεί και την πρόταση της Κυβέρνησης για την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Φαίνεται ότι κάποιοι φιλοδοξούν να απορυθμίσουν και να οδηγήσουν σε διοικητική παράλυση την Τοπική Αυτοδιοίκηση, δημιουργώντας, στην ουσία, τουλάχιστον δύο πόλους εξουσίας στο εσωτερικό του κάθε ΟΤΑ και αποξενώνοντας τα αιρετά όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από καθήκοντα που είναι συνυφασμένα με την άμεση λαϊκή τους νομιμοποίηση και για τα οποία έχουν λάβει εντολή άσκησης από την ίδια την τοπική κοινωνία. Οι φυγόκεντρες τάσεις στη λήψη και εκτέλεση των αποφάσεων και τα προβλήματα συντονισμού των οργάνων διοίκησης, οι επικαλύψεις και η σύγχυση οργάνων και αρμοδιοτήτων που δημιουργούνται με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις θέτουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των ΟΤΑ και την εκπλήρωση της συνταγματικής τους αποστολής.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν επιτρέπει σε κανέναν να τη μετατρέψει σε πεδίο πειραματισμού, και μεταφοράς των παθογενειών και των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων της κεντρικής διοίκησης».
Ειδικότερα επί της κυβερνητικής πρότασης το ΔΣ της ΕΝΠΕ τονίζει:
-«Με τις προωθούμενες ρυθμίσεις το μεγαλύτερο μέρος των διοικητικών αρμοδιοτήτων του Περιφερειάρχη, και ιδίως το γεγονός ότι προΐσταται και κατευθύνει τις υπηρεσίες της Περιφέρειας, συντονίζει την εφαρμογή της πολιτικής και των αποφάσεων του περιφερειακού συμβουλίου, της εκτελεστικής και της οικονομικής επιτροπής, του αφαιρείται και απονέμεται στον Διοικητικό και Αναπληρωτή Διοικητικό Γραμματέα, δηλαδή σε ένα μη αιρετό όργανο, κατά τρόπο που συνιστά νόσφιξη εξουσίας.
Με τις προωθούμενες διατάξεις τα αιρετά όργανα αποξενώνονται από τον πυρήνα των διοικητικών τους καθηκόντων στον ΟΤΑ και αποδυναμώνονται θεσμικά, αφού πλέον δεν προΐστανται καν των υπηρεσιών και οργάνων της Περιφέρειας, αποκτώντας σκιώδη θεσμική παρουσία. Η άμεση εκλογή και, άρα, η άμεση λαϊκή νομιμοποίηση των αιρετών οργάνων έχει, ακριβώς, το νόημα ότι αποκτούν τη νομιμοποίηση για να αποφασίζουν, ενώ ελέγχονται και λογοδοτούν για τις αποφάσεις που λαμβάνουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Αυτή η απίσχναση και αποδόμηση των αιρετών οργάνων θίγει την πρωτογενή λαϊκή τους νομιμοποίηση και θεμελιώνει κάμψη της διοικητικής αυτοτέλειας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μη συμβατή, όπως προαναφέρθηκε, με το άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος.
-Στην Ελλάδα της κρίσης συστήνονται, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, δύο επιπλέον θέσεις διοικητικών στελεχών ανά ΟΤΑ, επιβαρύνοντας υπό την παρούσα δημοσιονομική συγκυρία, τον πολίτη με ένα κόστος περίπου 21.000.000 ευρώ ετησίως (περίπου 30.000 ευρώ αποδοχές Χ 2 για 325 δήμους και 13 Περιφέρειες).
-Επίσης οι τροποποιήσεις επεκτείνονται και στα Ν.Π.Δ.Δ. των ΟΤΑ. Ειδικότερα: “Οι Πρόεδροι, Αντιπρόεδροι, Διοικητές, Αναπληρωτές Διοικητές, Υποδιοικητές, και οι εν γένει επικεφαλής των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) καθώς και των ΝΠΔΔ των ΟΤΑ Α΄ και β΄ βαθμού, των οποίων η επιλογή ανήκει στην Κυβέρνηση και στους Δημάρχους και Περιφερειάρχες αντίστοιχα, επιλέγονται αποκλειστικά από το Μητρώο του άρθρου 1” “καθώς και των ΝΠΙΔ των ΟΤΑ Α΄ και β΄ βαθμού”.
