Δ. Βερίλλης: Καθοριστική η συμβολή των Καρδιτσιωτών στην απελευθέρωση της Ηπείρου


Το 2012 συμπληρώνονται και γιορτάζονται τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) και γενικότερα της Μακεδονίας όπως επίσης και της Ηπείρου (απελευθέρωση των Ιωαννίνων 21 Φεβρουαρίου 1913) με καθοριστική την συμβολή των στρατιωτικών τμημάτων του Ελληνικού στρατού τα οποία αποτελούνταν από στρατιώτες από την Καρδίτσα και γενικότερα την Δυτική Θεσσαλία. Ιδιαίτερη θέση κατέχει το δυτικοθεσσαλικό 9ο τάγμα Ευζώνων (συχνά αναφέρεται με τα ονόματα των διοικητών του Γεωργούλη και Βελισσαρίου) το οποίο ανήκε στο 1ο138

) Σύνταγμα Ευζώνων (διοικητής Ι. Παπαδόπουλος).

Χωρίς την αποτελεσματικότητα των δυτικοθεσσαλικών τμημάτων – τα οποία σε όλες τις κρίσιμες περιστάσεις του Α’ και Β’ Βαλκανικών Πολέμων έδρασαν σαν «από μηχανής θεός

 

 

»

και έκριναν την τελική θετική έκβαση των πολέμων, είναι βέβαιο ότι η τροπή των γεγονότων θα ήταν διαφορετική. Ίσως η Ελλάδα να μην είχε την σημερινή της έκταση και κατά πάσα πιθανότητα να μην είχαν απελευθερωθεί όλοι οι ελληνικοί πληθυσμοί της Βόρειας Ελλάδας.

Πολεμικό Μέτωπο Ηπείρου

 

 

 

Στα τέλη του 1912

, και ενώ στο μέτωπο της Μακεδονίας είχε καταληφθεί η Θεσσαλονίκη, στα Γιάννενα οι επιθέσεις του Ελληνικού στρατού αποτύγχαναν μπροστά από τα οχυρά του Μπιζανίου και ο Βενιζέλος, ο πρωθυπουργός της χώρας ανησυχούσε σοβαρά για την Ήπειρο. Γιατί μέσα στο στρόβιλο του πολέμου η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι ρευστή, ενώ ένα νέο στοιχείο αύξανε τη σοβαρότητα της : η δημιουργία του αλβανικού κράτους, που είχε ισχυρούς προστάτες την Ιταλία και την Αυστροουγγαρία. Και τα πράγματα έδειχναν ότι οι δύο αυτές δυνάμεις της Αδριατικής ήθελαν να ενσωματώσουν στο αρτιγέννητο κράτος ολόκληρη την Ήπειρο από την Κορυτσά ως τα Ιωάννινα και την Πρέβεζα. Για να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο μία λύση υπήρχε: να σπεύσει ο ελληνικός στρατός για να γίνει κύριος των επίμαχων περιοχών.

Ο Βενιζέλος λοιπόν αγωνιούσε για την κατάληψη της ηπειρωτικής πρωτεύουσας, όπως πριν από λίγες βδομάδες αδημονούσε για τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι. Βρισκόταν στο Λονδίνο τότε, όπου γινόταν διαπραγματεύσεις για ειρήνη, μετά την ανακωχή, συνεχίζοντας τις επιχειρήσεις στην Ήπειρο και στο Αιγαίο. Από τα παρασκήνια ο Έλληνας πρωθυπουργός πληροφορούνταν τις προσπάθειες της Ιταλίας και της Αυστρίας για λογαριασμό της Αλβανίας. Και με συνεχή τηλεγραφήματα από την αγγλική πρωτεύουσα εξανάγκασε τον Κωνσταντίνο να στείλει στην Ήπειρο τρεις μεραρχίες την

 

 

2η, την 4η και την 6η

.

 

 

Καλώντας τα Θεσσαλικά Συντάγματα

Ωστόσο ο Βενιζέλος δεν νόμιζε ότι θα λυνόταν το πρόβλημα μόνο με την ενίσχυση του στρατού. Απαιτούσε να αναλάβει ο ίδιος ο Κωνσταντίνος τις επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Και παρά τις αντιρρήσεις του ιδίου, ο διάδοχος ονομαζόταν «γενικός αρχηγός (αρχιστράτηγος) του στρατού Μακεδονίας και Ηπείρου

 

 

».

