Ειδήσεις

Δρόμοι κοινοί και παράλληλοι στο 4ο Γυμνάσιο Καρδίτσας


Το σχολικό συγκρότημα του 4ου Γυμνασίου και Λυκείου Καρδίτσας συνεχίζοντας την προσπάθεια να βγει το σχολείο «εκτός των τειχών»,  και με όχημα τη μουσική  να ανοιχτεί στην πόλη και στην τοπική κοινωνία,  θα σταθεί αυτή τη φορά σε μια ευτυχή συγκυρία,  τη συνάντηση της μουσικής ιδιοφυίας του Μάνου Χατζιδάκι με τον υψηλό ποιητικό λόγο του Νίκου Γκάτσου. (Το 2012 είχε παρουσιάσει  ένα αφιέρωμα στο Μίκη Θεοδωράκη και το 2015 στο Βασίλη Τσιτσάνη).

Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει είκοσι τραγούδια που έγραψαν από κοινού οι δύο αυτοί μεγάλοι δημιουργοί και θα παρουσιαστεί από τη χορωδία των κοριτσιών (όμοιων φωνών) του σχολικού συγκροτήματος – πενήντα περίπου μελών- με τη συνοδεία ενός κουαρτέτου από την Καρδίτσα που αποτελείται  από:                        την κ. Γιώτα Καραγιάννη (πιάνο), την κ. Λιλιάνα Ντούλια (βιολί), τον κ. Χρήστο Διαμαντή (μαντολίνο) και σολίστ στο τραγούδι την κ. Αναστασία Μαρκαντώνη . Η εκδήλωση θα παρουσιαστεί στην πόλη της Καρδίτσας στο τέλος της σχολικής χρονιάς για ένα συνεχόμενο διήμερο. Υπεύθυνος για το καλλιτεχνικό μέρος είναι ο μουσικός του σχολικού συγκροτήματος κ. Γιάννης Μπάτρας  ενώ το όλο εγχείρημα υποστηρίζεται από τις διευθύνσεις των δύο σχολείων αλλά και από  ομάδα εκπαιδευτικών.

Η γνωριμία και η συνεργασία των δύο δημιουργών, που χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του ΄40, έμελλε να αποτελέσει σταθμό στην ιστορία της ελληνικής μουσικής καθώς ολοκλήρωσαν  από κοινού κύκλους τραγουδιών μοναδικής ποιότητας και αισθητικής.

Ο Νίκος Γκάτσος αποτελεί  μια εξαιρετική περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα.  Το πραγματικό μέγεθός του  δεν μπορεί να προσδιοριστεί αν δε λάβει κανείς υπόψη το σύνολο του έργου του ως στιχουργού, αρθρογράφου και μεταφραστή. Παρά το γεγονός ότι δημοσίευσε μία και μόνη ποιητική σύνθεση, την  «Αμοργό», συγκαταλέγεται στους επιφανέστερους ποιητές της γενιάς του. Ανεκτίμητη υπήρξε βέβαια η προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι στο οποίο αφιερώθηκε ως στιχουργός. Δημιούργησε 360 τραγούδια  στους στίχους των οποίων  συναντιέται η ελληνική  παράδοση με τον υπερρεαλισμό, το λαϊκό με το λόγιο στοιχείο. Πρόκειται για ζώσα ποίηση  γραμμένη  για τη ζωή με τους αγώνες και τις προσδοκίες της , για τον άνθρωπο και τα όνειρά του , για την ομορφιά και τον έρωτα , που ενέπνευσε τους σημαντικότερους συνθέτες μας όπως τον  Μίκη Θεοδωράκη, τον  Σταύρο Ξαρχάκο,  τον Δήμο Μούτση . Ωστόσο ιδιαίτερη σχέση και συνεργασία ανέπτυξε  ο ποιητής με τον Μάνο Χατζιδάκι , ο οποίος υπήρξε ο στενότερος φίλος , μαθητής και «συνομιλητής»  του για πενήντα σχεδόν χρόνια μετά τη γνωριμία τους το 1942 στο πατάρι του Λουμίδη, ανάμεσα σε έναν κύκλο διανοούμενων της εποχής. Ο Χατζιδάκις βρήκε στον Γκάτσο «τον Λόγο» των τραγουδιών του, όπως έλεγε.

Ο  Μάνος Χατζιδάκις από την άλλη πλευρά υπήρξε ο μεγάλος μελωδός , ο μεγάλος ερωτικός, μια μουσική ιδιοφυία που συνέδεσε με το έργο του τη λόγια με τη λαϊκή μουσική παράδοση. Αναμορφωτής και ανανεωτής του ελληνικού τραγουδιού , αφού πάντρεψε αρμονικά το ελαφρολαϊκό  και το ρεμπέτικο με το κλασικό και το λόγιο ο Χατζιδάκις έγραψε κυριολεκτικά τα πάντα. Ως προσωπικότητα πολύπλευρη, με νου οξύ και γοητευτική γλώσσα, υπήρξε πολυπράγμων. Γράφει μουσική για το θέατρο, εκδίδει πολιτιστικό περιοδικό, θεσμοθετεί μουσικούς αγώνες, μεγαλουργεί στο «Τρίτο Πρόγραμμα» , δημιουργεί την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», ιδρύει αναξάρτητη δισκογραφική εταιρεία  περιβάλλοντας το καθετί   με την ευαισθησία και

την αναγνωρίσιμη αισθητική του , την αυθεντική λαϊκότητά του δηλαδή με την οποία  αντιτάχθηκε στο λαϊκισμό και την εμπορευματοποίηση που διαπότιζε όλο και περισσότερο την ελληνική κοινωνία.. Ο πρωτοποριακός του λόγος σάρωσε ταμπού και παρωχημένες αντιλήψεις, εναντιώθηκε  στον κιτρινισμό των μέσων και την ευτέλεια. Έγινε ο τολμηρότερος στοχαστής της εποχής του , ένα από τα ευγενέστερα πρόσωπα της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Αυτή λοιπόν η καλλιτεχνική συμπόρευση ήταν που έφερε και συνεχίζει να φέρνει  «ξαστεριά» σε ζοφερούς καιρούς. Και δεν θα ήταν ακρότητα να πούμε ότι η χώρα συνεχίζει να ξεδιψά με τη δροσιά του «σύννεφου» του Γκάτσου και να δέχεται τροφή λυτρωτική το «μάννα» του Μάνου. Το να έρθει σε επαφή η εφηβική ψυχή με το μέλος και το λόγο των δύο δημιουργών , με την ευαισθησία και την ευγένειά τους , με τους κανόνες του καλού ελληνικού τραγουδιού είναι κάτι περισσότερο από χρέος. Είναι ηθική επιταγή. Ωστόσο, επειδή ο διδακτισμός έμενε μακριά από την αντίληψή τους, ας κρατήσουμε τα λόγια του Χατζιδάκι: «Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων και όχι σ΄αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας»

Αυτό το τραγούδι, αν αγγίξει έστω και μία εφηβική ψυχή, είναι κέρδος.

 

Προηγούμενο άρθρο Εκκλησιαστικά νέα
Επόμενο άρθρο Το Δημοτικό Ωδείο Μουζακίου τίμησε την επέτειο του 1821