Σήμεραλειτουργούν στους Δήμους και στις Περιφέρειες πάνω από 1.300 νομικά πρόσωπα, εκ των οποίων πάνω από 400 είναι Ν.Π.Δ.Δ., 76 Σύνδεσμοι, 224 ΚοινωφελείςΕπιχειρήσεις, 127 ΔΕΥΑ, 273 ανώνυμες εταιρείες. Η εφαρμογή αυτής της διάταξης στην Αυτοδιοίκηση θα δημιουργούσε πρόσθετες δυσλειτουργίες, καθώς δεν λαμβάνει καμία μέριμνα για τις ιδιαιτερότητες των νομικών προσώπων των ΟΤΑ. Αναφέρονται ενδεικτικά τα Περιφερειακά Ταμεία Ανάπτυξης (Π.Τ.Α.) του άρθρου 190 του ν. 3852/2010, που έχουν κομβικό ρόλο στη διαχείριση του ΕΣΠΑ αλλά και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, μια από τις σημαντικότερες αρμοδιότητες της Περιφέρειας με αντίκτυπο στην εν γένει οικονομία της Χώρας. Τα Π.Τ.Α. διοικούνται σύμφωνα με το άρθρο 191 του ν. 3852/2010 από το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.), με Πρόεδρο τον αιρετό Περιφερειάρχη, εξαιτίας ακριβώς της σημασίας που έχουν τα Ταμεία αυτά στη χάραξη, την εφαρμογή και τον συντονισμό της εφαρμογής της αναπτυξιακής και οικονομικής πολιτικής της Περιφέρειας αλλά και της ανάγκης εναρμονισμένης λειτουργίας τους με τα άλλα θεσμικά όργανα της Περιφέρειας. Γι’ αυτό ορθά κρίθηκε από το νομοθέτη ότι επικεφαλής της διοίκησης του ΠΤΑ πρέπει να είναι ο ίδιος ο Περιφερειάρχης.
Με τις νέες διατάξεις δημιουργείται ένας ακόμη πόλος εξουσίας σε ό,τι αφορά την οικονομική και αναπτυξιακή πολιτική της Περιφέρειας, η διοίκηση του Π.Τ.Α., με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ορθολογική λειτουργία το τομέα αυτού και τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων, σχεδιασμού και εκτέλεσης ενός ενιαίου αναπτυξιακού προγράμματος.
-Τα ερωτήματα που ευλόγως τίθενται είναι:
Πώς προκύπτει η αναγκαιότητα και η σκοπιμότητα του νέου θεσμού;
Γιατί πρέπει να προστίθενται συνεχώς επίπεδα διοίκησης, γραφειοκρατικές δομές, να αυξάνεται η διοικητική πυραμίδα και, τελικά, ο απαιτούμενος αριθμός υπογραφών, το διοικητικό βάρος για την περιφέρεια και, πρωτίστως, για τους πολίτες βάσει εισηγήσεων ανθρώπων που δεν γνωρίζουν τη λειτουργία, τα προβλήματα και τις ανάγκες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης;
Και, κυρίως γιατί πρέπει να αντιγράφονται πιστά οι παθογένειες του κεντρικού κράτους και να γίνεται συστηματική προσπάθεια μεταφοράς τους στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, που, παρ’ όλες τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά, καταφέρνουν ακόμη να βρίσκονται κοντά στον πολίτη;
Και όλα αυτά τη στιγμή που η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών πρακτικών κατατείνει στον περιορισμό των διοικητικών επιπέδων, κατανέμοντας τις υπό συζήτηση αρμοδιότητες στους υφιστάμενους γραμματείς και στους γενικούς διευθυντές».