 

Ο Κωνσταντίνος, όμως για να δεχτεί την ευθύνη της εκστρατείας στην Ήπειρο, απαιτούσε πρώτα να παραλάβει μαζί του τις καλύτερες δυνάμεις. Το φάσμα της ήττας του

1897, που τον καταδιώκει πάντα, τον εξανάγκαζε να μην αναλαμβάνει καμία επιχείρηση χωρίς τη βεβαιότητα της νίκης. Και ενώ προηγουμένως δεν ήθελε να αποσπάσει δυνάμεις από τη Μακεδονία και την Ήπειρο, τώρα αξίωνε να παραλάβει μαζί του την 1η Μεραρχία, την λεγόμενη «σιδηρά μεραρχία των Θεσσαλών» στην οποία ανήκε και το ηρωικό Δυτικοθεσσαλικό 5ο

Σύνταγμα Πεζικού.

Όλοι αντιλήφθηκαν πλέον ότι ήλθε η ώρα να δράσουν τα Θεσσαλικά Συντάγματα και ειδικότερα τα Δυτικοθεσσαλικά που είχαν ήδη πρωταγωνιστήσει στο Μακεδονικό Μέτωπο. Έτσι η Κυβέρνηση υπεχώρησε. Και στις

 

 

6 Ιανουαρίου αναχώρησε με το επιτελείο του από την Θεσσαλονίκη για την Πρέβεζα, ενώ η 1η

Μεραρχία, δηλαδή η Θεσσαλική είχε αρχίσει να μεταφέρεται στην Ήπειρο.

Εν τω μεταξύ είχε μεταφερθεί ακτοπλοϊκώς στην Ήπειρο και το δυτικοθεσσαλικό

 

 

1ο Σύνταγμα Ευζώνων, το οποίο ανήκε στην 6η

Μεραρχία.

Το ίδιο διάστημα – στις

 

 

7

Ιανουαρίου – μεσολάβησε μία ακόμα αποτυχημένη επίθεση του Ελληνικού στρατού. Την ίδια ώρα στη Βαλκανική διαδραματιζόταν γεγονότα γενικότερης μορφής: η ανακωχή της Τουρκίας με τα άλλα Βαλκανικά κράτη, τη Σερβία, τη Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο, τερματίστηκε. Ο πόλεμος επαναλαμβανόταν σε όλη του την έκταση.

Η νέα κατάσταση επέβαλλε ακόμα πιο επιτακτικά στους Έλληνες να εκκαθαρίσουν το ταχύτερο την Ήπειρο και να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στη Μακεδονία, αναμένοντας εκεί πια νεότερες εξελίξεις. Έτσι άρχισε εντατική προπαρασκευή για την τελική επίθεση κατά των Ιωαννίνων. Η επίθεση εξαπολύθηκε στις

 

 

20

Φεβρουαρίου.

 

 

Η Τελική Επίθεση

Επικεφαλής της

 

2ης φάλαγγας του Ελληνικού στρατού στην επίθεση αυτή τέθηκε όπως ήταν φυσικό το καλύτερο τμήμα του Ελληνικού στρατού το Ι ή (Ι/38) Σύνταγα Ευζώνων αποτελούμενο από το 9ο και 8ο τάγματα Ευζώνων. Η πτώση των Ιωαννίνων πραγματοποιήθηκε την 21η Φεβρουαρίου όταν τα δύο αυτά τάγματα με επικεφαλής το 9

ο τάγμα και διοικητή τον Ιωάννη Βελισσαρίου, αποχωρισθέντα έφτασαν στις θύρες των Ιωαννίνων χωρίς να πάρουν σχετική διαταγή και χωρίς να το γνωρίζει η διοίκηση της Φάλαγγας που παρέμεινε αδρανής στη Δωδώνη.

 

  

Την ίδια ώρα κανένα άλλο στρατιωτικό τμήμα δεν είχε κατέβει στην πεδιάδα και κανένα από τα τουρκικά οχυρά σε ακτίνα 20

χιλιομέτρων από τα Ιωάννινα (δηλαδή τα οχυρά Μπιζανίου, Καστρίτσας και Χαντζηρέλλου) δεν είχε προσβληθεί από τον Ελληνικό στρατό.

Έτσι είναι βέβαιο ότι χωρίς τον ηρωισμό, την αποφασιστικότητα και την αποτελεσματικότητα των δυτικοθεσσαλών ευζώνων τα Ιωάννινα δεν θα απελευθερωνόταν την

 

 

21 Φεβρουαρίου του 1913

και ούτε είναι βέβαιο ότι σήμερα τα Ιωάννινα και η Ήπειρος θα ήταν σήμερα Ελληνικά.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι όλα οφείλονται στο διοικητή του

 

 

9

ου τάγματος Ι. Βελισσαρίου. Κανένας βέβαια δεν αμφισβητεί ότι ο Ι. Βελισσάριος υπήρξε ένας πραγματικός ήρωας αλλά πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι το Δυτικόθεσσαλικό Ευζωνικό το ίδιο έπραξε και στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (μάχη των Γιαννιτσών με διοικητή τον Ν. Γεωργούλη) το ίδιο και στη μάχη του Λαχανά, στη μάχη της Τζουμαγιάς (Β’ Βαλκανικό πόλεμο) και στην τριετή μικρασιατική εκστρατεία.

 

 

Απελευθέρωση Ιωαννίνων

  

 

Στα αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού η πτώση των Ιωαννίνων περιγράφεται ως εξής :

 

« . . .

τα τάγματα Ευζώνων, προτρεπόμενα από το διοικητή του 9

ου τάγματος Ευζώνων Ταγματάρχη Πεζικού Βελισσαρίου Ιωάννη και μάλιστα χωρίς διαταγή του Διοικητή της εμπροσθοφυλακής, όρμισαν ακάθεκτα κατά της νέας αυτής εχθρικής τοποθεσίας, ενώ οι άνδρες βυθίζονταν μέχρι τη μέση μέσα στα λιμνάζοντα ύδατα της περιοχής.

Στις

 

 

18 το απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου τα τάγματα Ευζώνων, με επικεφαλής το 9ο Τάγμα Ευζώνων, κατέλαβαν τον Άγιο Ιωάννη και προωθήθηκαν μέχρι τους στρατώνες πυροβολικού, που ήταν 2

χιλιόμετρα έξω από τα Ιωάννινα. Στις ελληνικές αυτές μονάδες περιήλθαν αρκετοί τραυματίες και μεγάλες ποσότητες διαφόρων υλικών που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι κατά την εσπευσμένη σύμπτυξη τους. . . .»

 

« . . .

Ο Διοικητής της 2ης Φάλαγγας, αφού έλαβε την πρώτη αναφορά του Διοικητή του 1ου Συντάγματος Ευζώνων, που απέστειλε στις 4 και 40 πρωινή της 21

Φεβρουαρίου, επιτιμητική διαταγή, με την οποία καθιστούσε υπεύθυνο, γιατί παρά τη διαταγή του κινήθηκε πέρα από το χωριό Πεδινή, όπου έπρεπε να επαναφέρει τα τμήματα του, προκειμένου να συνεχισθεί την αυγή η επίθεση προς τα Οχυρά Δουρούτι και και Χιντζιρέλλου. . . »

Έτσι ενώ η στρατιωτική διοίκηση δεν γνώριζε τίποτα για την κατάληψη των Ιωαννίνων, ο Διοικητής του

 

 

9

ου Τάγματος Ευζώνων οδηγούσε λίγο πριν τον απεσταλμένο του Εσσάτ Πασά στο χάνι Εμίν Αγά για τις διαδικασίες παράδοσης της πόλης και των οχυρών που την προστάτευαν.

Τα παραπάνω επιβεβαίωσε αργότερα ο Διοικητής των τουρκικών δυνάμεων στρατηγός Εσσάτ Πασάς όταν το

 

 

1930 ήλθε στην Ελλάδα με τον αδελφό του Βεχήτ Πασά : «Από πρωίας 21

Φεβρουαρίου ευρισκόμουν εις το αριστερόν μας επί του τομέως Μπιζανίου – Καστρίτσης. Περί την εσπέραν, επορεύθην εκ Καστρίτσης προς Ιωάννινα δια να μεριμνήσω περί της αποστολής εντός της νυκτός πάσης διαθεσίμου δυνάμεως προς την πλευράν αυτήν δια την αντιμετώπισιν της αναμενομένης την πρωίαν επιθέσεως. Όταν επλησίασα εις την παρυφήν της πόλεως πρά την σχολήν ήκουσα αίφνης ένα ηχηρόν άλτ! και εσταμάτησα κατάπληκτος. Επηκολούθησε δεύτερον αλτ! εντονώτερον και «τις ει;» Ήσαν οι διπλοσκοποί των ευζώνων του Βελισσαρίου. ‘Εκαμα μεταβολήν και ετράπην εν καλπασμώ προς τα οπίσω. Μετ’ ολίγον παρά την όχθην της λίμνης διέκρινα εν τη νήσω λέμβον. Την εκάλεσα, επέβην επ’ αυτής και μετέβην δια της λίμνης εις την πόλην.»

Οι Τούρκοι στρατηγοί δεν γνώριζαν φυσικά ούτε ήταν δυνατόν να φαντασθούν ότι ο εις την είσοδο της πόλης Ελληνικός στρατός αποτελείτο από δύο μόνον τάγματα χωρίς πυροβολικό.

 

Ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος ο οποίος υπήρξε υπασπιστής του

 

 

1/38

Συντάγματος και επομένως γνώριζε αλλά και μελέτησε όλα τα παραπάνω στα απομνημονεύματα του υποστηρίζει ότι

 

«

Η ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ 1/38 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΕΥΖΩΝΩΝ ΤΗΝ ΕΣΠΕΡΑΝ ΤΗΣ 21ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1912 ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΟΝ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ ΕΞ ΕΚΕΙΝΩΝ ΑΤΙΝΑ ΣΠΑΝΙΩΣ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ

»

 

Αναφερόμενος δε στους ανωτέρω διοικητές, τους επιτελάρχες κλπ. οι οποίοι υποστήριξαν αργότερα ότι η πτώση των Ιωαννίνων ήταν αποτέλεσμα δικής τους οργανωμένης επίθεσης αναφέρει γι’ αυτούς ότι :

   «

Το 1/38

σύνταγμα ευρίσκετο εις την παρυφήν της πόλεως ενώ η υπόλοιπος φάλαγξ της επιθέσεως είχε σταματήσει παρά την Δωδώνην και το οχυρόν το Αγίου Νικολάου, με την αιώνιαν δικαιολογίαν ότι δεν είχε διαταγάς δια την περαιτέρω ενέργειαν. . .»

 

« . ..

Αλλά ως μας αφηγείται ο Επιτελάρχης έβρεχε ραγδαίως και η πορεία επί των αποκρήμνων κλιτύων του Ολύτσικα δεν ήτο ευχάριστος περίπατος. Τα παραπήγματα, αι σκηναί, αι θερμάστραι και το μπριτζ με τα χαριτοβρύτους Άτθιδας, νοσοκόμους, ήσαν προτιμώτεραι από τα κατσάβραχα και την δροσεράν Ηπειρωτικήν νύκτα των 15

ο υπό το μηδέν. . . ».

Ενώ επισημαίνει επίσης ότι « . . . Παρά ταύτα ολόκληρος ο στρατός και ο πληθυσμός της Ηπείρου γνωρίζουν καλώς εις ποίους ανήκει η τιμή και η δόξα της αλώσεως της θρυλικής πόλεως. Όσοι αγρύπνησαν την νύκτα εκείνην θα ενθυμούνται εσαεί οποίους παλμούς ησθάνθηκαν όταν ήκουαν την πρώτην τηλεφωνικήν πληροφορίαν της εμφανίσεως του Βελισσαρίου, ερχομένου εξ Ιωαννίνων προς τας Ελληνικάς προφυλακάς του «Αυγού

 

 

».

Οι Διον. Παπαδόπουλος, Ιωάν. Βελισσαρίου και Γεωργ. Ιατρίδης είναι οι πραγματικοί ήρωες των Ιωαννίνων και εις αυτούς οφείλει να αποδείξη εμπράκτως την ευγνωμοσύνην της η ωραία ιστορική πόλις. . . . »

 

 

Άποψη μου όμως είναι ότι την ευγνωμοσύνη αυτή η πόλη των Ιωαννίνων, η Ελλάδα γενικότερα και ιδιαίτερα εμείς οι Καρδιτσιώτες πρέπει να την επιδείξουμε επίσης στους ηρωικούς ευζώνους της Καρδίτσας και της Δυτικής Θεσσαλίας γενικότερα.

 

Χωρίς αυτούς είναι βέβαιο ότι όχι μόνον τα Ιωάννινα δεν θα είχαν απελευθερωθεί την

 

 

21η Φεβρουαρίου 1913

αλλά κατά πάσα πιθανότητα συνολικά ο Α’ και Β΄ Βαλκανικός πόλεμος να είχε ίσως πάρει άλλη αρνητική τροπή.

Δομήνικος Βερίλλης

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο Εντυπωσίασε και συγκίνησε η χορωδία του 3ου & 13ου Δημοτικού σχολείου στην Πανελλήνια συνάντηση σχολικών χορωδιών
Επόμενο άρθρο Με λαμπρότητα γιορτάστηκε η επέτειος της «Μάχης της Σέκλιζας»